Το όνομα του είναι Δημήτρης. Είναι 22 χρονών, απόφοιτος του Οικονομικού Πανεπιστημίου, με Proficiency στα αγγλικά και αντίστοιχο πτυχίο στα Γερμανικά. Δουλεύει σε κατάστημα pet shop από το μεσημέρι μέχρι τις 9 το βράδυ. Παίρνει στο χέρι 320 ευρώ το μήνα.
Το Spiegel δεν τον βρήκε να του πάρει συνέντευξη, αλλά ανήκει στη γενιά των νέων εργαζόμενων φτωχών, που δημιουργήθηκε στα χρόνια του ΣΥΡΙΖΑ. Είναι η γενιά που περισσότερο από οποιαδήποτε άλλη ομάδα του πληθυσμού πίστεψε τον ΣΥΡΙΖΑ και η οποία βρίσκεται τώρα πιασμένη στην παγίδα της φτωχοποίησης της ελληνικής κοινωνίας, που δημιούργησε ο Α. Τσίπρας, με μόνο κίνητρο να κερδίσει και να κρατήσει την εξουσία.
Πως συνέβη αυτό απαιτεί μια λίγο βαθύτερη οικονομική ανάλυση, την οποία θα ζητήσω από τον αναγνώστη να κάνει τον κόπο να παρακολουθήσει, μια που αν δεν έχει εντρυφήσει στις οικονομικές σχέσεις η ατράνταχτη αλληλουχία των σχετικών γεγονότων δεν του είναι αυτονοήτως προφανής.
Ο μισθός των νέων εργαζομένων όπως και οποιοσδήποτε άλλη οικονομική μεταβλητή καθορίζεται από την προσφορά και την ζήτηση. Για να υπάρχει ζήτηση για νέους εργαζομένους θα πρέπει οι εταιρίες να κάνουν νέες επενδύσεις, να κερδίζουν εξαγωγικές αγορές και οι πολίτες να έχουν διαθέσιμο εισόδημα για να καταναλώνουν, δημιουργώντας ζήτηση στην εσωτερική αγορά. Θα πρέπει επίσης οι παράγοντες της οικονομίας να έχουν θετικές προσδοκίες για το μέλλον, πρόκειται για τα λεγόμενα animal spirits του Keyns ή αυτό που στην Ελλάδα αποκαλούμε «ψυχολογία της αγοράς».
Όταν δεν υπάρχουν αυτά ο μόνος τρόπος για να βρουν δουλειά οι νέοι άνεργοι είναι να δεχθούν να δουλέψουν με πολύ χαμηλότερο μισθό. Το πραγματικό αίτιο των χαμηλών μισθών δεν είναι λοιπόν η ελαστικότητα στην αγορά εργασίας, όπως γράφουν οι Γερμανοί του Spiegel, αλλά το γεγονός ότι δεν υπάρχει αρκετή ζήτηση στην ελληνική οικονομία (με εσωτερική και εξωτερική προέλευση), για τις υπηρεσίες αυτών των ικανών νέων εργαζομένων.
Τι έκανε ο Τσίπρας στην υπόθεση αυτή; Ξεκινώντας για να πάρει την εξουσία είπε τερατώδη ψέματα στον κόσμο και στο ίδιο του κόμμα. Όταν τα ψέματά του συγκρούστηκαν με την πραγματικότητα έπρεπε να βρει ένα τρόπο να απαλλαγεί από τους ανόητους που τον είχαν πιστέψει χωρίς να χάσει την εξουσία που με τόσες απάτες είχε εξασφαλίσει. Αυτός ήταν ο ρόλος και ο λόγος της «ηρωικής» διαπραγμάτευσης. Η ζημιά την οποία προκάλεσε – 100 δις κατά τον επικεφαλής του ESM κ. Regling – ήταν όμως τεράστια. Η ύφεση παρατάθηκε αναίτια κατά δύο ακόμα χρόνια, το κράτος έχασε 40 δις μετοχές που είχε επενδύσει στις ελληνικές τράπεζες η αξία των οποίων μηδενίστηκε λόγω capital controls, η εμπιστοσύνη στην χώρα καταρρακώθηκε.
Το κόστος όμως δεν σταμάτησε εκεί. Όταν η «ηρωική» κοροϊδία τελείωσε ο ΣΥΡΙΖΑ αντί για μεταρρυθμίσεις προτίμησε την πολιτική της υπερφορολόγησης και κήρυξε τον πόλεμο στον ιδιωτικό τομέα και την επιχειρηματικότητα. Η χώρα υποχώρησε σε όλους τους κρίσιμους δείκτες που αφορούν την ανταγωνιστικότητα και οι επενδύσεις αν και οι χαμηλότερες στην Ευρώπη, έμειναν στον απόλυτο πάτο. Την ίδια ώρα – σε μια πρωτοφανή επίδειξη δουλικότητας προς τους έξω και μπερτοδούλιας πονηρίας προς τους μέσα- ακολούθησε την λεγόμενη πολιτική των «υπερπλεονασμάτων». Προκάλεσε δηλαδή πρόσθετη συρρίκνωση της οικονομίας (αυτό σημαίνουν τα υπερπλεονάσματα), την οποία δεν του είχε ζητήσει η τρόικα, για να μπορεί στη συνέχεια να μοιράζει μέρος τους ως χριστουγεννιάτικους μποναμάδες. Με το άλλο μέρος τους όμως να βγαίνει από την ενεργό ζήτηση και να πηγαίνει για την εξυπηρέτηση του χρέους, δηλαδή στους δανειστές.
Τι σχέση έχουν αυτά με το μισθό των 320 ευρώ του Δημήτρη θα ρωτήσει αυτός που δεν έχει αναπτυγμένη οικονομική σκέψη; Όλη την σχέση του κόσμου θα απαντήσω. Η οικονομία είναι μια σειρά από συγκοινωνούντα δοχεία. Όταν το χρέος μεγαλώνει (τα χαμένα σαράντα δις κρατικών μετοχών στις τράπεζες που έκαψαν οι εγκληματίες που έφεραν τα capital control), οι ξένοι ζητούν μεγαλύτερα πλεονάσματα και δεκάδες δις πρόσθετα μέτρα. Η ζήτηση μειώνεται αντίστοιχα, οι άνθρωποι για να τα βγάλουν πέρα παίρνουν λιγότερη και φθηνότερη τροφή στα κατοικίδιά τους και αγοράζουν λιγότερα και φθηνότερα λουράκια ή παιχνίδια, το μαγαζί δεν βγαίνει αν πληρώσει μεγαλύτερο μισθό στο Δημήτρη και ο ίδιος δεν μπορεί να βρει κάτι καλύτερο στην υπόλοιπη οικονομία. Οπότε καταλήγει στα 320 ευρώ.
Ο ίδιος ακριβώς μηχανισμός λειτουργεί με το υπερπλεόνασμα, την πτώση ανταγωνιστικότητας (που μειώνει το ρυθμό αύξησης των εξαγωγών), την ανυπαρξία επενδύσεων κ.λπ. Ο τελικός αποδέκτης της συρρίκνωσης δεν είναι ο δημόσιος υπάλληλος, ο αδύναμος κρίκος είναι πάντα ο Δημήτρης, γιατί αυτός ψάχνει για δουλειά.
Εκατοντάδες χιλιάδες Δημήτρηδες που πίστεψαν τον Τσίπρα, ταυτίστηκαν μαζί του νομίζοντας ότι υπερασπίζεται τα συμφέροντά τους έναντι των ξένων, χόρεψαν στις πλατείες για το «υπερήφανο» όχι και κατέληξαν τελικά στην τάξη των εργαζόμενων φτωχών. Γιατί τους πρόδωσε. Ψυχρά και κυνικά. Ήταν τα υποπόδια στα οποία σκαρφάλωσε για να ανέβει στην καρέκλα της εξουσίας.