Πριν από λίγες ημέρες, ο βουλευτής Ευριπίδης Στυλιανίδης επιχείρησε να διατυπώσει το ερώτημα που καλούνται να απαντήσουν οι ψηφοφόροι στον δεύτερο γύρο της εσωκομματικής αναμέτρησης για την προεδρία της ΝΔ: «Θέλουν μια νεοφιλελεύθερη Νέα Δημοκρατία η οποία θα πάει στο καθαρό, δημοκρατικό και ορθολογικό ιδεολόγημα του νεοφιλελευθερισμού, το οποίο ουσιαστικά, κοινωνικά και εκλογικά πατάει σε μία οικονομική αριστοκρατία, σε μία οικονομική ελίτ; Ή θέλουν μία Νέα Δημοκρατία η οποία θα βασίζεται στο θεμέλιο του ευρωπαϊκού λαϊκού κόμματος που είναι η κοινωνική οικονομία της αγοράς;»
Είναι προφανές ότι, στο περιορισμένο και με ιδιαιτερότητες διάστημα μίας προεκλογικής περιόδου δεν περιμένει κάποιος αναλυτική εμβάθυνση και επιστημονική ακρίβεια. Περιμένει ωστόσο μία στοιχειώδη διανοητική εντιμότητα. Κάτι που στη συγκεκριμένη περίπτωση φαίνεται να απουσιάζει. Τούτο διότι ο «νεοφιλελευθερισμός», τόσο ως θεωρητική διατύπωση όσο και ως εφαρμοσμένη πολιτική, επιδιώκει ακριβώς τον περιορισμό της εξουσίας των οικονομικών ελίτ και ταυτίζεται με την κοινωνική οικονομία της αγοράς.
Στην πραγματικότητα, ο νεοφιλελευθερισμός ιστορικά αποτέλεσε μία προσπάθεια επαναδιατύπωσης των αρχών του κλασικού φιλελευθερισμού του 19ου αιώνα στην πραγματικότητα του Μεσοπολέμου. Ο όρος εισήχθη στη γερμανική συζήτηση το 1938 από τον Γερμανό οικονομολόγο και κοινωνιολόγο Alexander Rustow, προκειμένου να περιγράψει την αναζήτηση ενός Τρίτου Δρόμου ανάμεσα στον μαρξιστικό σοσιαλισμό και τον «ακατέργαστο φιλελευθερισμό». Επισημαίνοντας τον θετικό ρόλο του κράτους στην αποτελεσματική λειτουργία των αγορών προκειμένου να ωφελούνται οι πολίτες και οι καταναλωτές, ο νεοφιλελευθερισμός επιδίωξε τη θεσμική παρέμβαση που καθιστά αποτελεσματικό τον ανταγωνισμό και επιτυγχάνει τους επιδιωκόμενους κοινωνικούς σκοπούς. Ο Rustow συνόψισε τη θεώρησή του ως «ελεύθερη οικονομία, ισχυρό κράτος». Συχνά, μάλιστα, χρησιμοποιήθηκαν οι εναλλακτικοί όροι «κοινωνικός φιλελευθερισμός» ή «φιλελευθερισμός από τα αριστερά» για να περιγράψουν αυτόν τον νέο φιλελευθερισμό.
Ακόμη, στενά συνδεδεμένο με τον νεοφιλελευθερισμό υπήρξε το ρεύμα της «κοινωνικής οικονομίας της αγοράς», το οποίο εν πολλοίς αποτέλεσε το οικονομικό πρόγραμμα που οδήγησε στο μεταπολεμικό οικονομικό θαύμα τής (Δυτικής) Γερμανίας, με κύρια γνωρίσματά του την απελευθέρωση των αγορών και τις ταυτόχρονες παρεμβάσεις για τον περιορισμό της συγκέντρωσης της οικονομικής δύναμης (μονοπώλια).
Πέραν όμως των θεωρητικών αναζητήσεων, που αναμφίβολα έχουν την αξία τους, περισσότερο σημαντικό είναι το πολιτικό περιβάλλον εντός του οποίου πορευόμαστε. Και αυτό δεν είναι άλλο από το φιλελεύθερο πλαίσιο της Ενωμένης Ευρώπης. Το εν λόγω πλαίσιο (με τις υπαρκτές εθνικές διαφορές) αποδέχεται την απρόσκοπτη λειτουργία των αγορών, οι οποίες εδράζονται σε θεσμούς που κανοναρχούν την οικονομική ζωή (παράλληλα με ένα λειτουργικό σύστημα κοινωνικής προστασίας). Επιπρόσθετα, η χώρα μας έχει αποδεχτεί την εφαρμογή ενός 3ου Μνημονίου, δηλαδή μίας κατά βάση φιλελεύθερης δέσμης ιδεών για τον μετασχηματισμό της οικονομίας και της διοίκησής της.
Πραγματικά, δυσκολευόμαστε να αντιληφτούμε την οποιαδήποτε χρησιμότητα της επικριτικής αναφοράς σε ένα ρεύμα που αποτελεί σημαντικό κομμάτι της ζωντανής παράδοσης κεντροδεξιών ευρωπαϊκών πολιτικών κομμάτων, όπου τυπικά εντάσσεται και η ΝΔ. Εκτός πια και αν πρόκειται για μία εξαιρετικά αναχρονιστική αναφορά στον laissez-faire πρώιμο καπιταλισμό του 18ου αιώνα, από τον οποίο είχε διαφοροποιηθεί μέχρι και ο κορυφαίος νεοφιλελεύθερος στοχαστής Φρίντριχ Χάγιεκ.
Φυσικά, το συμφωνημένο πλαίσιο προσαρμογής της οικονομίας δεν καταργεί τις υπαρκτές και ουσιαστικές διαφοροποιήσεις ανάμεσα στις διαφορετικές προσεγγίσεις για την εφαρμογή των επιχειρούμενων αλλαγών. Η επιλογή των κατάλληλων μεταρρυθμίσεων, η μεθοδολογία της εφαρμογής τους και ο επιμερισμός των βαρών της προσαρμογής αποτελούν σημαντικές παραμέτρους, από τις οποίες θα κριθεί σε μεγάλο βαθμό η επιτυχία του προσαρμογής. Για τα ζητήματα αυτά όμως δεν γίνεται η παραμικρή συζήτηση. Αντίθετα, τα ουσιαστικά ζητούμενα θάβονται κάτω από τον σωρό των δογματικών αφορισμών και των αθεμελίωτων γενικεύσεων (από τους οποίους δεν φαίνεται να ξεφεύγει κανένας πολιτικός χώρος), συσκοτίζουν την πραγματικότητα και, τελικά, συμβάλλουν στη διατήρηση της πολιτικής αδράνειας και των κοινωνικών αδιεξόδων. Ο «νεοφιλελευθερισμός» είναι ένας από αυτούς τους κενούς περιεχομένου όρους, που επιζεί στη ρητορική των αριστερών κομμάτων της Λατινικής Αμερικής και κυριαρχεί στο λεξιλόγιο όλων των ελληνικών πολιτικών κομμάτων.
Όπως μας υπενθυμίζει ο Όργουελ, σε κάθε εποχή η πολιτική παρακμή συμβαδίζει με τον ευτελισμό του πολιτικού λόγου. Γνωρίζουμε τι χρειάζεται σήμερα η χώρα ώστε να ξεφύγει από το θλιβερό τέλμα της παρακμάζουσας στασιμότητας. Απαιτείται βαθιά θεσμική ανασυγκρότηση για την ανάπτυξη ενός εξωστρεφούς και δυναμικού παραγωγικού μοντέλου και μίας σύγχρονης δημόσιας διοίκησης ικανής να το υποστηρίξει αποτελεσματικά. Πρωτίστως όμως απαιτείται να απαλλαγούμε από τους δαίμονες που θολώνουν την κρίση μας. Αυτοί δεν είναι οι νεοφιλελεύθεροι δαίμονες, αλλά ο δαίμονας του λαϊκισμού.
Η επίκληση του νεοφιλελεύθερου μπαμπούλα είναι ακόμη ένα από τα συνήθη πυροτεχνήματά του.
Δημοσιεύτηκε στην ιστοσελίδα Amagi