Σχεδόν καθημερινά η επικαιρότητα διαπερνάται από περιστατικά βίαιων αντιπαραθέσεων μεταξύ των νέων ακόμη και στα σχολεία, τα οποία προκαλούν ερωτηματικά στους πολίτες και γενικότερα κλίμα ανασφάλειας για το μέλλον και τις συνθήκες, που θα διαμορφωθούν στην προοπτική του χρόνου.
Η μεγάλη αύξηση των περιστατικών βίας στην νεανική ηλικία οδήγησε την κυβέρνηση στην λήψη μέτρων για την διαχείριση του φαινομένου κατά κύριο λόγο στα σχολεία, χωρίς να αντιμετωπίζονται τα γενεσιουργά αίτια από το ένα μέρος. Από το άλλο μέρος τα κόμματα της αντιπολίτευσης κινούμενα με την ίδια οπτική ασκούν κριτική, χωρίς να αναλύουν ούτε και να συνδέουν αυτό το φαινόμενο με την κοινωνική δυναμική και τα ποιοτικά της χαρακτηριστικά.
Συγκεκριμένα ο υπουργός Παιδείας ανακοίνωσε (9.4.2024) μέτρα για την αντιμετώπιση του σχολικού εκφοβισμού, τα οποία περιληπτικά εξαντλούνται στην αυστηροποίηση των πεινών στα σχολεία, στην εμπλοκή των γονέων στην διαχείριση της αντιμετώπισης του και στην ανάληψη ευθυνών, στην επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και στην διευκόλυνση της διαδικασίας για την αλλαγή του σχολικού περιβάλλοντος.
Τα κόμματα της αντιπολίτευσης άσκησαν αμέσως κριτική, η οποία όμως κινείται στο ίδιο «μήκος κύματος», χωρίς να ασχολούνται με τα γενεσιουργά αίτια της νεανικής βίας.
Ο ΣΥΡΙΖΑ επισημαίνει, ότι η κυβέρνηση συνεχίζει την απαξίωση του παιδαγωγικού και διδακτικού ρόλου του σχολείου, προσδίδει στους εκπαιδευτικούς ρόλο αστυφύλακα και μετατρέπει τους γονείς σε απολογούμενους, ενώ τους αφήνει αβοήθητους και τονίζει, ότι «το πρόβλημα της βίας δεν θα λυθεί με αυταρχισμό, αλλά με διάλογο στη σχολική κοινότητα και αξιοποίηση όλης της σύγχρονης παιδαγωγικής σκέψης».
Επίσης προτείνει την οργάνωση συζητήσεων σε όλα τα σχολεία αμέσως μετά το Πάσχα (δηλαδή τον Μάιο 2024) για τον σχολικό εκφοβισμό, την επιμόρφωση των εκπαιδευτικών και την ανάληψη ρόλου από τους συλλόγους γονέων.
Το ΠΑΣΟΚ θεωρεί, ότι η πολιτεία πρέπει να λάβει προληπτικά μέτρα με την στελέχωση των σχολείων με ψυχολόγους και κοινωνικούς λειτουργούς, ανάληψη ενεργού ρόλου από τους εκπαιδευτικούς και έναρξη διαλόγου μεταξύ των κομμάτων για την βία.
Το ΚΚΕ επισημαίνει, ότι η πολιτεία κινείται με λογική καταστολής στα κυβερνητικά μέτρα και προτείνει την καλλιέργεια της αλληλεγγύης στη θέση του ατομικισμού, του ανταγωνισμού και των αξιών του κοινωνικού συστήματος.
Τέλος η Νέα Αριστερά τονίζει, ότι η κυβέρνηση έχει την οπτική της χρέωσης της βίαιης συμπεριφοράς στην ατομική ευθύνη του μαθητή με την αυστηροποίηση των ποινών, ενώ παράλληλα εγκαταλείπονται τα θύματα.
Βέβαια η νεανική παραβατικότητα και η άσκηση βίας δεν περιορίζεται μόνο στην Ελλάδα. Ενδιαφέρον έχει, ότι το 2023 στην Γερμανία 104.000 παιδιά κάτω των 14 ετών ήταν ύποπτα για παραβατική συμπεριφορά και δραστηριότητα, δηλαδή 43% αύξηση σε σύγκριση με το 2019. Στους νέους από 14 ετών μέχρι την ενηλικίωση οι ύποπτοι για παραβατική συμπεριφορά ήταν 177.000, δηλαδή 17% άνοδος σε σύγκριση με το 2019.
Στην Ελλάδα σύμφωνα με στοιχεία της ΕΛΑΣ για την σχολική βία το τελευταίο 2μηνο πραγματοποιήθηκαν 500 συλλήψεις και 1.418 προσαγωγές κατά την διάρκεια 40.638 ελέγχων. Είναι δε ανησυχητικό, ότι, ενώ παιδιά δέχονταν επιθέσεις, γύρω τους ήταν αρκετά άτομα, που τις κατέγραφαν στα κινητά τους για να τις αναρτήσουν στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Αυτό είναι πολύ χαρακτηριστικό παράδειγμα για τον ευτελισμό της ανθρώπινης ζωής και την εργαλειοποίηση της στο πλαίσιο της οπτικής της κοινωνίας του θεάματος.
Και ενώ η νεανική βία ευδοκιμεί και αυξάνονται κάθετα τα περιστατικά, όπως συμβαίνει και με την ενδοοικογενειακή βία, το πολιτικό σύστημα και ιδιαιτέρως η κυβερνητική του εκδοχή δεν ασχολούνται με την αναζήτηση και αντιμετώπιση των γενεσιουργών αιτίων της νεανικής βίας και όχι μόνο αυτής, ώστε να διαμορφωθούν οι προϋποθέσεις για την άρση τους και την δημιουργία υψηλού βαθμού συνεκτικών κοινωνικών συνθηκών.
Είναι πιο εύκολο να χρεώνεται η βίαιη συμπεριφορά και στάση στην ατομική ευθύνη του κάθε πολίτη. Μόνο που ο κάθε άνθρωπος δεν γεννιέται βίαιος, αλλά διαμορφώνει την οπτική διαχείρισης της πραγματικότητας ανάλογα με τις κοινωνικές συνθήκες, που βιώνει από την παιδική του ηλικία.
Τα αίτια σχετίζονται με τις κοινωνικές αξίες, που οριοθετούν την σύγχρονη πραγματικότητα, οι οποίες πλέον δεν παράγονται στο πλαίσιο της συμβίωσης των ανθρώπων στις τοπικές κοινωνίες, αλλά έχουν υποκατασταθεί από πρότυπα με προσανατολισμό τον μονοδιάστατο καταναλωτισμό σε συνδυασμό με την αναζήτηση νοήματος στην ζωή μέσα από το θέαμα και την εντύπωση, που προκαλεί, με στόχο την αποδοχή στο κοινωνικό πεδίο.
Σε αυτό το πλαίσιο η ανταγωνιστική οπτική και ο ατομικισμός βρίσκουν πρόσφορο έδαφος για την καλλιέργεια τους και την λειτουργία τους ως σημείων αναφοράς στην αποκατάσταση των κοινωνικών ισορροπιών.
Ενισχυτικά λειτουργούν οι κοινωνικές ανισότητες και η έλλειψη ορατής προοπτικής υπέρβασης τους σε συνδυασμό με την βραχυπρόθεσμη βίωση του χρόνου. Αυτές οι παράμετροι οδηγούν στην χρήση της βίας ως μέσου για διέξοδο από τις αρνητικές συνθήκες (όπως είναι η φτώχεια, η κοινωνική περιθωριοποίηση κ.λ.π.).
Εξάλλου κυρίαρχο στοιχείο στην σύγχρονη πραγματικότητα είναι ο ευτελισμός της ανθρώπινης ζωής. Η μεγάλη ρευστότητα στις κοινωνίες είτε στο εσωτερικό τους είτε μεταξύ τους, όπως συμβαίνει στο γεωπολιτικό πεδίο (π.χ. θάνατοι αμάχων στην Γάζα και στην Ουκρανία), διαμορφώνει συνθήκες ανασφάλειας και αβεβαιότητας σε σχέση με το μέλλον. Η ανθρώπινη ζωή δεν αποτελεί πλέον υπέρτατο αγαθό.
Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ είναι αποκαλυπτικά για την ελληνική κοινωνία. Το 2023 το 26,1% (2.658.400 άτομα) του ελληνικού πληθυσμού βρίσκεται σε κίνδυνο φτώχειας ή κοινωνικού αποκλεισμού. Ο κίνδυνος αυτός είναι μεγαλύτερος σε παιδιά ηλικίας 17 ετών και κάτω (28,1%).
Όσο υψηλότερο είναι το επίπεδο εκπαίδευσης τόσο χαμηλότερο είναι το ποσοστό κινδύνου φτώχειας (27,5% για όσους έχουν ολοκληρώσει μέχρι και το πρώτο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης, 18,5% για όσους έχουν ολοκληρώσει το δεύτερο στάδιο της δευτεροβάθμιας εκπαίδευσης και 6,7% για όσους έχουν ολοκληρώσει την τριτοβάθμια εκπαίδευση). Ουσιαστικά οι ανισότητες είναι προβλέψιμες από την παιδική και την νεανική ηλικία.
Παράλληλα στα σχολεία δεν προωθείται η ομαδική λειτουργία ως προς την μαθησιακή διαδικασία και την παραγωγή έργου, ώστε να καλλιεργείται η οπτική της συνεργασίας και της ενσυναίσθησης για την πρόοδο στο ατομικό πεδίο. Αυτό δρομολογεί την ευδοκίμηση συγκρουσιακών οπτικών για την επιβολή στις κοινωνικές σχέσεις και την ικανοποίηση για την επίδειξη ισχύος. Σε αυτό το πλαίσιο προκαλείται θετική στάση για την μετατροπή της βίας σε θέαμα στις σύγχρονες μορφές μαζικής επικοινωνίας (π.χ. μέσα κοινωνικής δικτύωσης). Δεν είναι τυχαίο, ότι οι σκηνές βίας καταγράφονται με κινητά τηλέφωνα και μεταφέρονται στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης.
Είναι εμφανές, ότι από την παιδική ηλικία δεν καλλιεργείται ο διάλογος ως μέσο επίλυσης διαφορών και οικοδόμησης κοινωνικής συνοχής. Εξάλλου γενικότερα η βία αποτελεί βασικό εργαλείο για την αποκατάσταση ισορροπιών στο γεωπολιτικό πεδίο, οι οποίες στηρίζονται στην ισχύ και όχι στο «κοινό καλό» και την επίτευξη του με διάλογο. Και αυτό «διδάσκει» στους νέους πολλά σε συνδυασμό και με την θεσμική βία (π.χ. για την διάλυση διαδηλώσεων).
Τόσο η βία στην νεανική ηλικία όσο και οι άλλες μορφές βίαιων στάσεων, από την ενδοοικογενειακή μέχρι την έκφραση της στο θεσμικό και στο γεωπολιτικό πεδίο, δείχνουν, ότι τα γενεσιουργά της αίτια σχετίζονται με τις κοινωνικές συνθήκες και τις αξίες, που τις διαπερνούν.
Αυτό σημαίνει, ότι με τα λαμβανόμενα μέτρα καταστολής του φαινομένου δεν αντιμετωπίζεται αποτελεσματικά η συνεχώς αυξανόμενη βία στις σύγχρονες κοινωνίες. Εάν δεν αποκατασταθούν συνεκτικές ισορροπίες (π.χ. με την άρση των ανισοτήτων, της ανταγωνιστικής οπτικής και του ευτελισμού της ανθρώπινης ζωής σε συνδυασμό με την προώθηση του διαλόγου και της συνεργασίας για την επίλυση διαφορών), τότε το φαινόμενο της βίας θα συνεχίσει να ταλαιπωρεί τις κοινωνίες.
Άμεσα πρέπει να ενεργοποιηθούν διαδικασίες διαλόγου τόσο μεταξύ των κομμάτων όσο και με την κοινωνία πολιτών με την συνδρομή και της επιστημονικής κοινότητας για την ουσιαστική αντιμετώπιση και άρση των γενεσιουργών αιτίων της νεανικής βίας και όχι μόνο αυτής.