Δύο είναι τα κύρια συμπεράσματα που βγαίνουν αβίαστα από τη διπλή εκλογική αναμέτρηση του 2023. Το πρώτο είναι ότι η κατάρρευση του ΣΥΡΙΖΑ βάζει τέλος στο δικομματικό σύστημα που σφράγισε τις πέντε πρώτες δεκαετίες της μεταπολίτευσης.
Επί της ουσίας κατέρρευσε το αντιμνημονιακό και αντιευρωπαϊκό αφήγημα ενός πολιτικού συνοθυλεύματος που έφερε την Ελλάδα πρόθυρα μιας ολικής καταστροφής. Το δεύτερο είναι ότι ο Κυριάκος Μητσοτάκης επέμεινε ως το τέλος στην πολιτική της κυριαρχίας στο χώρο του Κέντρου και στην καθιέρωση της ΝΔ ως της Κεντροδεξιάς παράταξης της χώρας. Η πολιτική αυτή είχε ως συνέπεια την «απελευθέρωση» της Ακροδεξιάς και των στελεχών της από τις σχέσεις της με τη ΝΔ με την οποία είχαν εκλεγεί ή συνεργαστεί στο παρελθόν. Η κοινοβουλευτική εκπροσώπηση του Κασιδιάρη δεν μπορεί παρά να κινητοποιήσει ξανά τα αντιφασιστικά αντανακλαστικά των δημοκρατικών δυνάμεων ολόκληρου του πολιτικού φάσματος.
Το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ, όπως άλλωστε και το ΚΚΕ, παρέμεινε στη διαπίστωση ότι η ψήφος του Μαίου «δεν ήταν συγκυριακή». Είναι φανερό ότι περίμενε κάτι παραπάνω από την κάλπη και ότι αφήνει ανοιχτούς λογαριασμούς για το μέλλον όπου θα χρειαστεί να επανεξετάσει την πολιτική του στόχευση. Πιο συγκεκριμένα, το εκλογικό αποτέλεσμα απέδειξε ότι η επιμονή στην επιστροφή των «απολωλότων» από τον ΣΥΡΙΖΑ εξάντλησε τα όριά του. Οι ψηφοφόροι που απομακρύνθηκαν από τον ΣΥΡΙΖΑ κατευθύνθηκαν σε πολύ μεγαλύτερο βαθμό στις κάλπες της ΝΔ, του ΚΚΕ και άλλων λαϊκιστικών μορφωμάτων παρά στη μήτρα του «Κινήματος». Ήταν το τέλος της αυταπάτης «τώρα γυρίζουμε στο σπίτι μας» που ξέκοψε ουσιαστικά τους δεσμούς με τον κεντρώο χώρο που παραδόθηκε αμαχητί στον Κυριάκο Μητσοτάκη. Ωστόσο, ο δρόμος για τη συγκρότηση του νέου προοδευτικού-μεταρρυθμιστικού πόλου εξουσίας παραμένει για το ΠΑΣΟΚ-ΚΙΝΑΛ το μεγάλο ζητούμενο.
Οι εκλογές ανήκουν πλέον στην πολιτική ιστορία της χώρας και τους αναλυτές της. Το στοίχημα τώρα είναι να προχωρήσουν επιτέλους οι βαλτωμένες από χρόνια - συμπεριλαμβανομένης και της πρώτης θητείας της ΝΔ - επείγουσες μεταρρυθμίσεις σε κρίσιμους τομείς όπως η δικαιοσύνη, η υγεία, η παιδεία. Το αποτέλεσμα της σύγκρουσης με τις πελατειακές συνήθειες, την αναξιοκρατία και τη γραφειοκρατία θα κρίνει την αναπτυξιακή πορεία της χώρας. Το κύριο βάρος πέφτει, εκ του αποτελέσματος, στον Κυριάκο Μητσοτάκη και την κυβέρνησή του. Όχι όμως αποκλειστικά. Οι «δύσκολες» μεταρρυθμίσεις απαιτούν ευρύτερες πολιτικές και κοινωνικές συναινέσεις που ξεπερνούν τα όρια μιας παράταξης ακόμα και μιας αυτοδύναμης κυβέρνησης. Τέτοιες συναινέσεις απαιτεί και η προαναγγελθείσα νέα Συνταγματική αναθεώρηση που πρέπει να θωρακίσει με τόλμη τους θεσμούς και τους κανόνες λειτουργίας της δημοκρατίας. Αυτή είναι η μεγάλη πρόκληση της νέας τετραετίας.