Το πολιτικό σύστημα σε κάθε χώρα είναι συνδεδεμένο με την προοπτική και την εξέλιξη της. Θα υπάρξουν αλλαγές στο πολιτικό σύστημα της χώρας και αν ναι σε ποια κατεύθυνση;
Συνήθως πριν ξεκινήσει κανείς μία νέα προσπάθεια είτε αυτή αφορά το χώρο των επιχειρήσεων είτε το χώρο της πολιτικής και της εν γένει ανάληψης ρίσκου καλό είναι προχωρήσει σε μία ανάλυση των εσωτερικών δεδομένων όσο και των εξωτερικών επιδράσεων.
Είθισται αυτό να γίνεται εδώ και δεκαετίας με τη γνωστή SWOT analysis. Ανάλυση δηλαδή, βασισμένη στις δυνατότητες (S), τις αδυναμίες (W), τις ευκαιρίες (O) και τις απειλές (T).
Στις αναλύσεις του ΔΙΚΤΥΟΥ εδώ και αρκετούς μήνες υποστηρίζουμε βασιζόμενοι σε δεδομένα και όχι σε προσωπικές πεποιθήσεις, ότι ο χώρος του ευρύτερου προοδευτικού κέντρου χρειάζεται ένα νέο κόμμα. Όχι μία κοπτοραπτική υπαρχόντων σχημάτων, με αοριστολογίες περί «ενιαίου φορέα» κλπ.
Η κατανόηση όμως της ανάγκης απέχει από τη δυνατότητα εκπλήρωσης της.
Ας δούμε λοιπόν, αν και σε ποιο βαθμό είναι εφικτό και βιώσιμο ένα νέο κόμμα, χωρίς να παραγνωρίζουμε ότι ο κριτής είναι οι πολίτες και το περιεχόμενο του πολιτικού λόγου και όχι οι αναλύσεις.
Ένα υποθετικό νέο κόμμα στο χώρο του Κέντρου παρουσιάζει τις εξής δυνατότητες:
- έμπειρα στελέχη με εγγεγραμμένη μεταρρυθμιστική διάθεση και έργο
- πόλος έλξης ευρύτερων στρωμάτων μεσαίας τάξης που ζητά σταθερότητα και πολιτικό ορθολογισμό
- διέξοδο σε ανέστιους κεντρώους ψηφοφόρους προτίμησαν την αποχή στις εκλογές του Σεπτεμβρίου 2015
- να προκαλέσει ευρύτερες ανακατατάξεις στο πολιτικό σύστημα γενόμενο εμβρυουλκός γενικότερων μετατοπίσεων στο φάσμα από την κεντροδεξιά έως την κεντροαριστερά
τις εξής αδυναμίες:
- τα στελέχη που έχουν ως τώρα δει το φως της δημοσιότητας ως εν δυνάμει πρωταγωνιστές, είναι γνωστά ονόματα που για πολλούς θεωρούνται παλιό πολιτικό σύστημα. Οι συστημικοί σε μία περίοδο αντισυστημικότητας.
- Ο επαρκής χρόνος τόσο για την πολιτική συνάρθρωση ενός νέου φορέα με κυβερνητικό πρόταγμα όσο και για την τεχνική συγκρότηση και οργάνωση του σχήματος σε εθνικό επίπεδο. Δεδομένης της ρευστότητας των εξελίξεων και της γενέσεως εκ του μηδενός.
- να πείσει ότι έχει κάτι ριζικά διαφορετικό και πειστικά ειλικρινές να προτείνει σε σχέση με τα άλλα κόμματα του χώρου
τις εξής ευκαιρίες:
- να εκμεταλλευθεί την απίσχνανση των ποσοστών των δύο βασικών διεκδικητών του χώρου (ΠΑΣΟΚ – ΠΟΤΑΜΙ) και την δυστοκία της ΝΔ να προβεί σε άνοιγμα στον κεντρώο χώρο
- να αφουγκραστεί τις εκκλήσεις τύπου «κάντε κάτι» από μερίδα πολιτών που ασφυκτιούν είτε παραμένοντας άστεγοι είτε από συνήθεια σε κάποιο άλλο σχηματισμό
- Να αξιοποιήσει την πολιτική έκθεση και προσαρμογή της συντριπτικής πλειοψηφίας του πολιτικού φάσματος στα προαπαιτούμενα της κρίσης. Την «προσγείωση στην πραγματικότητα», ιδιαίτερα μετά την μνημονιακή στροφή ακόμα και του ΣΥΡΙΖΑ και να εκφράσει με αυθεντικότητα, εμπειρία και αξιοπιστία τις κατάλληλες κοινωνικές δυνάμεις, στους χώρους εργασίας, παραγωγής και έρευνας-καινοτομίας που θα αποτελέσουν τις κρίσιμες εκείνες ομάδες -ακόμα και μειοψηφικές- έμπνευσης και καθοδήγησης της χώρας σε ένα παραγωγικό μέλλον.
- να παρουσιάσει κάτι ρεαλιστικό και ελπιδοφόρο σε όλα τα επίπεδα. Οργανωτικά, πολιτικά, προγραμματικά. Οι πολίτες έχουν πλέον άποψη για τα πάντα, έχουν δει πολλά και αν φανεί κάτι διαφορετικό και καινοτόμο, είναι πολύ πιθανό να το αγκαλιάσουν. Να παρουσιάσει ένα ολοκληρωμένο Εθνικό Σχέδιο εξόδου της χώρας από την κρίση, με προσανατολισμό τη νέα γενιά, κοστολογημένο και εφαρμόσιμο, χωρίς ευχολόγια και προχειρότητες, πέρα από ρητορικά ευχολόγια, συντεχνιακές δεσμεύσεις και τις παλαιοκομματικές αγκυλώσεις
- Να ενώσει
και τις εξής απειλές:
- να υποχωρήσει μπροστά στις επιθέσεις των παλαιών κομματικών σχηματισμών, κυρίως του ΠΑΣΟΚ, που θα νιώσει μεγαλύτερη πίεση, αλλά και μερίδας της ΝΔ που θα το εκλάβει ως εν δυνάμει απειλή μπροστά στην πολυπόθητη αυτοδυναμία
- να μην μπορέσει να προσελκύσει νέα πρόσωπα
- να αναλωθεί κατόπιν πίεσης από τα υπόλοιπα κόμματα, τα ΜΜΕ και της επικρατούσας από την μεταπολίτευση πολιτικής κουλτούρας που επικεντρώνεται στα επιμέρους κι όχι στην πολιτική ουσία, στη δικαιολόγηση της δημιουργίας του παρά στον πολιτικό και προγραμματικό του λόγο. Δηλαδή, να σπαταλήσει δυνάμεις απαντώντας στο «γιατί έγινε» και όχι στο τι συγκεκριμένο έχει να προσφέρει.
Το ντόμινο των δημοψηφισμάτων
Μετά τον Ντ. Κάμερον ένας ακόμη ευρωπαίος πρωθυπουργός πέφτει θύμα του δημοψηφίσματος που ήλπιζε να κερδίσει και να ανανεώσει ως εκ τούτου την εμπιστοσύνη στο πρόσωπο του. Φευ.
Στην περίπτωση της Ιταλίας μία από τις σημαντικές αιτίες της επικράτησης του Όχι ήταν και η κακή οικονομία. Η ανεργία είναι κοντά στο 12%, ωστόσο υπολογίζεται ότι ένας στους δυο νέους Ιταλούς είναι άνεργος. Επιπλέον η υπερφόρτωση των συστημικών τραπεζών με μη εξυπηρετούμενα δάνεια, συνολικού ύψους 400 δισεκατομμυρίων, και η δυσκαμψία του εγχώριου τραπεζικού συστήματος να τα αποβάλλει δυσκολεύει την τραπεζική δραστηριότητα και περιορίζει τη ρευστότητα στην αγορά και το περιθώριο ευελιξίας της εσωτερικής παραγωγής. Η κακή οικονομική επίδοση, χρεώνεται με ευκολία στην εκάστοτε κυβέρνηση.
Αυτό όμως, που επιβεβαιώθηκε στην Ιταλία είναι η ταύτιση της Κυβέρνησης με το «κατεστημένο» με αποτέλεσμα να είναι θνησιγενής κάθε προσπάθεια του Ρέντσι να αντιστρέψει το κλίμα.
η ιταλική περίπτωση είτε θα ενταχθεί σε κοινό πλαίσιο ανάλυσης, μαζί με την έξοδο της Βρετανίας από την ΕΕ και την αμερικανική εκλογή του Donald Trump, είτε θα αποτελέσει την εξαίρεση στο διαμορφούμενο πρότυπο της αντισυστημικής ψήφου.
Ο Ρέντσι με την όψιμη ρητορική κατά της λιτότητας και την πρόταση μεταρρύθμισης της δομής του πολιτικού συστήματος της χώρας, πάλεψε να απομακρυνθεί από την εικόνα του συστημικού. Με καθαρές τις διεθνείς πολιτικές τάσεις, ο ίδιος εδώ και καιρό, αντιλαμβάνεται την απειλή του αντι-συστημικού και έχει συνδέσει την πολιτική του νίκη με την εναντίωση σε βάρος της οικονομικής λιτότητας και την αναζήτηση της εναλλακτικής. Από την άλλη, η αντιπολίτευση με επικεφαλής τον Grillo εκλαμβάνεται ως αντί-συστημική παρότι τίθεται κατά της θεσμικής μεταρρύθμισης, η οποία λογίζεται ως ανατρεπτική του τρόπου με τον οποίο καθεστηκυίες δυνάμεις επί χρόνια λειτουργούσαν και καθυστερούσαν τον εκμοντερνισμό της χώρας.
Ο κλήρος του “κατεστημένου”, όμως, πέφτει στον Renzi. Στην πραγματικότητα, είναι δύσκολο να μπορέσει να διαφύγει του χαρακτηρισμού αυτού και να εισέλθει στην εκλογική μάχη με πειστικά συνθήματα αλλαγής. Η τήρηση -έστω ελαστική- των δημοσιονομικών αποφάσεων της Ευρωζώνης, ταυτόχρονα με τη ρητορική ενάντια στη λιτότητα, δεν μπόρεσε να διαμορφώσει ένα καθαρό αποτύπωμα στην κοινή γνώμη. Αντίθετα, συνέβαλε στην εικόνα μιας πολιτικής θολούρας. Η στάση του Ρέντσι το τελευταίο διάστημα ήταν ένα σαφές δείγμα πολιτικαντισμού. Ακόμα και αν οι προθέσεις του ήταν ειλικρινείς, ο τρόπος και ο χρόνος που τις εξέφρασε δεν τον βοήθησαν.
Το ρόλο του αντισυστημικού δεν υπήρχε περίπτωση να τον υφαρπάξει από τον Grillo. Υπ’ αυτή την έννοια όποιος πέσει στην παγίδα του συστημικού χωρίς να μπορεί να εξηγήσει ειλικρινώς την πολιτική του αντιπρόταση χωρίς υποχωρήσεις και εκπτώσεις, είναι σχεδόν καταδικασμένος στην πολιτική ήττα. Τουλάχιστον όσο διαρκεί η περίοδος της οργής και του θυμού στην ΕΕ.
Ας δούμε όμως ποια είναι η πολιτική του κόμματος των 5 Αστέρων για την Ευρώπη, ενός βασικού διεκδικητή της Κυβέρνησης.
Το κίνημα Πέντε Αστέρων είναι κατά της ένταξης του ευρώ στην Ιταλία, αλλά όχι κατ ‘ανάγκη και της ένταξης της στην ΕΕ. Τον περασμένο μήνα, ο Luigi Di Maio, επικεφαλής του κόμματος MS5 στην κάτω βουλή που θεωρείται συχνά ως μια πιθανή μελλοντική επιλογή για Πρωθυπουργός, είπε ότι θα ήθελε να «δει ένα ευρωπαϊκό δημοψήφισμα για το ευρώ, έτσι ώστε και άλλες χώρες να αρχίσουν να μιλούν γι ‘αυτό». Πρόσθεσε ότι θα ήταν «ένα συμβουλευτικό δημοψήφισμα». Σημείωσε επίσης ότι η Ιταλία πρέπει να διερευνήσει εναλλακτικές λύσεις στο ευρώ και ανέφερε την επιστροφή στη λίρα, καθώς και την ιδέα της διάσπασης της ευρωζώνης σε διαφορετικές νομισματικές περιοχές.
Η εκτίμηση μας είναι ότι ακόμα και αν σχηματιστεί νέα Κυβέρνηση, ο βίος της θα είναι βραχύς. Οι εκλογές είναι πιθανές και μάλιστα μέσα στο κρίσιμο διάστημα ανάμεσα στις Γαλλικές Προεδρικές και τις Γερμανικές.
Εκείνο που πραγματικά όμως τρομάζει είναι η οικονομική κατάσταση της Ιταλίας.
Η Ιταλία χρειάζεται επειγόντως ένα πρόγραμμα οικονομικών μεταρρυθμίσεων για την τόνωση του ρυθμού ανάπτυξής της. Το αναπτυξιακό της δυναμικό γενικά υπολογίζεται κοντά στο μηδέν εξαιτίς της γήρανσης και της χαμηλής αύξησης της παραγωγικότητας. Έρευνες της διεθνούς ανταγωνιστικότητας υπογραμμίζουν ότι είναι δομικά μία από τις πλέον αδύναμες οικονομίες στην ευρωζώνη, μόνο η Πορτογαλία και η Ελλάδα κατατάσσονται πιο χαμηλά. Ο χαμηλός δυνητικός ρυθμός ανάπτυξης οξύνει δύο άλλα οικονομικά προβλήματα της χώρας: το βουνό του δημόσιου χρέους και των μη-εξυπηρετούμενων δανείων.
Η ομάδα αναλύσεων της ABN Amro προέβη σε εκτιμήσεις για την εξέλιξη του ιταλικού χρέους.
Στο βασικό σενάριο, οι αναλυτές υποθέτουν ότι ο ονομαστικός μέσος όρος ρυθμού ανάπτυξης θα είναι 2,5% τα επόμενα χρόνια, ότι το πρωτογενές πλεόνασμα αυξάνεται σταδιακά από 1,5% σήμερα σε 2,5% και οι πληρωμές τόκων διατηρούνται στα σημερινά επίπεδα. Αυτό φέρνει το λόγο του χρέους προς ΑΕΠ προς τα κάτω ελάχιστα, από 133% σήμερα σε περίπου 130% του ΑΕΠ το 2025.
Τα δώρα του ESM για το ελληνικό χρέος
Καταρχάς πρέπει να υπογραμμίσουμε ότι όλα θα ήταν βολικότερα στη συζήτηση για τη διαχείριση του δημοσίου χρέους, αν είχε ολοκληρωθεί εγκαίρως η πρώτη αξιολόγηση πέρυσι και ακολούθως η δεύτερη αξιολόγηση. Έτσι θα είχαν εστιαστεί όλοι στο θέμα του χρέους πολύ νωρίτερα.
Τα μέτρα που προτίθεται να προτείνει ο ESM για το ελληνικό χρέος είναι μεν σημαντικά, αλλά ο στόχος πρέπει να είναι να μην ωφεληθεί η χώρα μόνο μακροπρόθεσμα, όπως εν πολλοίς θα γίνει με αυτές τις προτάσεις, αλλά αρκετά πιο σύντομα.
Η παγίδα για τη χώρα είναι ότι έχει αρχίσει ήδη να κυοφορείται η συζήτηση για επιπλέον μέτρα που ζητά το ΔΝΤ για να μπει εκ νέου στο πρόγραμμα. Αυτή η συζήτηση δεν βοηθά. Λειτουργεί ως αυτοεκπληρούμενη προφητεία ενός 4ου Μνημονίου που ακυρώνει όποια προσπάθεια ανάτασης της οικονομίας.
Η Ελλάδα έχει μπροστά της την πιο δύσκολη ίσως χρονιά από το 2012. Αν καταφέρει να υλοποιήσει όσα πρέπει και προσελκύσει επενδύσεις, προωθώντας τον εξαγωγικό της τομέα, θα καταφέρει ίσως να δοκιμάσει μία απαραίτητη έξοδο στις αγορές το τελευταίο τρίμηνο του 2017, αφού θα έχει ενταχθεί προηγουμένως στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της ΕΚΤ. Αναγκαίες προϋποθέσεις για να μην χρειαστεί νέο πρόγραμμα το καλοκαίρι του 2018.
Η χώρα πρέπει να τρέξει ώστε να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις της, να επεξεργαστεί το σχέδιο της επόμενης ημέρας και να αποφύγει τους κλυδωνισμούς που θα αναταράξουν την ΕΕ το 2017 και που άρχισαν ήδη με το ιταλικό δημοψήφισμα.
Γιάννης Μαστρογεωργίου, Διευθυντής Δικτύου
Γιώργος Παπούλιας, Πολιτικός Επιστήμονας – Συνεργάτης Δικτύου
todiktio.eu