Νικητές και ηττημένοι

Ερρίκος Μπαρτζινόπουλος 26 Μαϊ 2014

Ο ΣΥΡΙΖΑ κέρδισε. Αλλά κέρδισε μόνο τις εντυπώσεις. Η ανατροπή δεν ήρθε. Οταν η δύναμη της αξιωματικής αντιπολίτευσης παραμένει στο επίπεδο που ήταν (ή και μειώνεται ελαφρώς) σε σχέση με τον Ιούλιο του 2012, είναι προφανές ότι δεν διαμορφώνονται προϋποθέσεις κυβερνητικής ανατροπής. Οχι γιατί η διαφορά των 3 ή 4 μονάδων είναι ασήμαντη ή αμελητέα, αλλά γιατί ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έδειξε να διαθέτει τη δυναμική που χρειάζεται για να διεκδικήσει αξιόπιστα την εξουσία, όταν μάλιστα δεν διαθέτει και τις συμμαχικές δυνάμεις που θα του επέτρεπαν να τα καταφέρει.

Και η ΝΔ έχασε. Σίγουρα όχι την εξουσία, αλλά όταν υποχωρεί τόσο σημαντικά έναντι του ποσοστού της του Ιουνίου του 2012 δεν δικαιούται να αποδίδει το γεγονός μόνο στη χαλαρότητα της ψήφου των ευρωεκλογών. Το εκλογικό σώμα τιμώρησε και κάποια πράγματα. Οπωσδήποτε το ότι η διαχείριση της εξουσίας δεν έχει αποδώσει ακόμη όσα χρειάζεται και αξιώνει ο πολίτης. Αλλά ταυτόχρονα και το ότι έχει καταστεί προφανές πως η Κεντροδεξιά πολιτεύεται και με τη φιλοδοξία της αναβίωσης του κομματικού παρελθόντος της.

Ουσιαστικός νικητής τελικά ήταν η Χρυσή Αυγή. Και το φαινόμενο της ανόδου της είναι πανελλαδικό. Άρα ο προβληματισμός είναι επιβεβλημένος. Οταν με δεδομένες τις εξελίξεις του τελευταίου χρόνου και τις αποκαλύψεις που έχουν έρθει στο φως για τη δράση της εγκληματικής συμμορίας του Μιχαλολιάκου, η Χρυσή Αυγή αυξάνει τη δύναμή της σε σχέση με το 2012, τότε οι όποιες δικαιολογίες δεν απαντούν στο φαινόμενο που σκιάζει την πολιτική μας ζωή. Και το πρόβλημα είναι αν και κατά πόσο θα υπάρξουν αντιδράσεις και τι αντιδράσεις.

Και έως έναν βαθμό είναι θετικό το αποτέλεσμα και για την Ελιά. Για δύο λόγους: Πρώτον, γιατί διασφαλίζει κοινοβουλευτικά τη βιωσιμότητα της κυβέρνησης και, δεύτερον, γιατί ανοίγει με καλύτερες προοπτικές τη δυνατότητα συγκλίσεων και διεργασιών στον χώρο της Κεντροαριστεράς. Κι εδώ είναι που θα κριθεί αν και κατά πόσο οι προσωπικότητες που κινούνται στον χώρο θα επιδείξουν την επιβαλλόμενη υπευθυνότητα ή θα συνεχίσουν να κινούνται με κίνητρα προσωπικής υστεροβουλίας. Διότι η αναγέννηση της Κεντροαριστεράς είναι περισσότερο από κάθε άλλη φορά εθνική ανάγκη.