Νιώθει η ελληνική ελίτ τον πόνο;

Γιάννης Παντελάκης 19 Ιαν 2014

Σε ένα ενδιαφέρον άρθρο για τη χώρα μας, την περασμένη Πέμπτη, οι «New York Times» επισήμαναν ότι «η ελληνική ελίτ αρχίζει να νιώθει τον πόνο». Ουσιαστικά αναφέρονται στις δικαστικές διώξεις Κοντομηνά, Φιλιππίδη, Εμμανουήλ κ.ά. και περιγράφουν πώς έπαψαν οι ισχυροί να βρίσκονται στο απυρόβλητο, όπως συνέβαινε έως πρόσφατα και για πολλά χρόνια. Ακούγεται πολύ ωραίο για να είναι και αληθινό. Και σκέφτομαι πως στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού μάλλον δεν έχουν πλήρη εικόνα για όσα συμβαίνουν εδώ.

Η αλήθεια, βέβαια, είναι πως μια σειρά ισχυροί παράγοντες, τους οποίους άλλοτε κανένας δεν τολμούσε να αγγίξει, τώρα νιώθουν την ανάσα της Δικαιοσύνης. Τα προαναφερόμενα ονόματα, και όχι μόνο, είναι μερικοί από αυτούς. Επιχειρηματίες, golden boys, μιντιάρχες, μεσάζοντες και άλλοι εκπρόσωποι «ευγενών» κατηγοριών, οι οποίοι ουσιαστικά διοικούσαν τη χώρα, τώρα βρίσκονται απέναντι από τη Δικαιοσύνη με πολύ βαριά κατηγορητήρια, ενώ κάποιοι ήδη φιλοξενούνται σε κελιά των φυλακών.

Ωστόσο, αυτή είναι μία μόνο αλήθεια, που οδηγεί την αμερικανική εφημερίδα και ενδεχομένως αρκετούς άλλους να πιστεύουν πως η Ελλάδα απέκτησε κάποια στοιχειώδη χαρακτηριστικά ευρωπαϊκής χώρας, στην οποία προφανώς υπάρχουν και θα υπάρχουν φαινόμενα διαφθοράς (η οποία άλλωστε είναι συνυφασμένη με τη λειτουργία του συστήματος), αλλά δεν υπάρχει η απόλυτη ασυδοσία και ατιμωρησία.

Εχω την εντύπωση πως υπάρχει και μια δεύτερη αλήθεια. Και αυτήν μάλλον πρέπει να τη βιώσεις, για να τη δεις και να την καταγράψεις. Να καταλάβεις πώς λειτουργεί ακόμα και σήμερα το σύστημα, πώς διαπλέκονται μια σειρά από συμφέροντα, με ποιους η εκτελεστική εξουσία μοιράζεται την πίτα, πώς δεν λειτουργούν θεσμοί, πώς δεν εφαρμόζονται νόμοι.

Η δεύτερη αυτή αλήθεια συνδέεται απόλυτα με τα αίτια που προκάλεσαν την οικονομική -και όχι μόνο- κρίση στη χώρα μας. Τα οποία αίτια συγκλίνουν ουσιαστικά σε μια πραγματικότητα: την απουσία ανεπηρέαστων μηχανισμών ελέγχου, αλλά και συνειδήσεων. Ανεπηρέαστοι από την κεντρική εξουσία, αλλά και από όλες τις παραφυάδες εξουσίας που, χωρίς να το δικαιούνται, πιστεύουν πως έχουν μερίδιο σ’ αυτήν. Και αυτό -η ανεξάρτητη λειτουργία θεσμών ή η εφαρμογή νόμων ή ακόμα η πολιτική επιλογή με βάση τη συνείδηση- έχει απόλυτη σχέση με τη νοοτροπία που διαμορφώθηκε σ’ αυτή τη χώρα εδώ και πολλά χρόνια.

Να το πούμε αυτό με ένα απτό παράδειγμα. Λίγους μόνο μήνες πριν, η Βουλή κλήθηκε να επιλέξει εκείνους που θα βάλουν τη χώρα μας στη νέα ψηφιακή εποχή στην τηλεόραση. Ουσιαστικά η Βουλή κλήθηκε να επικυρώσει μια συγκεκριμένη και απόλυτα αμφισβητήσιμη κυβερνητική επιλογή. Και με τους… συνήθεις υπόπτους βουλευτές της πλειοψηφίας, εκείνους που τη στηρίζουν χωρίς κριτική, το πέτυχε. Η κυβερνητική απόφαση -που ήδη αποτελεί νόμο του κράτους- προβλέπει την κατοχύρωση των ψηφιακών συχνοτήτων σε εκείνους που ήδη είχαν τηλεοπτικές συχνότητες (με προσωρινές άδειες άγνωστης διάρκειας !). Με την απόφαση αυτή, όσοι σταθμοί εκπέμπουν μπορούν -και το έχουν κάνει ήδη- να συνάψουν συμβάσεις με τον πάροχο δικτύου ψηφιακής τηλεόρασης.

Τι θα προέβλεπε η κοινή λογική που εφαρμόζεται σε άλλες χώρες; Το αυτονόητο. Οι ενδιαφερόμενοι να πήγαιναν στο Εθνικό Συμβούλιο Ραδιοτηλεόρασης και μέσα από ένα πλαίσιο προϋποθέσεων να διεκδικούσαν ακόμα και με διαγωνισμό ψηφιακές συχνότητες. Αυτό φυσικά δεν συνέβη. Οι καναλάρχες που με ένα απολύτως αμφισβητούμενο καθεστώς επέβαλαν την παρουσία τους στη χώρα από το 1989-1990 έως σήμερα, εξακολουθούν να παίζουν κυρίαρχο ρόλο, να επηρεάζουν συνειδήσεις και να κατευθύνουν πολιτικές.

Το συγκεκριμένο παράδειγμα δεν αφορά μόνο μια επιλεκτική μεταχείριση της κυβέρνησης προς μια συγκεκριμένη ομάδα συμφερόντων. Πρόκειται για ένα ιδιαίτερο θέμα που αφορά την ίδια την ποιότητα της Δημοκρατίας. Τα μέσα ενημέρωσης στη σημερινή εποχή, σε μεγάλο βαθμό, έχουν υποκαταστήσει εκλεγμένες πολιτικές εξουσίες ή τις κατευθύνουν σε δικές τους επιλογές. Και η συγκεκριμένη κυβερνητική επιλογή δείχνει πως οι κρίκοι της αλυσίδας διαπλοκής μεταξύ πολιτικής-επιχειρηματικής και μιντιακής εξουσίας παραμένουν ακλόνητοι. Και αυτό αποτελεί ένα μόνο παράδειγμα για το ότι δεν αλλάξαν πολλά πράγματα σ’ αυτή τη χώρα και ότι η ελίτ στο μεγάλο μέρος της εξακολουθεί να μη νιώθει κανέναν πόνο.

Συμπερασματικά, οι πιθανότητες επανάληψης φαινομένων που έπαιξαν καθοριστικό ρόλο στη διαμόρφωση της σημερινής κρίσης είναι πάρα πολλές. Και μάλλον δεν αρκούν μερικές δικαστικές διώξεις, όσο ηχηρές και αν είναι, για να πείσουν ότι στη χώρα γράφεται μια καινούργια σελίδα. Φοβάμαι ότι εξακολουθούμε να ζούμε στον παλιό κόσμο, εκείνον που μας οδήγησε ώς εδώ…