Είχε αναφερθεί και στο πρόσφατο παρελθόν ότι στην Ελλάδα των παραδοξοτήτων, ακόμη και τώρα που τα ποσοστά και οι απόλυτοι αριθμοί της ανεργίας έχουν φτάσει στα ουράνια, αρκετοί εργοδότες ψάχνουν να προσλάβουν υπαλλήλους με κάποιες δεξιότητες και δεν βρίσκουν. Η παραδοξότητα αυτή, άλλη μία της πλούσιας συλλογής που ονομάζεται «ελληνική πραγματικότητα», επιβεβαιώθηκε απολύτως από τα ευρήματα της έρευνας που έκανε η εξειδικευμένη εταιρεία McKinsey σε διάφορες ευρωπαϊκές χώρες, συμπεριλαμβανομένης και της δικής μας. Το βασικό εύρημα αυτής της έρευνας είναι ότι ενώ το 79% των εκπαιδευτικών υποστηρίζει ότι οι νέοι που βγαίνουν στην αγορά εργασίας είναι επαρκώς καταρτισμένοι, μόλις το 23% των εργοδοτών συμφωνεί με την άποψή τους. Από τη διαφορά των απόψεων των δύο ομάδων αναδεικνύεται σε όλη του τη μεγαλοπρέπεια ένα πολύ μεγάλο πρόβλημα της ελληνικής εκπαίδευσης. Είναι σαφές ότι οι εκπαιδευτικοί υπερασπίζονται το σημερινό καθεστώς γιατί τους βολεύει, γιατί αν παραδέχονταν ότι υπάρχει πρόβλημα θα ακύρωναν ουσιαστικά τους εαυτούς τους και γιατί είναι προφανές ότι αδυνατούν να αντιληφθούν τις ανάγκες των καιρών και από την άλλη πλευρά οι «εκπρόσωποι» της αγοράς εργασίας επισημαίνουν ότι υπάρχει πλήρης ποιοτική αναντιστοιχία μεταξύ προσφοράς και ζήτησης προσωπικού.
Η έρευνα καταλήγει σε κάποια λογικά συμπεράσματα σχετικά με τις αιτίες «του κακού», κυρίως εκείνες που προέρχονται από τη δομή της ελληνικής οικονομίας και κοινωνίας. Δεν αναφέρει όμως ρητά τις μόνιμες παθογένειες της ελληνικής εκπαίδευσης. Οτι, δηλαδή, είναι προσανατολισμένη στο παρελθόν για να απορροφάται μεγάλος αριθμός πτυχιούχων θεωρητικών επιστημών, ότι σταδιακά συνδέθηκε με εξασφάλιση θέσεων στο Δημόσιο και όχι με τις ανάγκες της πραγματικής οικονομίας και την παραγωγή, ότι υπάρχουν ποικίλα σημάδια διάλυσης τόσο στη δευτεροβάθμια, όσο και στην τριτοβάθμια παιδεία, ότι έχει υποβαθμιστεί σε βαθμό εξαφάνισης ουσιαστικά η επαγγελματική εκπαίδευση, ότι γενικά υπάρχει εισαγωγή και υπερπαραγωγή πτυχιούχων που δεν μπορούν να απορροφηθούν στην Ελλάδα, ότι υπάρχουν συγκεκριμένες σχολές με αντικείμενα απολύτως αδιάφορα, ότι υπάρχει μεγάλο έλλειμμα πρακτικής εξάσκησης σε εκείνες που αυτή απαιτείται και ότι ένα μεγάλο μέρος του εκπαιδευτικού προσωπικού είναι κάτω του μετρίου. Αυτές είναι ενδεικτικά μόνο μερικές από τις μόνιμες παθογένειες, γιατί υπάρχουν και άλλες.
Υπάρχουν σίγουρα εκείνοι που θα υποστηρίξουν, ακόμη και με πάθος, ότι οι Ελληνες διακρίνονται στο εξωτερικό. Ωστόσο, το επίπεδο μιας εθνικής παιδείας ορίζεται από τον μέσο όρο και όχι από τους σχετικά λίγους που διακρίνονται. Αν μάλιστα το μοντέλο της ελληνικής οικονομίας αλλάξει αναγκαστικά και δεν πρόκειται να αναβιώσει με την ίδια μορφή, όπως αναμένεται με βεβαιότητα, είναι ζήτημα πόσοι από τους σημερινούς ανέργους θα βρουν δουλειά, ακριβώς λόγω έλλειψης δεξιοτήτων. Και αν θεωρήσουμε ότι η Ευρώπη αποτελεί ενιαίο χώρο εργασίας, που είναι, πάλι αντιμετωπίζουν ανάλογο πρόβλημα. Που σημαίνει ότι η άμεση εκλογίκευση και αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης στην Ελλάδα είναι απαραίτητη. Για να μη μένουν οι νέοι της στο περιθώριο…