Μια σημαντική αλλαγή στην οικονομική πολιτική της ΕΕ - μαζί με τη δημιουργία του Ταμείου Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας - ήταν η αναστολή των δημοσιονομικών κανόνων μέχρι και το 2022. Στόχος να διευκολυνθούν οι χώρες να αντιμετωπίσουν τις οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες της πανδημίας. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η αποτυχία στην αντιμετώπιση της χρηματοοικονομικής κρίσης του 2008-2012 που οδήγησε την ευρωζώνη σε βαθιά ύφεση. Με μεγάλη καθυστέρηση η ΕΕ αναγνώρισε ότι το ατελές θεσμικό πλαίσιο λειτουργίας της ευρωζώνης απότοκο της Συνθήκης του Μάαστριχτ - που υποβάθμιζε το ρόλο της δημοσιονομικής πολιτικής -, ήταν ευάλωτο στις συνέπειες μιας συμμετρικής κρίσης.
Οι δημοσιονομικές προβλέψεις της Συνθήκης του Μάαστριχτ υπαγορεύτηκαν από την Συναίνεση της Ουάσιγκτον η οποία εγκαταλείφθηκε και από τους τελευταίους υπερασπιστές της. Η νομισματική πολιτική για να είναι πιο αποτελεσματική χρειάζεται τη συνδρομή της δημοσιονομικής πολιτικής. Σε συνθήκες χαμηλών επιτοκίων που περιορίζουν την αποτελεσματικότητα της νομισματικής πολιτικής, οι κεντρικοί τραπεζίτες καλούν τις κυβερνήσεις να δαπανήσουν για να σταθεροποιήσουν τις οικονομίες από τις συνέπειες των διαδοχικών κρίσεων.
Στην ΕΕ που δεν έχει ισχυρό ομοσπονδιακό προϋπολογισμό το βάρος σε κάθε κρίση πέφτει στους εθνικούς προϋπολογισμούς. Όμως ο διαθέσιμος δημοσιονομικός χώρος για κάθε χώρα είναι διαφορετικός. Χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος έχουν μειωμένα περιθώρια παρέμβασης σε σχέση με χώρες με μικρό δημόσιο χρέος.
Η ΕΕ είχε αποφασίσει πριν ακόμη εκδηλωθεί η κρίση πανδημίας ότι είναι αναγκαία η αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων. Αποδείχτηκε ότι δεν ήταν λειτουργικοί γιατί ήταν προκυκλικοί και όχι αντικυκλικοί. Δεν ήταν εύκολα παρατηρήσιμοι και ήταν δύσκολη η εφαρμογή τους. Σήμερα, η απόφαση για αναθεώρηση των δημοσιονομικών κανόνων είναι περισσότερο από αναγκαία. Η επανεκκίνηση των οικονομιών δεν πρέπει να θεωρείται δεδομένη παρά τις προβλέψεις για υψηλούς θετικούς ρυθμούς ανάπτυξης και το 2022. Η επιστροφή στον κανόνα για μείωση του δημόσιου χρέους σε ετήσια βάση κατά το 1/20 της απόστασης από το όριο του 60% του ΑΕΠ θα υποχρέωνε Ελλάδα, Ιταλία και Πορτογαλία σε δημιουργία υψηλών πρωτογενών πλεονασμάτων που θα καθήλωναν τις οικονομίες τους σε στασιμότητα.
Οι χώρες της ΕΕ έχουν δεσμευτεί για την επίτευξη των στόχων για την κλιματική αλλαγή και τον ψηφιακό μετασχηματισμό. Πρέπει επίσης να αυξήσουν τις δημόσιες επενδύσεις για να καλύψουν το έλλειμμα δημόσιων υποδομών που δημιούργησαν οι πολιτικές λιτότητας της τελευταίας δεκαετίας. Με τους παλιούς δημοσιονομικούς κανόνες είναι δύσκολο να επιτευχθούν όλοι αυτοί οι στόχοι.
Οι τελικές αποφάσεις για τους δημοσιονομικούς κανόνες που πρέπει να ληφθούν το αργότερο μέχρι το δεύτερο τρίμηνο του 2022 θα επηρεαστούν καθοριστικά από την στάση της Γερμανίας, της Γαλλίας και της Ιταλίας. Η νέα κυβέρνηση της Γερμανίας όπως δείχνουν οι δηλώσεις του Καγκελάριου Όλαφ Σολτζ κατά την πρόσφατη συνάντηση με τον Μάριο Ντράγκι δεν προβλέπεται ότι θα κάνει μεγάλες παραχωρήσεις καθώς θεωρεί ότι οι παρόντες κανόνες είναι αρκετά ευέλικτοι.
Η ΕΚΤ με πρόσφατη απόφαση της παράτεινε την ευνοϊκή αντιμετώπιση των ελληνικών ομολόγων και μετά τη λήξη του PEPP τον Μάρτιο του 2022. Έδωσε κάποιο περιθώριο χρόνου μέχρι τα ελληνικά ομόλογα να αποκτήσουν την επενδυτική βαθμίδα. Δεν λύνει όμως το πρόβλημα της χώρας. Η μείωση του λόγου χρέους προς ΑΕΠ - που το 2020 έφτασε στο 206% του ΑΕΠ - πρέπει να βασιστεί στην αύξηση του ΑΕΠ.
Η κυβέρνηση αντί να επαναπαύεται ας χτίσει συμμαχίες ώστε χώρες με υψηλό χρέος να διεκδικήσουν την κατάργηση του κανόνα ετήσιας μείωσης του χρέους και να πάψει ο Μεσοπρόθεσμος Δημοσιονομικός Στόχος να υπαγορεύει τη δημοσιονομική προσαρμογή κάθε χώρας. Οι νέοι κανόνες για να διασφαλίσουν συνθήκες βιώσιμης ανάπτυξης πρέπει να λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες κάθε χώρας. Ταυτόχρονα όμως να είναι αξιόπιστοι και να πείθουν τις αγορές. Έτσι, χώρες με υψηλό δημόσιο χρέος δεν θα επιβαρύνονται με υψηλό κόστος δανεισμού και θα διασφαλίσουν τη δυνατότητα για οικονομική πολιτική με κοινωνική διάσταση και αύξηση δημοσίων επενδύσεων.
Πηγή: www.tanea.gr