Η περιπέτεια της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης που άρχισε με την αυθαίρετη και αντιδημοκρατική απόφαση του πρωθυπουργού να κλείσει την ΕΡΤ, πριν από ένα χρόνο, δεν έχει τελειώσει και αποδεικνύει πως είναι εύκολο να γκρεμίσεις, αλλά εξαιρετικά δύσκολο να ξαναχτίσεις κάτι καλύτερο, ιδιαίτερα όταν δεν αλλάζουν οι παλαιές νοοτροπίες. Η επιλογή των ανθρώπων για τη δημιουργία του νέου δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, γέννησε πολλές ελπίδες ότι επιτέλους θα δούμε στη χώρα μας έναν σύγχρονο, ευρωπαϊκών προδιαγραφών φορέα παραγωγής ενημέρωσης και πολιτισμού.
Τι συμβαίνει όμως, ένα χρόνο μετά;
Τίποτε δεν άλλαξε σε αυτή τη χώρα. Και όσοι, ελπίζουν ότι η κρίση ανέτρεψε το παλαιό κατεστημένο και τις παλαιές νοοτροπίες, διαπιστώνουν πως είναι βαθειά νυχτωμένοι.
Όσοι, διαβάσαμε το εξαίρετο βιβλίο του Π. Τσίμα «Ο φερετζές και το πηλήκιο», διαπιστώσαμε πως η περιπέτεια της ελληνικής δημόσιας τηλεόρασης που ξεκίνησε πολύ παλιά, πληρώνει ακόμη το αμάρτημα της γέννησης της στη δικτατορία, η οποία κληροδότησε την νοοτροπία του ασφυκτικού ελέγχου της όχι μόνον στα κόμματα που κυβέρνησαν την μεταδικτατορική περίοδο, αλλά σε όλο το πολιτικό κατεστημένο.
Όλη αυτή την περίοδο, κάθε προσπάθεια δημιουργίας δημόσιας τηλεόρασης συμβατής με το ευρωπαϊκό μοντέλο δημόσιας κοινωνικής υπηρεσίας συνετρίβετο, από τις κομματικές νοοτροπίες του απόλυτου ελέγχου.
Από το 1974, αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας, σημαντικές προσωπικότητες που ανέλαβαν να εκδημοκρατίσουν και εκσυγχρονίσουν την ελληνική ραδιοτηλεόραση, αναγκάστηκαν να παραιτηθούν πριν ακόμη συμπληρώσουν μερικούς μήνες. Μερικά χαρακτηριστικά ονόματα: Δημήτρης Χόρν, Παύλος Μπακογιάννης, Ι.Μ Παναγιωτόπουλος, Άγγελος Βλάχος, Αλέξης Σολωμός, Μάνος Χατζιδάκης, Ροβήρος Μανθούλης κ.α.
Κλήθηκαν ξένοι, όπως ο βρετανός Χιου Γκρήν και έφυγαν απογοητευμένοι, καθώς οποιαδήποτε προσπάθεια αποδέσμευσης από τον κρατικό έλεγχο, προσέκρουε στο κομματικό τείχος.
Τα πράγματα βελτιώθηκαν ελάχιστα στην περίοδο διακυβέρνησης του ΠΑΣΟΚ την δεκαετία του ΄80, με προσπάθειες αρχικά του πρώτου Γενικού Διευθυντή Γ. Ρωμαίου. Μια εξαιρετικά αξιοσημείωτη προσπάθεια έγινε το 1985, με τον τότε πρύτανη του Παντείου Γ. Κοντογιώργη, τον δικηγόρο Χρ. Αργυρόπουλο και τον δημοσιογράφο Νικ. Αντωνόπουλο, όταν κυβερνητικός εκπρόσωπος είχε αναλάβει υφυπουργός Τύπου ο Κ. Λαλιώτης. Όλες αυτές οι προσπάθειες προσέκρουσαν στις δυνάμεις εκείνες που έμειναν προσκολλημένες στην πρακτική της χειραγώγησης των κρατικών μέσων. Η μόνη περίοδος που έγιναν σοβαρά ανοίγματα στη λειτουργία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ήταν η περίοδος Σημίτη, κατά την οποία η ΕΡΤ έκανε σημαντικά βήματα, κυρίως επί προεδρίας Α. Στάγκου, τόσο στην απελευθέρωσή της από τον κομματικό εναγκαλισμό, όσο και στον ανταγωνισμό της με τα ιδιωτικά ΜΜΕ.
Όσοι παρακολουθούν την πορεία από το κλείσιμο της ΕΡΤ από τις 11 Ιουνίου 2013 έως σήμερα, διαπιστώνουν ότι η ιστορία συνεχίζεται με τον ίδιο τρόπο, σαν να μην άλλαξε τίποτε.
Ούτε όταν έκλεισε η ΕΡΤ υπήρχε, ούτε αργότερα διαμορφώθηκε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο για τη δομή και το περιεχόμενο του νέου φορέα. Πόσα τηλεοπτικά και πόσα ραδιοφωνικά κανάλια θα έχει η ΝΕΡΙΤ και τι θα παράγουν; Με ποια κριτήρια θα επιλεγούν οι άνθρωποι που θα στελεχώσουν τον νέο φορέα; Θα ληφθεί υπόψη η εξειδικευμένη εμπειρία των ανθρώπων που θα προσληφθούν;
Και ενώ όλα τα παραπάνω είναι ασαφή, προκηρύχθηκαν θέσεις για πρόσληψη προσωπικού που δεν είναι βέβαιο ότι θα καλύπτει τις ανάγκες για τις οποίες εκλήθη. Η αρχική προκήρυξη έδινε την εντύπωση ότι θα στελεχωθεί ένα πανεπιστημιακό τμήμα και όχι ένας σύγχρονος ραδιοτηλεοπτικός φορέας.
Δόθηκε επίσης προτεραιότητα στη στελέχωση της τηλεόρασης, χωρίς να λαμβάνεται υπόψη το ραδιόφωνο και τα πολυμέσα, τα οποία αντιμετωπίζονται ως φτωχοί συγγενείς και οι ανάγκες τους καλύπτονται αποσπασματικά και χωρίς σχέδιο. Είναι χαρακτηριστικό ότι άλλαξαν και αλλάζουν συνεχώς οι αρχικοί όροι της προκήρυξης των θέσεων, κυρίως των δημοσιογράφων, γεγονός που προκαλεί σωρεία ενστάσεων, πλήττοντας έτσι το κύρος του διαγωνισμού. Σε αυτό ας προστεθούν και οι καταγγελίες για «κομματικές λίστες», πιέσεις να μπουν από το παράθυρο «ημέτεροι».
Είναι αξιοσημείωτο το γεγονός πως αν και έχουν περάσει μήνες από την προκήρυξη των θέσεων δημοσιογράφων, ακόμη η διαδικασία δεν έχει ολοκληρωθεί.
Παράλληλα, προέκυψαν προβλήματα ασυνεννοησίας μεταξύ του Εποπτικού Συμβουλίου και του Διοικητικού Συμβουλίου της ΝΕΡΙΤ, τη στιγμή που μόνο η καλή συνεργασία των δύο θα μπορούσε να φέρει σε πέρας το δύσκολο εγχείρημα. Δυστυχώς, οι ευθύνες του Γ. Προκοπάκη στο θέμα αυτό είναι πολύ μεγάλες, καθώς όπως καταγγέλλεται από πολλές πλευρές, είχε έντονο πρόβλημα συνεργασίας με τους πάντες.
Ο ίδιος σε συνεντεύξεις του καταγγέλλει παρεμβάσεις στο έργο του, πιέσεις για προσλήψεις μέσω κομματικών λιστών, προώθηση παραγωγών σε «ημέτερους» και άλλα ευτράπελα. Προφανώς έχει δίκιο, καθώς η κληρονομιά της δικτατορίας για τον ασφυκτικό έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης από την εξουσία με οποιαδήποτε μορφή, καλά κρατεί.
Αυτοί που κατάργησαν την ΕΡΤ πριν ένα χρόνο, με καταγγελίες για καθεστώς αδιαφάνειας, κομματισμού και σκανδάλων, κάνουν ό,τι μπορούν για να δημιουργήσουν έναν παρόμοιο φορέα, με παρεμβάσεις, «παραθυράκια» και άλλα παλαιά «κόλπα» για τον έλεγχο του νέου φορέα. Και εκεί ακριβώς έγκειται το πρόβλημα.
Ακόμη δεν είδαμε τα δείγματα γραφής της νέας ηγεσίας που εγκαταστάθηκε στο μέγαρο της Αγ. Παρασκευής, αλλά έχουμε μάθει πια να κρατάμε μικρό καλάθι.
Ένα χρόνο μετά το κλείσιμο της ΕΡΤ, η δημιουργία ενός σύγχρονου, δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα, στηρίζεται σε αντιλήψεις που εν τέλει θα μας πάνε πιο πίσω και από αυτά που ίσχυαν στην ΕΡΤ, με μόνο αποτέλεσμα τις εκατοντάδες οικογένειες που οδηγήθηκαν στην ανεργία, την ανασφάλεια και την ανέχεια, αλλά και τον διεθνή διασυρμό της χώρας. Οι αρμόδιοι βρίσκονται χαμένοι στον λαβύρινθο της αλά γκρέκα «μεταρρύθμισης» και τίποτε δεν εγγυάται ότι η χώρα θα αποκτήσει έναν σύγχρονο και ανεξάρτητο από την κεντρική εξουσία, δημόσιο ραδιοτηλεοπτικό φορέα συμβατό με το ευρωπαϊκό μοντέλο τηλεόρασης, ως δημόσιας κοινωνικής υπηρεσίας.
To 1978, o Mάριος Πλωρίτης έγραφε στο Βήμα, μεταξύ άλλων. «Δεν θα έχουμε καλύτερη Δημοκρατία, αν θα έχουμε καλύτερη τηλεόραση. Θα έχουμε καλύτερη τηλεόραση μόνον αν έχουμε καλύτερη Δημοκρατία».
.
Μια μικρότερη εκδοχή αυτού του άρθρου, δημοσιεύτηκε στην εφημερίδα ΤΑ ΝΕΑ στις 11/06/2014με τον τίτλο «ΝΕΡΙΤ: μια χαμένη ευκαιρία»