Η περίοδος μετά το 2010 σημαδεύτηκε από την περιπέτεια των μνημονίων. Η χώρα ήταν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας και με κίνδυνο για έξοδο από την ευρωζώνη. Ήταν μία εποχή όπου οι ανάγκες της εθνικής συνεννόησης ήταν πιο πάνω από τους προγραμματικούς ορίζοντες των πολιτικών κομμάτων. Η σημασία της συναίνεσης για την διέξοδο από την κρίση ήταν πραγματική. Οι σκέψεις αυτές φαίνονται λίγο σχηματικές αν συγκρίνουμε με την περίοδο που ζούμε τώρα αλλά νομίζω ότι είναι κοντά στην πραγματικότητα. Οι συνθήκες τώρα είναι διαφορετικές. Τυπικά είμαστε στην ζώνη της «κανονικότητας». Τα στοιχεία της πρόσφατης οικονομικής ταραχής έχουν λιγότερο εθνικό χρώμα. Είναι απότοκα των Διεθνών και των Ευρωπαϊκών εξελίξεων με την Πανδημία και τον πόλεμο στην Ουκρανία. Οι συντεταγμένες των λύσεων απαιτούν πρώτα από όλα κοινές Ευρωπαϊκές πολιτικές. Ο προβληματισμός αυτός κατατίθεται γιατί η επωδός των συναινέσεων δεν μπορεί να γίνει αιώνια μανιέρα πίσω από την οποία θα κρύβονται οι διαφορετικοί προγραμματικοί προσανατολισμοί των κομμάτων. Με απλά λόγια δεν μπορούμε να ξεπερνάμε την διάκριση των δεξιών και αριστερών προσεγγίσεων κάθε φορά, στο όνομα εκτάκτων καταστάσεων στην Οικονομία.
Ο Ζαν Πολ Φιτουσί-ένας από τους επιφανέστερους εκπροσώπους της Γαλλικής Κεϋνσιανής σχολής-μάς μιλά για την νεογλώσσα πού καθιερώνει ένα είδος μονόδρομης σκέψης για την Οικονομία και την Κοινωνία. Μιλάμε για «μεταρρυθμίσεις» αλλά αυτό σημαίνει περιορισμό της κοινωνικής προστασίας. Μιλάμε για «ποσοτική χαλάρωση» αντί για αμφισβήτηση της λιτότητας. Ο όρος «πλήρης απασχόληση» έχει εκτοπιστεί γιατί και μόνο η εκφώνηση του θεωρείται ανορθολογική. Στη νεογλώσσα το μόνο πού μπορεί να διαθέτει κυριαρχία είναι το χρέος. Όλες οι άλλες εκδοχές κυριαρχίας είναι εκτός ατζέντας. Η νεογλώσσα μάς μιλά για ανταγωνιστικότητα αλλά εμείς ακούμε επισφάλεια. Οι επιλογές για αναδιανομή εισοδήματος και για φορολογία του πλούτου είναι επίσης εκτός ατζέντας. Εδώ πια οι διακρίσεις αριστερών και δεξιών απαντήσεων είναι εμφανείς. Οι φιλελεύθεροι -και ακόμα πιο πολύ οι νεοφιλελεύθεροι-εκφωνητές μένουν μόνο στο πεδίο των συναινέσεων. Αλλά χωρίς διάθεση πραγματικών κοινωνικών συμβιβασμών. Οι εκφωνήσεις είναι μόνο για να βρίσκονται έξω από το τραπέζι όλα εκείνα τα αιτήματα τα οποία αμφισβητούν τις κυρίαρχες καταστάσεις. Τα επιδόματα γίνονται το μέσο για την προσωρινή εκτόνωση της διαμαρτυρίας. Στο όνομα του «Λεφτά ΔΕΝ υπάρχουν» οι αδύναμες κοινωνικές τάξεις και τα πληβειακά στρώματα καλούνται κατά βάση να υποχωρούν. Και όποια διαμαρτυρία γίνει λίγο πιο έντονη βαφτίζεται «λαϊκισμός». Με αυτόν μάλιστα τον τρόπο χάνεται και η αληθινή σημασία στην κριτική του λαϊκισμού ο οποίος υπονομεύει κάθε σοβαρή προγραμματική διαβούλευση. Οι δυνάμεις της Σοσιαλδημοκρατίας στην Ευρώπη συνειδητοποιούν τις νέες συνθήκες. Το ζήτημα των κοινωνικών ανισοτήτων είναι τώρα πια ψηλά στην ατζέντα. Από την Αμερική του Μπάιντεν έως την Ισπανία του Σάντσεθ. Αυτό επαναφέρει τις προγραμματικές διάφορες στο προσκήνιο. Από αυτή την άποψη και στην χώρα μας οι διαφορές του ΠΑΣΟΚ/ΚΙΝΑΛ με την ΝΔ επανέρχονται στην δημοσία αντιπαράθεση με μεγαλύτερη ένταση λόγω των συνθηκών. Και η αντίδραση της ΝΔ περί ταύτισης της Κεντροαριστεράς με τον ΣΥΡΙΖΑ είναι το τελευταίο επικοινωνιακό «οχυρό» για την ηγεμονία της δεξιάς ατζέντας. Γιατί όποιος κάνει κριτική στην κυβέρνηση δεν είναι αυτόματα προς τον ΣΥΡΙΖΑ. Αυτός ο νέος διχασμός δεν έχει πια λειτουργική αξία.
Πηγή: www.tanea.gr