Ο Νίκος Διακουλάκης γεννήθηκε στα Χανιά (1951), είναι παντρεμένος με τη Δανάη Χατζηιωσήφ και έχουν δύο γιους. Τέλειωσε τη μέση εκπαίδευση στα Χανιά και τη Σχολή Χημικών Μηχανικών στο Ε.Μ. Πολυτεχνείου. Εργάστηκε σε βιομηχανικές και τεχνικές εταιρίες. Μελετητής περιβαλλοντικών και αναπτυξιακών έργων και σύμβουλος σχεδιασμού και αξιολόγησης ευρωπαϊκών προγραμμάτων συνεργάστηκε με υπηρεσίες της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, υπουργεία, οργανισμούς δημοσίου/αυτοδιοίκησης και ιδιωτικές επιχειρήσεις. Πρόεδρος/Διευθύνων Σύμβουλος και συνιδρυτής της SPEED Σύμβουλοι Ανάπτυξης ΑΕ και Ειδικός Γραμματέας Ανταγωνιστικότητας στο Υπουργείο Ανάπτυξης (2000-2004), Πρόεδρος του Πανελλήνιου Συλλόγου Χημικών Μηχανικών, μέλος της Αντιπροσωπείας του ΤΕΕ και Πρόεδρος του Συλλόγου Εργαζομένων της ΜΕΤΕΚ ΑΕ. Μετείχε στο αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα και διώχτηκε από τη χούντα. Στέλεχος της Ανανεωτικής Αριστεράς (Ρήγας Φεραίος, ΚΚΕεσ., ΣΥΝ) και την περίοδο Κώστα Σημίτη ενεργοποιήθηκε στο ΠΑΣΟΚ. Τα τελευταία χρόνια συμμετείχε ενεργά σε πολιτικές πρωτοβουλίες, διαδικασίες και όργανα πολιτικών σχημάτων με στόχο την ανανέωση και ανασυγκρότηση της σοσιαλδημοκρατικής κεντροαριστεράς.
Ποιο ήταν το κίνητρο για τη συμμετοχή σας σε αυτό το βιβλίο; Γιατί ένα τέτοιο βιβλίο τώρα;
Η πρόταση του Σπύρου Καβουνίδη βρήκε αμέσως γόνιμο έδαφος. Η πανδημία είχε ήδη προκαλέσει ένα γενικότερο σοκ και μια τάση για προβληματισμό. Οι περιορισμοί της καραντίνας ευνοούσαν την εσωστρέφεια και άφηναν περιθώρια χρόνου για άλλες δραστηριότητες σε προσωπικό επίπεδο.
Η ιδέα για καταγραφή και αποτίμηση μιας μεγάλης περιόδου από τη δικτατορία μέχρι σήμερα ήταν πολλαπλά ελκυστική. Ήταν μια πρόκληση και μια ευκαιρία να ξαναθυμηθούμε τα γεγονότα που βιώσαμε μέσα από τη δίκη μας συμμετοχή. Να αναστοχαστούμε τις επιλογές μας και να σχολιάσουμε το πώς και το γιατί μέσα στις γενικότερες εξελίξεις.
Η ιδέα προϋπέθετε να το κάνει ο καθένας μόνος, με το δικό του τρόπο και στυλ, χωρίς προδιαγραφές, αρχικές ή ενδιάμεσες συζητήσεις και συνεννοήσεις. Ήταν επίσης ελκυστική ως ιδέα γιατί φιλοδοξούσε να συγκεντρώσει σε ένα βιβλίο τις παράλληλες αφηγήσεις και εκτιμήσεις πολλών, με διαφορετικές αφετηρίες και, σε μεγάλο βαθμό, χωριστές πορείες μέσα όμως στην ίδια χρονική περίοδο.
Η απάντηση στο ερώτημα «γιατί τώρα;» βρίσκεται ίσως στην καρδιά αυτής της ιδέας. Η χώρα βρίσκεται στην αρχή μιας νέας περιόδου στο αέναο κύκλο «καταστροφές και θρίαμβοι» των 200 χρόνων της ζωής της. Μετά από μια περίοδο καταστροφικής οικονομικής κρίσης και πανδημίας, το στοίχημα είναι το πώς θα μπει σε μια θετική πορεία ανάκαμψης. Με ποιες προϋποθέσεις θα ξεπεράσει τις γνωστές αδυναμίες της, ως κράτος και ως κοινωνία, για να δώσει διεξόδους και προοπτική στις νεότερες γενιές.
Η νέα αφετηρία δεν θα έχει βάλει γερές βάσεις αν δεν περιλαμβάνει τον αναστοχασμό στα όσα προηγήθηκαν. Αν δεν έχει λύσει προβλήματα που δημιούργησαν οι λαϊκίστικες λογικές και οι στρεβλώσεις μικροκομματικής σκοπιμότητας και του «μαύρο-άσπρο». Αν δεν ενισχύσει το μέτωπο κατά της δήθεν επαναστατικής βίας. Αν δεν τελειώσουμε με τις μηδενιστικές αντιλήψεις για τη μεταπολίτευση ως συνολικό «κακό» και τις ισοπεδωτικές απόψεις του «όλοι ίδιοι είναι».
Αν το δικό μας βιβλίο συμβάλει στον προβληματισμό και στο διάλογο, η ικανοποίηση θα είναι πολύ μεγαλύτερη από την προσωπική.
Θεωρείτε ότι το αντιδικτατορικό φοιτητικό κίνημα ήταν προϊόν της αυθόρμητης αντίδρασης των φοιτητών στη χούντα ή της έντονης πολιτικοποίησής τους στις συνθήκες της δικτατορίας;
Στην περίοδο μετά το 1971-72, αυτό που βασικά προκάλεσε τη μαζικοποίηση του αντιδικτατορικού φοιτητικού κινήματος ήταν πράγματι μια αυθόρμητη γενικευμένη αντίδραση. Ο καμβάς της πολιτικοποίησης των περισσότερων είχε ήδη πλεχτεί σταδιακά, με τα ερεθίσματα από τα διαβάσματα πολιτικών βιβλίων και περιοδικών, τις συνευρέσεις σε σινεμά, ταβέρνες και σπίτια και τις συζητήσεις με τα ψήγματα ενημέρωσης που είχαμε.
Ήταν όμως μια αρχικά ανοργάνωτη αντίδραση. Η ίδρυση των εθνικοτοπικών συλλόγων, αρχές 1972, από φοιτητές με κοινή καταγωγή ήταν η πρώτη ανοικτή και «νομιμοποιημένη» οργανωτική μορφή. Οι σύλλογοι μετατράπηκαν γρήγορα σε στέκια πολιτικών συζητήσεων και εκδηλώσεων με αποκορύφωμα τη συναυλία Μαρκόπουλου-Ξυλούρη και τη μαζική διαδήλωση/πορεία στην Πατησίων μετά τη συναυλία, με συνθήματα κατά της χούντας. Οι φοιτητικές εκλογές το Νοέμβριο του 1972 μετά από προσφυγές μας στο Πρωτοδικείο ήταν το επόμενο βήμα, παρότι κερδίσαμε μόνο δυο Διοικητικά Συμβούλια σε όλη την Ελλάδα, μέσα σε ένα κλίμα βίας και νοθείας.
Στο μεταξύ είχαν ενισχύσει τη δύναμη και την παρουσία τους παλιές και νέες πολιτικές οργανώσεις και δημιουργήθηκαν οι φοιτητικές επιτροπές αγώνα στις πανεπιστημιακές σχολές, όπου συνευρέθηκαν οι πολιτικά ενταγμένοι και οι ανένταχτοι σε ένα κοινό μέτωπο κατά της χούντας.
Αισθάνεστε ότι η περίοδος της μεταπολίτευσης δικαίωσε τις προσδοκίες σας;
Η γενιά μας, η γενιά του Πολυτεχνείου είδε πολλούς από τους στόχους του συνθήματος «ψωμί, παιδεία, ελευθερία» να πραγματώνονται. H μεταπολίτευση ήταν μια περίοδος, η μεγαλύτερη σε διάρκεια στην ιστορία της χώρας, με ελευθερία, δημοκρατία και ειρήνη, με άνοδο του βιοτικού επιπέδου, της ευημερίας και της μόρφωσης σε ευρύτερα στρώματα, με νέους θεσμούς και υποδομές και με την Ελλάδα μέλος της ΕΕ και της ΟΝΕ.
Ήταν όμως και μια περίοδος με πισωγυρίσματα. Και πορευόμαστε σήμερα με όλα αυτά μαζί. Άλλωστε, όπως είχε πει ο Τσώρτσιλ, «ούτε η επιτυχία είναι οριστική, ούτε η αποτυχία μοιραία». Και αυτό ισχύει ακόμη και για την εδραίωση της δημοκρατίας, αναλογιζόμενοι τους κινδύνους με αυτά που συμβαίνουν σε όλο τον κόσμο.
Ισχύει και για τους υπόλοιπους πολιτικούς στόχους και τα οράματα μας, καθώς διαπιστώνουμε την αδυναμία της χώρας να αποκτήσει ένα σύγχρονο, λειτουργικό και φιλικό προς τον πολίτη κράτος και ένα πολιτικό σύστημα με δημοκρατικά κόμματα αρχών χωρίς τις γνωστές παθογένειες και τους λαϊκισμούς. Η υστέρηση σε κρίσιμους, ορατούς από τους πολίτες, στόχους επιβάλλουν ευρύτερες διαρθρωτικές αλλαγές και μεταρρυθμίσεις.