Ίσως ακούγεται περίεργο και εκτός χρόνου, ότι είναι ανάγκη ζωτικής σημασίας για την προοπτική και την ολοκλήρωση του ευρωπαϊκού οικοδομήματος ένα νέο όραμα, το οποίο θα αποτελεί μετεξέλιξη του αρχικού, που έχει χάσει την λειτουργικότητα του στη σύγχρονη πραγματικότητα.
Σίγουρα η επίκληση της ανάγκης οραματικής πολιτικής ηχεί παράταιρα σε μια Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία κινείται από το ένα μέρος με την λογική του εθνικού συμφέροντος των επιμέρους κρατών–μελών, ακόμη και αν αυτό έχει κυρίως επικοινωνιακό χαρακτήρα σε μια παγκοσμιοποιημένη πραγματικότητα με διαπλεκόμενα συμφέροντα.
Από το άλλο μέρος υπάρχει η ηγετική παρουσία της Γερμανίας, της οποίας η πολιτική στηρίζεται στην ηθική του φρονήματος, που αξιολογεί τις πολιτικές αποφάσεις καθώς και την υλοποίηση τους με κριτήριο την πρόθεση τους και τον βαθμό πραγμάτωσης αρχών και αξιών, χωρίς να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις αυτών των αποφάσεων. Σημειώνεται, ότι οι αρχές και οι αξίες είναι αυτές, που η γερμανική πλευρά αποδέχεται ως λειτουργικές.
Σε συνέντευξη του στην αγγλική εφημερίδα Financial Times ο πρωθυπουργός της Ιταλίας Matteo Renzi με ιδιαίτερη ένταση επισημαίνει, ότι «η Ευρώπη πρέπει να υπηρετεί 28 χώρες και όχι μόνο μία», την Γερμανία. Επίσης θεωρεί, ότι η πολιτική λιτότητας, την οποία έχει επιβάλλει η Γερμανία, είναι η αιτία για τον αυξανόμενο λαϊκισμό και την πολιτική παράλυση στην Ευρώπη.
Όμως η συνέχιση της μέχρι τώρα ακολουθούμενης ευρωπαϊκής πορείας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην σταδιακή αποσύνθεση της. Ήδη έχουμε δείγματα αυξανόμενου ευρωσκεπτικισμού και διεύρυνσης της δύναμης του εθνικιστικού λαϊκισμού.
Επιλεκτικά θα αναφερθούν μόνο τέσσερα παραδείγματα.
Στη Γαλλία την Marine Le Pen και το κόμμα Front National, του οποίου ηγείται, ψήφισε το 18%, δηλαδή 1 στους 5, στις προεδρικές εκλογές το 2012. Το 2014, στις ευρωεκλογές, την ψήφισε το 25%, δηλαδή 1 στους 4. Σήμερα, σύμφωνα με έρευνες κοινής γνώμης, θα την ψήφιζε το 30%, δηλαδή 1 στους 3.
Στην Πολωνία, μετά την πρόσφατη ανάληψη της ευθύνης διακυβέρνησης της χώρας από την εθνικιστική λαϊκιστική συντηρητική παράταξη «Δίκαιο και Δικαιοσύνη», ο ευρωσκεπτικισμός βρήκε και πολιτική κυβερνητική έκφραση και προωθείται η σταδιακή αποστασιοποίηση της χώρας από τις αρχές και τις αξίες, στις οποίες στηρίζεται το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η δημοκρατία, όπως είναι η ελευθερία του τύπου.
Στην Δανία, σε πρόσφατο δημοψήφισμα οι πολίτες δεν δέχθηκαν την στενότερη συνεργασία της χώρας με τις ευρωπαϊκές αρχές, οι οποίες είναι αρμόδιες για θέματα ασφάλειας και αστυνόμευσης. Σύμφωνα με τον Δανό πρωθυπουργό Lars Rasmussen αυτό οφείλεται στον έντονο ευρωσκεπτικισμό των Δανών.
Κορύφωση της πολιτικής παράλυσης και έλλειψης συνοχής στην Ε.Ε. είναι οι δηλώσεις του Προέδρου της Τσεχίας στο πρακτορείο ειδήσεων TASR (15.12.2015), ότι είναι «εξαιρετικά απογοητευμένος, που οι καλοκαιρινές διαπραγματεύσεις μεταξύ Ελλάδας και δανειστών της δεν οδήγησαν, τελικά, μολονότι τούτο φαινόταν αρκετά πιθανό, σε έξοδο της Ελλάδας από τη ζώνη του ευρώ». Βεβαίως ήλθε και η Ελληνική απάντηση με την ανάκληση του πρέσβη της Ελλάδας στην Τσεχία λόγω αυτών των δηλώσεων. Ακόμη και η αποφόρτιση της όξυνσης, η οποία προκλήθηκε στις σχέσεις των δύο χωρών και εταίρων, δεν αναιρεί την προβληματική κατάσταση σε σχέση με την ευρωπαϊκή συνοχή και αλληλεγγύη.
Ιδιαίτερη εντύπωση όμως προκαλεί η παραδοχή από κορυφαίους ως προς τα αξιώματα ευρωπαίους πολιτικούς (Martin Schulz), ότι η συνοχή της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι πολύ ισχνή, όπως αποδεικνύεται με αφετηρία τις ανισορροπίες, που δημιουργεί η προσφυγική κρίση, σε ό,τι αφορά την ενιαία αντιμετώπιση της.
Ακόμη μεγαλύτερο ενδιαφέρον έχει η αδυναμία του ευρωπαϊκού πολιτικού συστήματος να αναζητήσει και να αντιμετωπίσει τα αίτια της έλλειψης συνοχής, τα οποία δεν έχουν να κάνουν με τις προσφυγικές και μεταναστευτικές ροές προς την Ευρώπη, αλλά σχετίζονται με την ακολουθούμενη πολιτική του εθνικού συμφέροντος και της έλλειψης ενός σύγχρονου ευρωπαϊκού οράματος. Ενός οράματος, το οποίο δεν θα εξαντλείται στην εξυπηρέτηση των στοχεύσεων οικονομικών και πολιτικών ελίτ, αλλά θα εκφράζει το κοινωνικό συμφέρον σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Στις σύγχρονες ευρωπαϊκές κοινωνίες το εθνικό συμφέρον ταυτίζεται με την αναπαραγωγή ανισοτήτων σε σχέση με την οικονομική ανάπτυξη των κρατών-μελών της Ε.Ε., διότι οι ισχυρές οικονομικά χώρες και ιδιαιτέρως η Γερμανία επιβάλλουν την ακολουθητέα πολιτική. Γι’ αυτό και έχει επωφεληθεί σε βάρος των εταίρων της. Το ενδιαφέρον δε είναι, ότι από την θετική πορεία της γερμανικής οικονομίας δεν επωφελούνται οι εργαζόμενοι αλλά η μειοψηφία του πλούτου.
Το πρόβλημα της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν εξαντλείται στην ανισορροπία, η οποία χαρακτηρίζει την οικονομική ανάπτυξη των κρατών-μελών. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες δεν είναι προετοιμασμένες για την αναγκαία διαπολιτισμική προσέγγιση και την κατανόηση των όποιων διαφορετικών οπτικών σε σχέση με τον τρόπο ζωής και λειτουργίας λόγω των ιστορικών τους διαδρομών. Και αυτό, παρά την ύπαρξη κοινής πολιτισμικής βάσης του ευρωπαϊκού χώρου από την Αρχαιότητα και την Αναγέννηση μέχρι σήμερα.
Δυστυχώς τόσο οι εθνικές κυβερνήσεις όσο και η γραφειοκρατία των Βρυξελλών διαχειρίζονται τις κοινωνίες ως οικονομικές οντότητες μόνο. Γι’ αυτό και η ευρωπαϊκή πολιτική σε σχέση με την διαπολιτισμική προσέγγιση είναι ανύπαρκτη ή στην καλύτερη περίπτωση υποτυπώδης χωρίς στόχους και αποτελέσματα.
Δεν είναι τυχαίο, ότι σε αρκετές περιπτώσεις αυτή την περίοδο της οικονομικής κρίσης κυριαρχούν τα αρνητικά στερεότυπα του παρελθόντος μεταξύ των ευρωπαϊκών κοινωνιών. Με εργαλείο την επικίνδυνη γενικευτική λογική «οι Έλληνες είναι τεμπέληδες» και «οι Γερμανοί είναι Ναζί». Με αυτά τα δεδομένα, εάν η πολιτική συνοχή είναι μία φορά κακή, στο κοινωνικό επίπεδο είναι σε πυκνό σκοτάδι.
Μέχρι τώρα η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν αποδεικνύεται ικανή να προωθήσει την συνοχή των ευρωπαϊκών κοινωνιών ως ενιαίου συλλογικού μορφώματος, με ταυτόχρονη διατήρηση της πολυπολιτισμικότητας και λειτουργική ενσωμάτωση των ιδιαιτεροτήτων, οι οποίες προκύπτουν από τα ιστορικά βιώματα του παρελθόντος.
Με αυτά τα δεδομένα δεν μπορεί να διαμορφωθεί ευρωπαϊκή συνείδηση στους πολίτες, ούτε και προκαλείται ενδιαφέρον για την πορεία των κρατών-μελών ως συνόλου. Γι’ αυτό και στο δημόσιο επικοινωνιακό πεδίο κυριαρχεί η εσωστρέφεια και η ενασχόληση με τις εξελίξεις ως εσωτερικού θέματος των επιμέρους κρατών, ακόμη και αν εξαρτώνται από τις αποφάσεις, οι οποίες λαμβάνονται σε ευρωπαϊκούς θεσμούς.
Η κοινή γνώμη έχει εθνικό προσανατολισμό από το ένα μέρος και από το άλλο αγνοεί την πραγματικότητα, οπότε είναι εύκολα διαχειρίσιμη επικονωνιακά από το πολιτικό σύστημα για την αποκόμιση πολιτικού οφέλους. Όταν συμφέρει, χρεώνονται οι αποφάσεις στην τοπική κυβέρνηση, ενώ στην αντίθετη περίπτωση στους «εταίρους». Αρκεί το παράδειγμα της ελληνικής κυβέρνησης στο πλαίσιο των διαπραγματεύσεων με τους «δανειστές εταίρους», οι οποίοι μερικές φορές παρομοιάζονται και με αδίστακτους εγκληματίες.
Το πολύ αρνητικό δε είναι, ότι με την λογική των γενικεύσεων τα όποια αρνητικά χρεώνονται από τον ένα ευρωπαϊκό λαό στον άλλο και όχι στην ακολουθούμενη πολιτική, από την οποία ωφελείται κυρίως η μειοψηφία του πλούτου.
Η συνειδητή από το πολιτικό σύστημα αποστασιοποίηση της πραγματικής κατάστασης από την επικοινωνιακή διαχείριση της για την εξυπηρέτηση σκοπιμοτήτων είναι το κύριο πολιτικό χαρακτηριστικό της καθημερινότητας. Αρωγός σε αυτή την πρακτική είναι και το σύστημα των Μέσων Μαζικής Επικοινωνίας.
Με βάση αυτά τα δεδομένα είναι πολύ φυσικό, οι ευρωπαϊκές κοινωνίες να απέχουν από κάθε διεργασία οικοδόμησης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δημοκρατία στην Ευρώπη πραγματώνεται στις συνόδους των ηγετών των κρατών-μελών και στην γραφειοκρατική τους προέκταση στις υπηρεσίες των εκτελεστικών οργάνων της Ε.Ε. στις Βρυξέλλες.
Βεβαίως για τυπικούς λόγους υπάρχει και το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, στο οποίο αποστέλλονται οι εκπρόσωποι των ευρωπαϊκών λαών, αφού εκλεγούν με βάση εθνικά κριτήρια από τους ευρωπαίους, υποτίθεται, πολίτες.
Εάν δεν αλλάξουν οι συνθήκες στην Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα άμεσα, τότε η πορεία προς την αποσύνθεση του ήδη προβληματικού οικοδομήματος θα γίνεται όλο και πιο γρήγορη. Ήδη η παγκοσμιοποίηση εξελίσσεται με πιο ταχείς ρυθμούς από την πορεία της Ευρώπης, η πολιτική ηγεσία της οποίας δεν φαίνεται να επιθυμεί την ολοκλήρωση του εγχειρήματος με την πολιτική ενοποίηση και την ενιαία οικονομική διακυβέρνηση, ώστε η οικονομική ανάπτυξη να μην εξαντλείται στα όρια των ισχυρών οικονομικά χωρών.
Βασική προϋπόθεση για την επίτευξη αυτών των στόχων είναι η ουσιαστικοποίηση της δημοκρατίας στο πλαίσιο της δημιουργίας ευρωπαϊκών δομών της κοινωνίας πολιτών. Αυτό είναι το πρώτο βήμα, ώστε οι ευρωπαίοι πολίτες να προσεγγίσουν αλλήλους αντιμετωπίζοντας τα προβλήματα ως ενιαίο κοινωνικό μόρφωμα. Το εγχείρημα δεν είναι εύκολο και θέλει πολύ δουλειά. Όμως επείγει, εάν θέλουμε ως ευρωπαίοι πολίτες ενιαία διακυβέρνηση, η οποία θα αντιμετωπίζει τις ανάγκες των κοινωνικών συστημάτων σε όλες τις χώρες με τα ίδια κριτήρια (από την απασχόληση και την ασφάλιση μέχρι την διαπολιτισμική ανταλλαγή και προσέγγιση).
Παράλληλα πρέπει να επισημανθεί, ότι η ουσιαστική πολιτική ενοποίηση σημαίνει ενιαία διακυβέρνηση και διεκδίκηση ανάληψης αυτής της ευθύνης από ευρωπαϊκά κόμματα, τα οποία θα συγκροτούνται από το σύνολο των ευρωπαίων πολιτών, χωρίς επικοινωνιακού χαρακτήρα εθνικές παρωπίδες.
Με αυτό τον τρόπο θα διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την οικοδόμηση της ευρωπαϊκής συνείδησης και ταυτότητας, στις οποίες θα εμπεριέχεται και η εθνική διαδρομή των επιμέρους ευρωπαϊκών κοινωνιών.
Το νέο όραμα για την Ευρώπη του μέλλοντος πρέπει να είναι σε θέση να ισορροπήσει τον πλουραλισμό των διαφορετικών πολιτισμικών εκδοχών, οι οποίες πήραν μορφή και περιεχόμενο στο πλαίσιο των διαφορετικών ιστορικών διαδρομών των επιμέρους κοινωνιών, που την συνθέτουν. Αυτό είναι εφικτό, εάν διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την αναγκαία όσμωση στο επίπεδο της ευρωπαϊκής κοινωνικής βάσης και όχι με την προώθηση προτύπων και στοχεύσεων στο πλαίσιο της κοινωνίας του θεάματος και των μίντια.
Οι κοινωνίες του μέλλοντος θα πρέπει να διαχειρισθούν μια πολύ σύνθετη πραγματικότητα, η οποία συνεχώς θα γίνεται πιο πλούσια σε προϋποθέσεις για την λήψη αποφάσεων, οι οποίες δεσμεύουν σε βάθος χρόνου. Η κοινωνική δραστηριοποίηση και συνοχή θα βασίζονται όλο και περισσότερο σε πολίτες με ορθολογική και κριτική σκέψη και όχι σε καταναλωτές επικοινωνιακών μηνυμάτων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση χρειάζεται τέτοιας ποιότητας πολίτες, εάν επιθυμούμε να έχει προοπτική. Εξάλλου είναι ανάγκη ζωτικής σημασίας η ανάληψη και από την κοινωνία και τον πολίτη, ως συλλογικό και ατομικό υποκείμενο αντίστοιχα, της ευθύνης για την πορεία προς το μέλλον.
Ειδάλλως θα συνεχίζεται η δημοκρατική λειτουργία ως τυπική διαδικασία νομιμοποίησης των αποφάσεων των οικονομικών και πολιτικών ελίτ, οι οποίες δεν είναι σε θέση να οδηγήσουν το ευρωπαϊκό οικοδόμημα βασιζόμενες σε μια οραματική πολιτική, που ανοίγει ρεαλιστικές προοπτικές για τις μελλοντικές γενιές. Και αυτό δεν επιτυγχάνεται με την αναπαραγωγή της ανθρώπινης σκέψης στο πλαίσιο της ψηφιακής τεχνολογίας με την μορφή της τεχνητής νοημοσύνης και την μετατροπή του ανθρώπου σε απλό διεκπεραιωτή συστημικών ρόλων, αλλά με την αλλαγή του μοντέλου κοινωνικής οργάνωσης με σημείο αναφοράς τον κοινωνικό ανθρωπισμό.
Εξάλλου το άτομο χωρίς ανεπτυγμένη ορθολογική σκέψη δεν είναι σε θέση να κατανοήσει την πραγματικότητα και να διαμορφώσει την ελεύθερη βούληση, ώστε με γνώση και άποψη να πραγματώνει την δημοκρατία και να μην αποτελεί μόνο τυπική νομιμοποιητική συνιστώσα της πορείας προς στο μέλλον.