Νέες γεωγραφικές ανισότητες: Μια νέα παράμετρος στον αναπτυξιακό σχεδιασμό

Αλέκος Κρητικός 10 Ιουλ 2019

liberal.gr

Μέχρι σήμερα, η προώθηση της συνοχής σε επίπεδο Ευρωπαϊκής Ένωσης εστιάζεται στη μείωση των ανισοτήτων μεταξύ των ευρωπαϊκών περιφερειών, όπως αυτό εμφατικά δηλώνεται στο άρθρο 174 της Συνθήκης για τη λειτουργία της ΕΕ.

Για την αντιμετώπιση των ανισοτήτων μεταξύ περιφερειών δημιουργήθηκε κατ’ αρχάς το Περιφερειακό Ταμείο. Τον ίδιο γενικό στόχο υπηρέτησαν στη συνέχεια τα ΜΟΠ και το Ταμείο Συνοχής. Αυτή ήταν η λογική και όλων των Κοινοτικών Πλαισίων (ΚΠΣ) και των ΕΣΠΑ που ακολούθησαν.

Οι ανισότητες μεταξύ των περιφερειών υπήρξαν πάντα το κύριο μέλημα κάθε αναπτυξιακού σχεδιασμού όχι μόνο στην ΕΕ αλλά και στη χώρα μας. Η ανάπτυξη της Ηπείρου, της Θράκης, των νησιών του Αιγαίου, για να αναφέρουμε ορισμένα χαρακτηριστικά παραδείγματα, ήταν πάντα οι μεγάλες προτεραιότητες είτε του αναπτυξιακού νόμου, είτε των αγροτικών επιχορηγήσεων, είτε των ειδικών αναπτυξιακών προγραμμάτων, των ΚΠΣ και των ΕΣΠΑ. Χωρίς, συνήθως, τα αποτελέσματα να είναι ανάλογα της προτεραιότητας που δινόταν και του ύψους χρηματοδότησης.

Φαίνεται όμως ότι αυτό το μοντέλο, δηλαδή η εξέταση -και αντιμετώπιση- των ανισοτήτων σε επίπεδο περιφερειών, ξεπερνιέται πλέον από τα πράγματα. Διότι τώρα μας προκύπτει ένα μέτωπο νέων ανισοτήτων που εκδηλώνεται όχι πια -ή όχι μόνο-ανάμεσα στις περιφέρειες αλλά, και κυρίως, ανάμεσα στα υπερανεπτυγμένα αστικά κέντρα και τη γεωγραφική περίμετρό τους που δεν κατορθώνει να τα ακολουθήσει.

Για να μείνουμε στα καθ’ημάς – και παίρνοντας ως δεδομένο το ότι η πληθυσμιακή συρρίκνωση συμβαδίζει, στην περίπτωσή μας τουλάχιστον, και με οικονομική συρρίκνωση – η σύγκριση της εξέλιξης του πληθυσμού των νομών της Ελλάδας και του πληθυσμού των πρωτευουσών τους αρκεί για να μας πείσει. Διαπιστώνεται, κατ΄αρχάς, ότι η θετική εξέλιξη (περίπου +7%) του συνολικού πληθυσμού της χώρας μεταξύ 1991 και 2011, απορροφάται ολόκληρη από τις πρωτεύουσες των νομών, τα τοπικά αστικά κέντρα.

Όμως, τα αστικά κέντρα δεν αρκούνται σε αυτό, αλλά απομυζούν και μέρος του πληθυσμού του ίδιου του νομού τους. Για του λόγου το αληθές, ο πληθυσμός π.χ. της πόλης των Σερρών αυξήθηκε μεταξύ 1991-2011 κατά 19% ενώ ο συνολικός πληθυσμός του νομού μειώθηκε κατά 9% : αυτό σημαίνει ότι ο εκτός πόλης Σερρών πληθυσμός του νομού μειώθηκε κατά 20%. Αντίστοιχα στο νομό Αρκαδίας, η αύξηση του πληθυσμού της Τρίπολης κατά 35% συνοδεύθηκε από μείωση του εκτός Τρίπολης πληθυσμού του νομού κατά 27%. Ανάλογα είναι τα στοιχεία σε όλους σχεδόν τους νομούς της χώρας, πλην της Κρήτης. Η περίπτωση της Κρήτης, που δεν ακολουθεί τον κανόνα, αξίζει να μελετηθεί προκειμένου να εξαχθούν χρήσιμα συμπεράσματα για τον αναπτυξιακό σχεδιασμό στη χώρα μας.

Γιατί όμως συμβαίνει αυτό; Γιατί προκύπτουν αυτές οι νέες ανισότητες; Και όχι μόνο στην Ελλάδα αλλά σε όλη την ΕΕ; Διάφορες απαντήσεις επιχειρείται να δοθούν. Όλες όμως οι αναλύσεις θεωρούν ως βασικό λόγο το επίπεδο εκπαίδευσης και την ηλικία του πληθυσμού. Τα αστικά κέντρα εξασφαλίζουν, σε μεγαλύτερο βαθμό απ’ό,τι η ύπαιθρος, περιβάλλον που ευνοεί την εγκατάσταση και λειτουργία επιχειρήσεων παραγωγής προϊόντων υψηλότερης προστιθέμενης αξίας. Η εγκατάσταση και λειτουργία νέων επιχειρήσεων προσελκύει νέο σε ηλικία και καλά εκπαιδευμένο ανθρώπινο δυναμικό.

Κατ’ επέκταση, η ύπαρξη αυτού του νέου και καλά εκπαιδευμένου ανθρώπινου δυναμικού, αφ’ ενός αυξάνει την παραγωγικότητα και αφ’ ετέρου λειτουργεί ελκυστικά για την εγκατάσταση και άλλων επιχειρήσεων. Και ο κύκλος συνεχίζεται. Χαμένη από αυτή την ιστορία είναι η γεωγραφική περίμετρος των αστικών κέντρων που, στην καλύτερη περίπτωση, καλείται να φιλοξενήσει επιχειρήσεις χαμηλής παραγωγικότητας και, σε πολλές περιπτώσεις, ξεπερασμένης τεχνολογίας.

Οι νέες ανισότητες είναι λοιπόν μια πραγματικότητα. Κακή; Όχι κατ’ανάγκην. Εξ άλλου, δεν έχει και πολύ νόημα να αδιαφορούμε για το αν η πραγματικότητα διαφωνεί μαζί μας. Είτε μας αρέσει, είτε όχι, την περίοδο 2005-2012, από ένα σύνολο 750 πόλεων σε όλον τον κόσμο, το 72% εξ αυτών παρουσίασαν ρυθμούς ανάπτυξης μεγαλύτερους από τις οικονομίες των χωρών τους, ακόμη και στις περιπτώσεις που ανήκαν σε καθυστερημένες περιφέρειες. Αυτό σημαίνει ότι οι πόλεις είναι αδιαμφισβήτητοι πόλοι ανάπτυξης και ότι για τους υπεύθυνους του αναπτυξιακού σχεδιασμού τίθεται το δίλημμα: θα ενθαρρύνουν τις επενδύσεις σε αστικά κέντρα ή θα συνεχίσουν να επιχειρούν την ανάσχεση της πληθυσμιακής και οικονομικής συρρίκνωσης της γεωγραφικής περιμέτρου τους; Και με τι κόστος; Υπάρχει δυνατότητα συνδυασμού των δύο προσεγγίσεων;

Η νέα κυβέρνηση καλείται, μεταξύ άλλων, να προχωρήσει άμεσα -λόγω προθεσμιών- στον σχεδιασμό του νέου ΕΣΠΑ. Στο πλαίσιο αυτό θα πρέπει να απαντήσει και σε αυτό το ζήτημα των νέων ανισοτήτων. Και να επιδιώξει τον βέλτιστο συνδυασμό του οικονομικού οφέλους με την κοινωνική συνοχή και τη χωρική συνέχεια. Αργά ή γρήγορα, δε, το ζήτημα των νέων ανισοτήτων θα τεθεί και σε επίπεδο οργάνων της ΕΕ. Η Γαλλία θα είναι ίσως το πρώτο κράτος μέλος που θα το θέσει, για τους δικούς της λόγους. Ο Εμμ.Μακρόν σε αυτές τις νέες ανισότητες αποδίδει το φαινόμενο των «κίτρινων γιλέκων». Θα πρέπει, ως χώρα, να είμαστε έτοιμοι να γίνουμε συνδιαμορφωτές των σχετικών προτάσεων και αποφάσεων, αποκομίζοντας τα μέγιστα δυνατά οφέλη, αντί να δώσουμε, για μια ακόμη φορά, καθυστερημένες μάχες οπισθοφυλακών.