Ο δικομματισμός Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ κυριάρχησε στην πολιτική μας ζωή για περισσότερα από 20 χρόνια. Και ένας από τους λόγους που άντεξε τόσο, ήταν η δυνατότητα του ενός εταίρου του δικομματισμού να εισπράττει τις αρνητικές ψήφους του άλλου.
Πρωταγωνιστικό ρόλο σε αυτό το δικομματικό σύστημα έπαιξαν κάποιες πολυπληθείς επαγγελματικές ομάδες, είτε μετακινούμενες από την μια πλευρά στην άλλη (π.χ. αγρότες) είτε στηρίζοντας με δυναμισμό το κόμμα που φαινόταν να χάνει τη μάχη (π.χ. εργαζόμενοι στο δημόσιο τομέα, ελεύθεροι επαγγελματίες κ.λπ.) συγκρατώντας τα ποσοστά του ψηλά.
Από το 2012 έχουμε πλέον ένα νέο ζεύγος δικομματισμού, καθώς ο ΣΥΡΙΖΑ αντικατέστησε το ΠΑΣΟΚ, ως παρτενέρ της ΝΔ, κληρονομώντας σε ένα βαθμό τα προπύργια του στις συντεχνίες.
Έκτοτε, σε κάθε σημαντική πολιτική σύγκρουση επαναλαμβάνεται το ίδιο περίπου σενάριο στον πολιτικό ανταγωνισμό μεταξύ των δύο κομμάτων: Η Κυβέρνηση προαναγγέλλει τη μεταρρύθμιση ενός τομέα, καθώς και τα δεδομένα, που την καθιστούν επιτακτική. Οι εμπλεκόμενοι συλλογικοί φορείς εμφανίζονται έτοιμοι να πολεμήσουν μέχρις εσχάτων για τα κεκτημένα τους, ο ΣΥΡΙΖΑ και τα άλλα κόμματα της αντιπολίτευσης δηλώνουν ότι θα καταψηφίσουν στη Βουλή και θα ανατρέψουν τα πάντα, όταν βρεθούν στην Κυβέρνηση.
Εν συνεχεία, η Κυβέρνηση διαπραγματεύεται με την τρόικα, με την κοινοβουλευτική ομάδα του ΠΑΣΟΚ και με εμπλεκόμενους φορείς (συχνά και με ανήσυχους βουλευτές της ΝΔ) και τροποποιεί κάποια σημεία της μεταρρύθμισης, τα οποία βέβαια είχαν προηγουμένως παρουσιαστεί ως απαραίτητα. Με αυτό τον τρόπο οι συντεχνίες διατηρούν μέρος της παλιάς ισχύος τους, τα κόμματα της Κυβέρνησης θεωρούν ότι περιορίζουν το πολιτικό κόστος σε συγκεκριμένες επαγγελματικές ομάδες ή εκλογικές περιφέρειες και ο ΣΥΡΙΖΑ που πρωτοστατεί σε αντιδράσεις εντός και εκτός βουλής θεωρεί ότι εισπράττει το μέγιστο πολιτικό όφελος. Είναι όμως έτσι;
Οι Ευρωεκλογές του Μαΐου απέδειξαν πως όχι. Τόσο η ΝΔ όσο και ο ΣΥΡΙΖΑ, κινήθηκαν χαμηλά, αμφότεροι είδαν τις δυνάμεις τους να μειώνονται και τη Χρυσή Αυγή να αυξάνει την εκλογική επιρροή της.
Ο νέος δικομματισμός δεν λειτουργεί όπως ο παλιός. Σημαντικό μέρος του εκλογικού σώματος φαίνεται να αμφισβητεί ότι στην πραγματικότητα κάτι αλλάζει και γι’ αυτό απομακρύνεται τόσο από το έναν, όσο και από τον άλλο πόλο. Επίσης η συνδιαλλαγή με τις συντεχνίες δημιουργεί την καχυποψία ότι κάποιοι επωφελούνται, είτε από αυτά που αλλάζουν, είτε από αυτά που τελικά δεν αλλάζουν, από τη στιγμή που είχαν παρουσιαστεί ως απαραίτητα για την ανάκαμψη της χώρας.
Μετά το εκλογικό «crash test» του Μαΐου, στις δύο μεγαλύτερες πολιτικές συγκρούσεις που ακολούθησαν είδαμε δύο επιφανείς συνδικαλιστές να πρωταγωνιστούν, έναν από το χώρο της Κεντροδεξιάς (Κορκίδης) και ένα πρώην στέλεχος ΠΑΣΟΚ, νυν σύμμαχο του ΣΥΡΙΖΑ (Φωτόπουλος). Ο πρώτος και Πρόεδρος της Ε.Σ.Ε.Ε., καίτοι υποψήφιος ευρωβουλευτής της Νέας Δημοκρατίας τον Μάιο, παραιτήθηκε της κομματικής του ιδιότητας, διαμαρτυρόμενος για το άνοιγμα των καταστημάτων τις Κυριακές. Ο δεύτερος, πρώην πρόεδρος της ΓΕΝΟΠ, αντιτάχθηκε στο Νομοσχέδιο για τη μικρή ΔΕΗ, συμμετείχε στη σχετική εκδήλωση του ΣΥΡΙΖΑ, κάλεσε τους συναδέλφους του σε ανταρσία και έσκισε το φύλλο της επίταξής του μπροστά σε Ελασίτικο Μνημείο.
Κοινός παρονομαστής: ότι δύο εμβληματικοί συνδικαλιστές δεν κατόρθωσαν να σταματήσουν τις μεταρρυθμίσεις. Όπως συμβαίνει σχεδόν σε όλους τους επαγγελματικούς κλάδους, οι ηγεσίες των συντεχνιών, ούτε μπορούν να οργανώσουν μαζικές κινητοποιήσεις, ούτε να ωθήσουν τα μέλη τους σε μαζική υπερψήφιση ή καταψήφιση ενός κόμματος.
Οι συντεχνίες έχουν καταγραφεί στην κοινή γνώμη ως μέρος του προβλήματος και απευθύνονται σε ένα περιορισμένο ακροατήριο που οχυρώνεται γύρω τους. Κάθε φορά που τα κόμματα φαίνονται να συναλλάσσονται μαζί τους απομακρύνονται από όσους αισθάνονται «ανοχύρωτοι» και κυρίως στους εκατοντάδες χιλιάδες άνεργους, που δεν προστατεύονται από καμιά συντεχνία.
Το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν στην πράξη, τόσο οι ηγεσίες των δύο μεγαλύτερων κομμάτων, όσο και αυτές των συντεχνιών είναι: Για πόσο καιρό μπορείς να έχεις έναν νέου τύπου δικομματισμό, με παλαιού τύπου συντεχνίες;