Η
αλήθεια είναι ότι οι αρμοί που εξασφαλίζουν την αρμονία της Αστικής Δημοκρατίας
μας άντεξαν στην άγρια επίθεση που δέχτηκαν από τα εκτός δημοκρατικού τόξου
κόμματα, ΣΥΡΙΖΑ, ΚΚΕ και ΧΡΥΣΗ ΑΥΓΗ από το 2010.
Άντεξαν
και στην σχεδιασμένη δολιοφθορά τους που επιχείρησε η ακροαριστερή κυβέρνηση
ΣΥΡΙΖΑ με την τυχοδιωκτική συμβολή των ακροδεξιών ΑΝΕΛ από τον Ιανουάριο του
2015.
Αυτό δεν
σημαίνει ότι οι αρμοί αυτοί έμειναν αλώβητοι από την κρίση εμπιστοσύνης που
αυτή η δολιοφθορά προκάλεσε.
Τον
Ιούλιο του 2019 πάντως, η ελληνική κοινωνία έκανε «ταμείο» και αποφάσισε ότι το
μαγαζί πήγαινε για θεσμικό φούντο και χρειαζόταν επειγόντως αλλαγή διοίκησης,
ενώ είχε ήδη αντικαταστήσει περιφερειακά, τοπικά και ευρωπαϊκά στελέχη.
Αυτό
ήταν το νόημα των τεσσάρων διαδοχικών εκλογικών ηττών του Τσίπρα και του κόμματός
του.
Φάνηκε
ότι ειδικά στις βουλευτικές εκλογές επικράτησε σε αρκετά μεγάλο μέρος του
εκλογικού σώματος περισσότερο από ιδεολογικά κριτήρια και κομματικές
προτιμήσεις ένα βασικό πολιτικό ένστικτο:
Όσα
ζήσαμε για τεσσεράμισι χρόνια άφησαν πάνω μας την αίσθηση μιας απειλής, ενώ ανεξάρτητα
από τα εργαλεία που καθένας μας είχε στη διάθεσή του για να δώσει νόημα σ? αυτήν,
κοινή ήταν η αίσθηση ότι είχε να κάνει με τον τρόπο ζωής μας.
Ίσως
αυτό δείχνει η κατακόρυφη αύξηση της χρήσης του όρου κανονικότητα στην πολιτική
και επικοινωνιακή μας καθημερινότητα.
Ποια
κανονικότητα όμως νοιώσαμε να απειλείται;
Μήπως η
προ κρίσης κανονικότητα του διακομματικού δημοσιονομικού ξεχειλώματος;
Μήπως η
προ κρίσης κανονικότητα της συνδικαλιστικής εξαχρείωσης;
Μήπως η
προ κρίσης κανονικότητα της πελατειοκρατίας, της ανυπαρξίας αξιολόγησης και της
μέριμνας για λίγη δουλειά με καλά λεφτά, για όλα τα κιλά όλα τα λεφτά;
Καμία
σχέση!
Αν
εξαιρέσουμε την πρώτη που (αφού δεν είμασταν ικανοί μόνοι μας) ευτυχώς την σταμάτησαν
τα μνημόνια, οι άλλες δύο ποτέ δεν απειλήθηκαν. Η προχθεσινή παράνομη πολιτική
απεργία στα ΜΜΜ απέδειξε ότι οι δύο άλλες κανονικότητες του ΠΑΣΟΚικού
σοσιαλισμού με τα λεφτά των άλλων , συνεχίζουν με αμείωτο θράσος να μεριμνούν
για την προκλητικά ιδιοτελή κατανομή των βαρών για το ξεπέρασμα της οικονομικής
πλευράς της κρίσης.
Η απειλή
που νοιώσαμε ήταν κάτι βαθύτερο:
Η
διακυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ τροφοδότησε την ανησυχία μας ότι κινδύνεψε (δανείζομαι τον
επιτυχημένο όρο από ανάρτηση φίλου στο fb) η κοινή κοινωνία.
Ακόμα κι
αν, οι περισσότεροι, δεν είχαμε τα γνωστικά εφόδια να την περιγράψουμε με
ακαδημαϊκή ακρίβεια, αισθανθήκαμε την απειλή στην «αύρα» των δηλώσεων μίσους (ή
τους τελειώνουμε ή μας τελειώνουν), στην αίσθηση μιας κοινωνίας μετέωρης μεταξύ
ιδεοληψίας και ερασιτεχνισμού, στην κυβερνητική παραβίαση Συνταγματικών ορίων
ως σηματοδότηση μιας πορείας προς το άγνωστο.
Δεν μας
ενόχλησε τόσο ο λαϊκισμός της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ-από αυτόν είχαμε και χορτάσει
και εθιστεί μεταπολιτευτικά-όσο η τρέλα της καθημερινής διάψευσης δηλώσεων από
τις αντίθετές τους, ο καθημερινός όγκος του ψέματος ως απειλή της λογικής
συνέχειας, η αίσθηση ότι η καθημερινή επιθετικότητα του «εμείς ή αυτοί»,
κατέληξε με την σκευωρία NOVARTIS να απειλεί τις «χρωματιστές
περιοχές» με τις οποίες πάνω από 60 χρόνια, ζήσαμε, δουλέψαμε, στήσαμε σπίτια
και οικογένειες και ξεπεράσαμε όσο μπορέσαμε το «μαύρο-άσπρο» του εμφύλιου
1943-1949.
Αισθανθήκαμε
την απειλή μιας ρεβανσιστικής, χαοτικής Α-συνέχειας.
Το κόμμα
και η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έκφρασαν ακριβώς αυτόν τον ρεβανσισμό και ο Τσίπρας δεν
ήταν παρά μία από τις εκφράσεις του:
Ένας
βαθιά χαλασμένος νους που αφού, εξ απαλών πολιτικών ονύχων, διαπαιδαγωγήθηκε
στο βολεμένο life style μιας μετασταλινικής αριστεράς, καλουπωμένης στον
αμέριμνο ηδονισμό του ΠΑΣΟΚικού «λαέ πάρε νάχεις να ξοδεύεις», ξανανακάλυψε με
την κρίση την ανατροπή του καπιταλισμού, την προστασία των δικαιωμάτων και του
περιβάλλοντος, προτείνοντας ξεκάθαρα καθεστώτα Μαδούρο!
Τη
γνωστή λοιπόν φράση του Τσίπρα για τους αρμούς της εξουσίας ας μην την δούμε
τόσο ως «ανατριχιαστικό νεοσταλινισμό» αντιδρώντας με παβλοφικά αντανακλαστικά,
όσο ένδειξη ότι η δύναμη και η γοητεία των δημοκρατικών θεσμών μας τον έχουν
πια αναγκάσει να καταφεύγει σε κοτσάνες μεγαλείου, προκειμένου να εξασφαλίσει
την στήριξη του ισχυρού κομμουνιστογενούς εσωκομματικού ακροατηρίου.
Το
πρόβλημα ΣΥΡΙΖΑ είναι αλλού και δεν είναι ακριβώς πρόβλημα ΣΥΡΙΖΑ ούτε καν
μόνον ελληνικό.
Είναι το
πρόβλημα της κοινής αντιφιλελεύθερης ρητορικής αριστερών ριζοσπαστών και
ακροδεξιών «λευκών» εθνικιστών, ανεξάρτητα αν αυτή οχυρώνεται από τους πρώτους στον
μαρξιστικό-λενινιστικό αντικαπιταλισμό και από τους δεύτερους σε ρατσιστικού
τύπου φοβίες για το νέο τοπίο οικονομικών, πολιτικών και πνευματικών ελευθεριών
της Ανοικτής Κοινωνίας.
Είναι
εμβληματικά κοινός ο επιθετικός ιδεολογικός λουδιτισμός τους ενάντια στην
παγκοσμιοποιημένη συνύπαρξη και την ψηφιοποιημένη μεταφορά χρηματοοικονομικών
πόρων σε κάθε γωνιά του πλανήτη.
Πάνω σ?
αυτήν την πλατφόρμα συντελέστηκε η ιδεολογική σύγκλιση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ που κατέληξε
στην καταστροφική συγκυβέρνηση 2015-2019.
Αν όμως
η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ ήταν η πρώτη πράξη της made in Greece σύγκλισης ακροαριστερού ριζοσπαστισμού και ακροδεξιού
συντηρητισμού, η συνομωτική συνύπαρξη νεοσταλινικών
στόκων τύπου Τσίπρα και Πολάκη με παρακρατικούς αρμούς τύπου
Παπαγγελόπουλου και Τουλουπάκη είναι η επικίνδυνη συνέχειά της.
Αν
λοιπόν δούμε τη δήλωση Τσίπρα στην κεντρική πολιτική επιτροπή του ΣΥΡΙΖΑ μέσα
στο πλαίσιο της ανάλυσης που παρουσιάσαμε, θα είναι έγκαιρη και έγκυρη η δημοκρατική μας
απάντηση.
Και ίσως
ένα πρώτο, πρακτικά μικρό αλλά συμβολικά μεγάλο βήμα της, θα ήταν να έβγαιναν
επιτέλους οι κουκούλες από τους ψευδομάρτυρες για να πάψουν επιτέλους να
καταθλίβουν την καθημερινότητά μας.
Γιατί, αν
η διάρκεια μιας δυτικής κοινωνίας θεμελιώνεται στα χαμηλά επιτόκια, η
αισιοδοξία της κερδίζεται με πράξεις υψηλού δημοκρατικού συμβολισμού.