Με έναν νεκρό αδύνατον να συζητήσεις. Ακόμη και αν πρόκειται για αυτόχειρα, ο οποίος επιδίωξε να επικοινωνήσει μαζί σου – με το διάβημά του το ίδιο και με την επιστολή που το συνόδευσε.
Ξέρω καλά τις στατιστικές που τώρα ανασύρονται: οι αυτοκτονίες πολλαπλασιάζονται στην Ελλάδα τα τελευταία δύο χρόνια. Εχω παρακολουθήσει τις συζητήσεις των ειδικών που εξηγούν πώς η οικονομική κρίση γεννά οδυνηρά αισθήματα πτώσης ή απώλειας ή πώς η οικονομική δυσπραγία μπορεί να γίνει το εκλυτικό γεγονός που κινητοποιεί σκοτεινούς, κρυμμένους ψυχικούς μηχανισμούς. Ξέρω τις μετρήσεις που λένε πως η κρίση, και προπάντων η ανεργία, ήταν πάντα ένας πολλαπλασιαστής της βίας, συμπεριλαμβανομένης της βίας που αυτο-βάλλει, στρέφεται κατά του ίδιου σου του εαυτού.
Αλλά μια αυτοκτονία παραμένει πάντα ένα μυστήριο που αρνείται τις εξηγήσεις – τις εύκολες, τετριμμένες, συνθηματολογικές εξηγήσεις προπάντων. Ακόμη κι όταν, όπως στην περίπτωση του Δημήτρη Χριστούλα, ο αυτόχειρας τη θέλει όχι σκοτεινή πράξη απελπισίας ή παραίτησης αλλά ευανάγνωστο πολιτικό μανιφέστο. Στη γλώσσα του Αλμπέρ Καμί, η αυτοκτονία, «αυτή η χειρονομία που προετοιμάζεται στη σιωπή της ψυχής», θέτει το «μόνο αληθινά σοβαρό φιλοσοφικό πρόβλημα». Ας την σεβαστούμε, λοιπόν.
Να αντιπαρατεθείς με τον αυτόχειρα για τη χειρονομία του την ίδια, συνεπώς, αδύνατον. Αδύνατον να αντιτείνεις στη λογική της – αν υπάρχει λογική που άγει ώς τον θάνατο. Μα είναι δύσκολο, και κινδυνεύει να εκληφθεί ως βλάσφημο, και να δοκιμάσεις να ξεχωρίσεις την άποψη που ο αυτόχειρας υπογράφει με το διάβημά του, από τον σεβασμό και τη συγκίνηση που το διάβημα το ίδιο υποβάλλει και απαιτεί.
Αλλά πρέπει. Πρέπει, εμείς οι παραλήπτες αυτής της έκκλησης για εξέγερση, που περιεβλήθη το κύρος του θανάτου να την σκεφτούμε, να τη συζητήσουμε, να την κρίνουμε – απαλλαγμένη από το βάρος της αιμάτινης πορφύρας που φέρει.
Ας συζητήσουμε, λοιπόν, ξανά: πρέπει να πάρουμε τα Καλάσνικοφ εναντίον μιας «κατοχικής κυβέρνησης Τσολάκογλου» και κάποιων «εθνικών προδοτών» που θα «κρεμαστούν ανάποδα, όπως ο Μουσολίνι»; Είναι δηλαδή η χρεοκοπία της χώρας, τον Απρίλιο του 2010, και η υπαγωγή της στην επιτήρηση των πιστωτών, κάτι αντίστοιχο με την επίθεση των Γερμανών το 1941 και την Κατοχή; Μια ξαφνική ρήξη σε μια ομαλή κανονικότητα; Μια εξωτερική επίθεση που βρήκε απλώς λίγους δωσίλογους συνεργάτες στο εσωτερικό; Μια προδοσία κάποιου εφιάλτη που άνοιξε τον δρόμο στον εχθρό; Ή ήταν η (ούτε μοιραία, ούτε ανυπαίτια, βεβαίως) κατάληξη μιας μακρόσυρτης εσωτερικής διαδικασίας που δούλευε χρόνια κάτω από τα πόδια μας;
Ας σκεφτούμε ξανά: μήπως είχε δίκιο εκείνος ο κορυφαίος στοχαστής που περιέγραφε τη μετάλλαξη του επιχώριου πελατειακού πολιτικού συστήματος, όπου «δεν αρκούσε πια ο διορισμός των ημετέρων», χρειαζόταν τα κόμματα να υπόσχονται διαρκώς την ικανοποίηση «όλο και υψηλότερων καταναλωτικών προσδοκιών», σε επίπεδο μαζικό και όλο και υψηλότερο από τις παραγωγικές δυνατότητες της χώρας. Και προφήτευε πως, έτσι, με τα κόμματα αιχμάλωτα της καταναλωτικής προσδοκίας των ψηφοφόρων τους, το πολιτικό σύστημα γίνεται «αγωγός εκποίησης της χώρας με μόνο αντάλλαγμα τη δική του διαιώνιση, δηλαδή τη δυνατότητά του να προβαίνει σε υλικές παροχές παίρνοντας παροχές ψήφων». Και η χώρα άγεται να δανείζεται «δηλαδή εκχωρεί τις αποφάσεις για το μέλλον της στους δανειοδότες της».
Το κείμενο που επικαλούμαι δημοσιεύτηκε το μακρινό 1991 (Παναγιώτη Κονδύλη: «Οι αιτίες της παρακμής της σύγχρονης Ελλάδας»). Κι αν οι τότε τολμηρές διατυπώσεις του μοιάζουν σήμερα κοινότοπες, αυτονόητες, σημαίνει πως η κατάσταση απέναντι στην οποία καλούμαστε να εξεγερθούμε και να την αλλάξουμε είναι πολύ πιο πολύπλοκη απ’ ό,τι μια «θεωρία προδοσίας» θα ήθελε. Και πως η απόδοση ευθυνών και η αναγκαία διόρθωση ημαρτημένων απαιτεί διαδικασίες πολύ πιο σύνθετες και δράσεις πολύ πιο συλλογικές (συνεπώς, αρθρωμένες κατά την τάξη της δημοκρατίας) από ό,τι η κάννη ενός όπλου μπορεί να επιβάλει. Η Δημοκρατία είναι το ζητούμενο. Οχι τα Καλάσνικοφ…