Η συζήτηση η οποία είχε ως κατάληξη τη ψήφιση του νόμου για την επανασύσταση της ΕΡΤ επικεντρώθηκε, σχεδόν αποκλειστικά, στο “μαύρο” που είχε επιβάλει η κυβέρνηση Σαμαρά πριν δύο χρόνια.
Όταν, όμως, η συζήτηση γίνεται με όρους του χθες τότε και η νομοθέτηση γίνεται με όρους του χθες. Ακόμα χειρότερα γίνεται με όρους ρεβάνς και είναι πιθανό να επαληθευθεί η πρόβλεψη πως η ΕΡΤ κινδυνεύει να γίνει η “πλατεία Κλαυθμώνος” του 21ου αιώνα. Εν ολίγοις, να μετατραπεί στο πρώτο λάφυρο επί του οποίου θα επιπίπτει κάθε νεοεκλεγμένη κυβέρνηση για να το λεηλατεί, να το ξεθεμελιώνει κι όλα πάλι από την αρχή.
Το ενδιαφέρον, βέβαια, είναι πως παρότι η συζήτηση διεξήχθη με όρους του χθες, δεν έγινε καμμία απολογιστική συζήτηση για τα δύο χρόνια που πέρασαν και την παρουσία της Δ.Τ. και της ΝΕΡΙΤ. Λες και δεν υπήρξαν. Λες και αρκούσε η είσοδος στη «μηχανή του χρόνου» και η επιστροφή στην 10η Ιουνίου του 2013, παρότι ο νόμος για την επανασύσταση της ΕΡΤ ούτε από μηδενική βάση προέκυψε ούτε στο ν.1730/87 στηρίχθηκε αλλά βασίστηκε, τροποποιώντας τον, στο ν. 4173/13, δηλαδή, τον ιδρυτικό νόμο της ΝΕΡΙΤ.
Από την άποψη αυτή μια απολογιστική συζήτηση γι αυτά τα δυο χρόνια δεν αφορά μόνο όσους/ες ενεπλάκησαν στο εγχείρημα με οποιονδήποτε τρόπο αλλά έχει σημασία και για το μέλλον του δημόσιου ραδιοητηλεοπτικού φορέα.
Δεν έφταιξε το …κισμέτ
Οι προσπάθειες αυτής της περιόδου υπερκαθορίσθηκαν, βέβαια, από την απαράδεκτη, ολέθρια και εν τέλει ανόητη επιλογή για κλείσιμο της ΕΡΤ. Επιλογή ακραία αντιδημοκρατική και βαθύτατα αντιμεταρρυθμιστική, αφού στην ουσία υποδήλωνε πως οι νοσούντες θεσμοί της ελληνικής κοινωνίας δεν επιδέχονται μεταρρύθμισης αλλά μόνο λουκέτου.
Οι πολλές και ποικίλες αντιδράσεις στο «μαύρο», παρά την πολυετή απαξίωση της ΕΡΤ (με ευθύνη πολιτικών, κομματικών αλλά και συντεχνιακών παρεμβάσεων) κατέδειξαν από πολύ νωρίς το αδιέξοδο και ανόητο της επιλογής, ακόμα και στους ίδιους τους εμπνευστές της.
Όμως, παρά αυτό το «προπατορικό αμάρτημα», η εξέλιξη της ΝΕΡΙΤ δεν ήταν προσδιορισμένη από το ..κισμέτ. Αντίθετα, αποτέλεσε κι αυτή με τη σειρά της μια χαμένη ευκαιρία για την υπόθεση του δημόσιου ραδιοτηλεοπτικού φορέα.
Το κυριότερο που μας κάνει να μιλάμε για «χαμένη ευκαιρία» είναι πως το θεσμικό πλαίσιο που –εξ ανάγκης (βλ. πρ.)- εισήχθη (ν.4173), στηριζόταν στις επεξεργασίες της επιτροπής Αλιβιζάτου επί υπουργίας Μόσιαλου και ήταν το πιο προωθημένο που υπήρξε ποτέ στη χώρα μας όσον αφορά τη δημόσια ραδιοτηλεόραση. Αντίστοιχα προωθημένα –παρά τα όποια επιμέρους προβλήματα- ήταν όλα τα βασικά της κείμενα: Καταστατικό, Κανονισμός, Οργανόγραμμα, Στρατηγικό σχέδιο, Κώδικες δεοντολογίας κ.ο.κ.. Οι προκηρύξεις για τις προσλήψεις εκτός ΑΣΕΠ, παρά τα προβλήματα σε επίπεδο ζητούμενων προσόντων, ήταν, επίσης, προωθημένες και πρότυπες όσον αφορά τις διαδικασίες και τους όρους διασφάλισης της αξιοπιστίας τους. Το ίδιο ίσχυε και σε σχέση με τις προσκλήσεις ενδιαφέροντος για τις παραγωγές και τις διαδικασίας κρίσης και επιλογής του τηλεοπτικού προγράμματος, με απολύτως διαφανείς διαδικασίες και παρά τον ιδιαίτερα ασφυκτικό χρόνο. Πρωτοποριακές για τα ελληνικά δεδομένα ήταν και οι επεξεργασίες και προσπάθειες εισόδου της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης στην εποχή των «new media». Όλα τα προηγούμενα, βέβαια, δεν έπεσαν από τον ουρανό ούτε ήρθαν σαν δώρα από την κυβέρνηση. Είχαν «συγγραφείς με ονοματεπώνυμα».
Αν τα προηγούμενα είχαν ακολουθηθεί με συνέπεια, συνέχεια και πνεύμα διαρκούς βελτίωσης η ΝΕΡΙΤ θα είχε στηθεί με αξιόπιστο τρόπο και θα αποκτούσε προγραμματική επάρκεια και αποτελεσματικότητα. Σήμερα θα μιλούσαμε με εντελώς διαφορετικούς όρους και στην πρόσφατη νομοθέτηση θα ήταν πιο εύκολο να επικρατήσει η λογική της τομής μέσα στη συνέχεια και όχι της ρεβάνς (αν και ποτέ δεν μπορείς να είσαι σίγουρος).
Γιατί, λοιπόν, χάθηκε και αυτή η ευκαιρία; Ας δούμε συνοπτικά μερικές από τις αιτίες:
α. Οι 2000 που δεν …ήρθαν
Η δέσμευση της τελευταίας συνάντησης των πολιτικών αρχηγών, η οποία ανελήφθη μετά και τη σχετική απόφαση του Συμβουλίου της Επικρατείας, ήταν για παραμονή 2.000 εργαζομένων της ΕΡΤ, κατά το στάδιο του «μεταβατικού φορέα».
Η συγκεκριμένη δέσμευση αποδείκνυε αυτό που υποστηρίχθηκε προηγουμένως, πως, δηλαδή, ο κ. Σαμαράς αντελήφθη σχετικά νωρίς την ανοησία της επιλογής του «μαύρου». Με την υποχώρησή του αυτή κρατούσε μόνο «τύποις και ονόμασι» το κλείσιμο της ΕΡΤ και, κατ’ ουσίαν, υποχωρούσε κατά πολύ –έστω και μεταβατικά- στο θέμα των απολύσεων.
Η υλοποίηση αυτής της δέσμευσης δεν ήταν δύσκολη υπόθεση, καθώς αρκούσε η «καταμέτρηση» όσων συνταξιοδοτούνταν, με επικουρική προσθήκη κάποιων με τριπλή [ίσως ούτε καν διπλή] απασχόληση, ώστε το προσωπικό να «πέσει» από τους 2.650 στους 2.000.
Αν η δέσμευση είχε υλοποιηθεί θα ήταν πολύ εύκολο στο μεταβατικό διάστημα να λειτουργήσουν όλα τα «προϊόντα» της ΕΡΤ, ακόμα και εκείνα που είχαν τη μικρότερη αξία ή δεν χρειάζονταν. Ως εκ τούτου, εν όψει της δημιουργίας του νέου φορέα θα εφαρμοζόταν, κατ’ ουσίαν και ανεξαρτήτως τίτλων, η λογική της αναδιάρθρωσης της εταιρίας εν λειτουργία, με την οποία και ο ΣΥΡΙΖΑ δήλωνε πως συμφωνεί. Επιπλέον, με τη λειτουργία του μεταβατικού φορέα με 2.000 προσωπικό δε θα ήταν καθόλου εύκολο να γίνει αποδεκτό πως ο νέος φορέας θα απασχολούσε μόνο 618 άτομα, όπως (κακώς) αποφασίστηκε αργότερα για τη ΝΕΡΙΤ.
Η δέσμευση εκείνη, όμως, δεν υλοποιήθηκε επειδή:
– Είχε, ήδη, αποχωρήσει από την κυβέρνηση η ΔΗΜΑΡ, παρότι ο Φ. Κουβέλης στην προηγούμενη συνάντηση κορυφής των πολιτικών αρχηγών είχε συμφωνήσει με την παραμονή λιγότερων, δηλαδή, 1600, εργαζομένων. Ανατράπηκαν έτσι οι ενδοκυβερνητικοί συσχετισμοί και εξέλιπε ένας από τους παράγοντες που θα πίεζε και θα «επέβλεπε» την υλοποίηση της δέσμευσης.
– Η πρόταση εκείνη συνάντησε τη λυσσαλέα αντίδραση της ΠΟΣΠΕΡΤ και των συνδικαλιστών του ΣΥΡΙΖΑ, του αριστερισμού και του «ψεκασμού» σ’ επίπεδο δημοσιογράφων. Οι συνεχείς εκκλήσεις στις αλλεπάλληλες συνελεύσεις των δημοσιογράφων εκείνης της εποχής αντιμετωπίζονταν με τερατολογίες για όσα –δήθεν- θα συνέβαιναν» αν εκμεταλλευόμασταν την υποχώρηση.
– Με δεδομένα και με άλλοθι τα προηγούμενα, οι κυβερνητικοί χειρισμοί που ακολούθησαν, με ευθύνη πολλών, σε διαφορετικό βαθμό και για διαφορετικούς λόγους, αντί να επικεντρωθούν στην υλοποίηση της δέσμευσης, προχώρησαν σε ανοιχτές προκηρύξεις για το προσωπικό του μεταβατικού φορέα, πράγμα που περιέπλεξε και καθυστέρησε πολύ τις εξελίξεις ενώ είχε αρνητικές επιπτώσεις και για τη συνέχεια.
β. Οι «μοιραίοι άνθρωποι»
Η κατάσταση που επικράτησε μετά το «μαύρο» και καθόλο το μεταβατικό διάστημα ήταν χαοτική. Ταυτόχρονα ο κ. Σαμαράς βρέθηκε με την καυτή πατάτα που ο ίδιος είχε «ψήσει» στα χέρια και προσπαθούσε να την πετάξει σε όποιον μπορούσε. Έτσι εξηγούνται, άλλωστε, και οι υποχωρήσεις του είτε για τους 2000 είτε για το θεσμικό πλαίσιο του νέου φορέα ή η αδιαφορία για το Ραδιομέγαρο, την ΕΡΤ 3 και τους περιφερειακούς ραδιοσταθμούς.
Το χάος, λοιπόν, σ’ εκείνη τη φάση δεν μπορούσε να «τιθασευθεί» άνωθεν. Η τύχη του μεταβατικού φορέα και της ΝΕΡΙΤ, μέσα στο χάος και την απόσυρση, εξαρτιόταν, σχεδόν, αποκλειστικά από τους ανθρώπους που είχαν τη σχετική ευθύνη και από σους/ες βρίσκονταν μέσα στο φορέα–πρόβλημα. Εφόσον έτσι είχαν τα πράγματα, λοιπόν, για να υπερπηδηθούν οι άπειρες δυσκολίες και να υπάρξει θετική εξέλιξη, χρειάζονταν άνθρωποι με όραμα, σχέδιο, αποφασιστικότητα, ακεραιότητα, ανεξαρτησία, υγιή βολονταρισμό, αξιοκρατική λογική, πνεύμα δημόσιας αποστολής, και ικανότητα έμπνευσης και ομαδικής δουλειάς.
Δυστυχώς σ’ αυτό ακριβώς το σημείο που κρινόταν η τύχη του ατύχησε και ο μεταβατικός και ο νέος φορέας, καθώς σε «ισχυρό άνδρα» αναδείχθηκε ο κ. Β. Θωμόπουλος. Στην αρχή ως επικεφαλής των τηλεοπτικών ειδήσεων, στη συνέχεια της τηλεόρασης συνολικά και, τέλος, σε οιωνεί πρόεδρο της εταιρίας, με την αναβάθμισή του σε Γενικό Διευθυντή Περιεχομένου.
Ο Β. Θωμόπουλος, μη διαθέτοντας, σχεδόν, κανένα από τα προαναφερθέντα χαρακτηριστικά, κατόρθωσε να σύρει στην απαξίωση το σύνολο της ΝΕΡΙΤ, καθώς όλα επισκιάσθηκαν από την πολιτεία του στο τηλεοπτικό της σκέλος: ειδήσεις και ενημέρωση αδιάφορη και –ιδιαίτερα σε δεύτερη φάση- απροκάλυπτα φιλοκυβερνητική (αποκορύφωμα το κόψιμο της ομιλίας Τσίπρα στη Θεσσαλονίκη και η προεκλογική συνέντευξη Σαμαρά), αδυναμία ουσιαστικής ενασχόλησης με το πρόγραμμα αλλά παρ’ όλα αυτά ανάληψη και εμμονή στη σχετική ευθύνη, επιλογές προσώπων στη λογική «μικρομεσαίων» ιδιωτικών καναλιών, αντίδραση για οτιδήποτε προερχόταν ή θύμιζε την ΕΡΤ, μπλοκάρισμα των συνολικών λειτουργιών της εταιρίας και ιδιαίτερα όσων τομέων δεν ήλεγχε (π.χ. ραδιοφωνία), συγκεντρωτική και αυταρχική (προς τους υφισταμένους) λειτουργία κ.ο.κ.
Το κυριότερο ήταν πως αντιδρούσε ή υπονόμευε οτιδήποτε ξεπερνούσε τα δικά του ποιοτικά standards και πεπερασμένα όρια. Για παράδειγμα, στη ραδιοφωνία, έδωσε μάχη για να μη βγουν στον αέρα τα ραδιόφωνα, την οποία μπορεί να έχασε, αλλά κατάφερε να καθυστερήσει την ουσιαστική λειτουργία τους ενώ συνεχώς έβαζε τρικλοποδιές. Ή στο τηλεοπτικό πρόγραμμα, όπου μπορεί με βάση τον αρχικό προγραμματισμό με ευθύνη άλλων (Κ. Ευαγγελάκου και Τ. Σαμαντά) να υπήρξαν εξαιρετικές ξένες τηλεοπτικές σειρές (μερικές ήδη από την περίοδο του Κ. Σπυρόπουλου ως διευθυντή Τηλεόρασης) και ορισμένες ενδιαφέρουσες ελληνικές παραγωγές, οι οποίες όμως, τελικώς, δεν προωθήθηκαν και δεν προβλήθηκαν όπως θα έπρεπε, επειδή δεν ήταν δικές του επιλογές. Του αρκούσαν οι ασπρόμαυρες ελληνικές ταινίες τρίτης διαλογής (!), καθώς υποστήριζε πως έδιναν ισχυρό lead in στο τηλ. δελτίο των 6 μ.μ. που έγινε κεντρικό (!) αφού το παραδοσιακό δελτίο των 9 μ.μ. με την κατάργηση του….παραχωρήθηκε στους ανταγωνιστές.
Πάνω απ’ όλα βέβαια το πρόβλημα ήταν πως οτιδήποτε θετικό γινόταν στη ΝΕΡΙΤ, όπως στους δύο τομείς που προαναφέραμε, επισκιαζόταν από τα «φάλτσα» στην τηλεοπτική ενημέρωση για τα οποία είχε την αποκλειστική ευθύνη.
Το άλλο μοιραίο πρόσωπο για τη ΝΕΡΙΤ ήταν ο Γ. Προκοπάκης, ο οποίος, ενώ ξεκίνησε ελπιδοφόρα, έκανε στροφή 180 μοιρών και στο δεύτερο μισό της θητείας του ως Διευθύνοντος Συμβούλου «σφιχταγγαλιάστηκε» με τον Β. Θωμόπουλο, αποστασιοποιήθηκε και επιτέθηκε στα άλλα δύο εκτελεστικά μέλη του Δ.Σ., την Κ. Ευαγγελάκου και το Θ. Καρούνο, με τα οποία έως τότε λειτουργούσε σαν «τρόϊκα». Έτσι ανέδειξε Γενικό Διευθυντή το Β. Θωμόπουλο με φωτογραφική προκήρυξη, πράγμα που αποτέλεσε την έναρξη της παράκαμψης των αυστηρών όρων που είχαν τεθεί για η στελέχωση της εταιρίας. Στη συνέχεια –σε συνεργασία με το Β. Θωμόπουλο- δυναμίτισε τις διαδικασίες των εκτός ΑΣΕΠ προσλήψεων, φαλκιδεύοντας τις πρόνοιες και τις ρήτρες των σχετικών προκηρύξεων. Μπορεί οι περισσότερες εκτός ΑΣΕΠ προσλήψεις να έγιναν μετά την αποπομπή Προκοπάκη από την προεδρία της ΝΕΡΙΤ και να υπάρχουν ευθύνες και μετέπειτα[1], όμως, οι βάσεις για τη φαλκίδευση των διαδικασιών ετέθησαν επί των δικών του ημερών. Και το κόστος στην αξιοπιστία του νέου φορέα ήταν, προφανώς, μεγάλο.
γ. η «σαμαρική» επανάκαμψη
Η χαοτική κατάσταση την οποία προαναφέραμε και η αρχική αποφυγή άμεσης εμπλοκής στα δρώμενα στη ΝΕΡΙΤ από το πρωθυπουργικό επιτελείο, δεν έμελλε να διαρκέσει για πολύ. Το κρίσιμο σημείο ήταν οι ευρωεκλογές του Μαϊου του 2014. Είχε προηγηθεί η αποχώρηση από το ρόλο του εποπτεύοντος υπουργού του Π. Καψή, η αποπομπή Προκοπάκη και η αντικατάσταση από τον Α. Μακρυδημήτρη, καθώς και η παραίτηση της Κ. Ευαγγελάκου.
Μετά τις ευρωεκλογές, στο πλαίσιο της ευρύτερης λαϊκιστικής στροφής του κ. Σαμαρά, από τη μια ανέλαβε την αρμοδιότητα εποπτείας της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης η Σ. Βούλτεψη κι από την άλλη, ενόψει των επικείμενων πολιτικών εξελίξεων, φαίνεται πως αποφασίσθηκε να ενισχυθεί η «παρεμβατικότητα» και ο έλεγχος της ΝΕΡΙΤ.
Το πρώτο χτύπημα ήρθε με την τροπολογία του Αυγούστου με την οποία άλλαξε ο τρόπος επιλογής του Εποπτικού Συμβουλίου της, το οποίο σύμφωνα με τον ιδρυτικό της νόμο της ΝΕΡΙΤ ήταν ο θεσμός και η δικλείδα ασφαλείας για την ανεξαρτησία της. Με το πρόσχημα του περίπλοκου της σχετικής διαδικασίας, προκρίθηκε η επιλογή του Εποπτικού Συμβουλίου με απλή πλειοψηφία της Διάσκεψης των Προέδρων της Βουλής.
Η τροπολογία αντιμετώπισε σφοδρή κριτική από την EBU ενώ καταδικάσθηκε από φορείς, αναλυτές κ.ά. και σε πολιτικό επίπεδο από μεμονωμένα στελέχη του ΠΑΣΟΚ, το Ποτάμι αλλά και τον [αντιπολιτευτικό] ΣΥΡΙΖΑ.[2] Η κριτική, βέβαια, δεν εμπόδισε την υπερψήφισή της. Αυτό ήταν και η επίσημη έναρξη του «ξηλώματος του πουλόβερ» της ΝΕΡΙΤ.
Το επόμενο χτύπημα δεν άργησε. Ο Β. Θωμόπουλος, με βάση τη σχέση του με παλαιοκομματικά πελατειακά δίκτυα απέκτησε «αρμοδιότητα επικοινωνίας» με τη νέα αρμόδια υπουργό κ. Βούλτεψη. Είναι αυτή η επικοινωνία που οδήγησε την κ. Βούλτεψη να διατυπώσει την «ιστορική φράση», «προτιμώ να μιλώ με τη γάτα του Θωμόπουλου παρά με τη διοίκηση της ΝΕΡΙΤ» (!) Η …επικοινωνία αυτή οδήγησε στο κόψιμο της ομιλίας Τσίπρα στη Διεθνή Έκθεση Θεσσαλονίκης, πράγμα που ξεσήκωσε θύελλα αντιδράσεων και συνεισέφερε στη ….μυθοποίηση του προγράμματος της Θεσσαλονίκης. Η απροκάλυπτα λογοκριτική επιλογή είχε ως αποτέλεσμα την παραίτηση του προέδρου του ΔΣ της ΝΕΡΙΤ Α. Μακρυδημήτρη και του αναπληρωτή του Ρ. Μορώνη, με καταγγελίες για πολιτική παρέμβαση και το ρόλο Βούλτεψη και. Θωμόπουλου. Προφανώς η εκ νέου απαξίωση της Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης «χτύπησε κόκκινο».
Μετά κι απ’ αυτό το επεισόδιο ήταν προφανές πως δεν υπήρχε, πλέον, δρόμος επιστροφής. Το νέο κρούσμα με τη γελοία συνέντευξη Σαμαρά κατά τη διάρκεια της προεκλογικής περιόδου ήρθε απλώς να επιβεβαιώσει το πλειοψηφικό συμπέρασμα της κοινής γνώμης για την ασφυκτικά ελεγχόμενη τηλεοπτική ενημέρωση της ΝΕΡΙΤ.
Συμπέρασμα που απέκτησε κωμικοτραγικές διαστάσεις τη μετεκλογική περίοδο, όταν στο πλαίσιο ενός γνήσιου και απροκάλυπτου χαμαιλεοντισμού η τηλεπτική ενημέρωση της ΝΕΡΙΤ έγινε πιο συριζική κι απ’ αυτή της ert open, πριν καν υπάρξει οποιαδήποτε διοικητική ή διευθυντική αλλαγή.
Όσα συνέβησαν αυτή την περίοδο επιβεβαιώνουν απόλυτα αυτό που προαναφέραμε, πως, δηλαδή, οτιδήποτε θετικό και να γινόταν στη ΝΕΡΙΤ (π.χ. τμήμα του τηλεοπτικού προγράμματος, ραδιοφωνία κ.ά) επισκιαζόταν από τα «φάλτσα» στην τηλεοπτική ενημέρωση.
Όμως, η μόνη περίπτωση να είχε τύχη η ΝΕΡΙΤ θα ήταν αν επιδείκνυε πνεύμα ανεξαρτησίας. Αυτό θα ήταν μια τομή στην πολύπαθη ιστορία της Ελληνικής Δημόσιας Ραδιοτηλεόρασης που χαρακτηρίζεται σε όλη της την πορεία από ασφυκτικό «ομφάλιο λώρο» με την εκάστοτε κυβέρνηση, δέσμια, ίσως, των συνθηκών γέννησης: της μεν ραδιοφωνίας εν μέσω της δικτατορίας Μεταξά, της, δε, τηλεόρασης μεσούσης της επτάχρονης δικτατορίας. Από τη στιγμή που αυτό, τελικά, δεν έγινε για τους λόγους που προαναφέραμε, το στοίχημα χάθηκε.
******
Τα όσα επισημαίνονται σ’ αυτό το κείμενο δεν αφορούν, προφανώς, μόνο το παρελθόν. Θάπρεπε να αποτελούν και διδάγματα για την επόμενη μέρα.
Δυστυχώς, βέβαια, η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ δεν έλαβε υπόψη της ούτε τα δεδομένα της ιστορικής διαδρομής της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης ούτε αυτά από την πρόσφατη διετία, ώστε να νομοθετήσει νηφάλια και όχι συγκυριακά. Έτσι ο νέος νόμος διαμορφώνει ένα φορέα απολύτως εξαρτημένο από την εκάστοτε κυβέρνηση, που, επιπλέον, δεν έχει κανένα εχέγγυο βιωσιμότητας όσον αφορά τα οικονομικά και το προσωπικό του. Αποκαθιστά το brand name ΕΡΤ και κάποιες από τις αδικίες του Ιουνίου του 13 αλλά επιστρέφει σε αδιέξοδα και παθογένειες του παρελθόντος.
Όμως, τα μαθήματα της προηγούμενης διετίας θα παρακολουθούν και τις προσπάθειες της επόμενης μέρας.
Θα αναζητούνται πάντα θεσμοί που θα κατοχυρώνουν στο μέγιστο βαθμό την ανεξαρτησία της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης από την κυβέρνηση, τα κόμματα, τα ιδιωτικά και τα συντεχνιακά συμφέροντα.
Και θ’ αναζητούνται πάντα άνθρωποι με όραμα, αποφασιστικότητα, ακεραιότητα, αξιοκρατική λογική, πνεύμα δημόσιας αποστολής, και ικανότητα έμπνευσης και ομαδικής δουλειάς, οι οποίοι θα λειτουργήσουν αξιόπιστα αυτούς τους θεσμούς.
Κάνουν μέγιστο λάθος όσοι/ες πιστεύουν πως η κοινωνία αναζητούσε απλή αλλαγή χρώματος στην εξάρτηση της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης και απλή αλλαγή φρουράς στα πρόσωπα που τη διαφεντεύουν.
Και σύντομα θα το διαπιστώσουν.
[1] Υπήρξαν, βέβαια, προσπάθειες διορθώσεων σ’ αυτή τη δεύτερη φάση, κυρίως, όμως, λόγω των εσωτερικών αντιδράσεων, αφού η ΕΣΗΕΑ δεν παρενέβη σε καμμία φάση των διαδικασιών, δέσμια του «επαναστατικού της δόγματος» (!!).
[2] Το περιεχόμενο της κριτικής ήταν πως μ’ αυτό τον τρόπο προωθείται ο κυβερνητικός έλεγχος του Εποπτικού Συμβουλίου. Κι έχει, βέβαια, ενδιαφέρον η σχέση της κυβερνητικής πράξης του ΣΥΡΙΖΑ, μ’ αυτά που έλεγε επί του θέματος ως αντιπολίτευση λίγους μήνες πριν.