Νομενκλατούρες και πολιτικό χρήμα

Δημήτρης Καλουδιώτης 18 Μαϊ 2013

Έρχεται και επανέρχεται η συζήτηση για τα οικονομικά των κομμάτων και γενικότερα για το πολιτικό χρήμα. Και αναφέρεται η σχετική επιχειρηματολογία, η οποία σε περίοδο κρίσης έχει τη δική της σημασία. Όπως σημασία έχει και το γεγονός ότι αγνοείται το έτοιμο νομοσχέδιο Ραγκούση (ανεξάρτητα από τις όποιες ευθύνες του τελευταίου στην περίοδο κατά την οποία υπήρξε υπουργός και γραμματέας κόμματος).

Δυστυχώς, δεν έχει γίνει ούτε ένα βήμα προς την κατεύθυνση μετριασμού έστω ενός προβλήματος που δηλητηριάζει την κοινή γνώμη και φορτώνει το πολιτικό σύστημα με επιπλέον κατηγορίες για την κατάσταση της χώρας. Το πολιτικό μας σύστημα που πρέπει να αλλάξει -έτσι γίνεται ευτυχώς σε συνθήκες δημοκρατίας- αλλά δεν πρέπει να απαξιωθεί πλήρως και να καταρρεύσει.

Με το σημείωμα αυτό θα ήθελα να επανέλθω στο θέμα και να τονίσω ότι και προ κρίσης, πολλοί ήμαστε αντίθετοι με την χρηματοδότηση των κομμάτων από το κράτος και όταν δεν έγινε αποδεκτή η άποψή μας και πάλι επιχειρηματολογήσαμε για το μεγάλο ύψος της χρηματοδότησης. Η επιχειρηματολογία μας δεν ήταν ηθικολογική. Δεν απαντούσαμε στο γελοίο (και κυρίαρχο τότε) επιχείρημα, ότι αν δεν πάρουν τα κόμματα οικονομική ενίσχυση από το κράτος, «θα τα πάρουν από ιδιώτες μεγαλοεπιχειρηματίες». Όλοι γνωρίζαμε ότι αν πάρουν ενίσχυση από το κράτος, θα είχαν ευρύτερο οικονομικό μέτωπο να πάρουν περισσότερα και από αδιαφανέστερες πηγές. Και θα μαραινόταν η όποια ενίσχυση από τα μέλη και τους οπαδούς. Κυρίως, θα είχαν τη δυνατότητα (αυτό ήταν το κύριο επιχείρημά μας) να δανειστούν περισσότερα. Όπερ και εγένετο από όλους, αναλογικά και αδιάκριτα. Ήταν επόμενο. Ανέβηκε το συνολικό κασέ διαχείρισης χρήματος.

Τα αποτελέσματα ήταν και παραμένουν καταστροφικά. Το πολιτικό σύστημα άλλαξε ριζικά. Κανένα κόμμα δεν ενίσχυε με τα κρατικά χρήματα τους υποψηφίους του. Αντίθετα, ένα ανεβασμένο γενικότερο κασέ κίνησης πολιτικού χρήματος «οδηγούσε» και τους υποψηφίους να συμβάλλουν κι εκείνοι στην ακόμα μεγαλύτερη διακίνησή του (ο γράφων είχε την ατυχή έμπνευση να «κατεβεί»… υποψήφιος στις εκλογές του 2004 και τότε κατανόησε το όλο βάθος του προβλήματος, αν και είχε σχετικά αρθρογραφήσει και πριν. Το κόστος της εκλογικής διαδικασίας και της «εκλογιμότητας» είχε αλλάξει δραματικά.).

Στην πορεία είχαμε μια σχεδόν ολοσχερή συγχώνευση του πολιτικού συστήματος με όρους νομενκλατούρας, με το κράτος, το πιστωτικό σύστημα και τα ΜΜΕ. Το πολιτικό χρήμα πρωταγωνιστούσε στην επίπλαστη υπερθέρμανση (υπερκατανάλωση και διαφθορά) που κυριάρχησε στη χώρα μετά το 2000 και ολοκληρώθηκε μετά το 2004.

Η καταστροφή δεν είναι τόσο ορατή στα κεντρικά ΜΜΕ, τα οποία ανακυκλώνουν το μεγαλύτερο μέρος του πολιτικού χρήματος. Και τα οποία διατηρούν κάποια προσχήματα. Στην Περιφέρεια, τα αποτελέσματα ήταν και εξακολουθούν να είναι πολύ χειρότερα. Αυτή η συγχώνευση δημιούργησε ένα νέο εφιαλτικό τοπίο περιφερειακών ΜΜΕ, στα οποία ο «αυριανισμός» -και η συνακόλουθη εκβιαστική διαφθορά- που γνωρίσαμε την δεκαετία του ’80, ήταν και εξακολουθεί να είναι παρθεναγωγείο.

Παρεπόμενο αυτής της «υπερθέρμανσης» του πολιτικού συστήματος με κρατικό χρήμα, αλλά όχι ασήμαντο, ήταν η ολοσχερής κυριαρχία εύθραυστων, στη συνέχεια, ηγετικών ομάδων, με την επίπλαστη προσωπολατρία ηγετών μιας χρήσεως (π.χ. και στα δύο μεγάλα κόμματα).

Δεν πρέπει να αφήσουμε εκτός έναν άλλο καταστροφικό για την εξέλιξη του πολιτικού συστήματος, παράγοντα. Αυτόν της απόσπασης δημόσιων υπαλλήλων, που οδήγησε σε πολλών επιπτώσεων αποτελέσματα και τους ίδιους τους υπαλλήλους, αλλά και την ακόμα μεγαλύτερη συγχώνευση όλων των κομμάτων, με το κράτος και το παρασιτικό σύστημα.

Εν τέλει, μήπως είναι ώρα να επανέλθει η συζήτηση για το πολιτικό χρήμα; Και μήπως, έστω το νομοσχέδιο Ραγκούση, θα μπορούσε να αποτελέσει τη βάση για μια σύντομη συζήτηση και τη λήψη κάποιων αποφάσεων;