Η χθεσινή απόφαση της οργανωτικής επιτροπής του συνεδρίου της Δημοκρατικής Συμπαράταξης ανοίγει ένα παράθυρο συνεννόησης, μετά από μια περίοδο ισχυρών εξωτερικών και εσωτερικών πιέσεων είναι η αλήθεια, καθώς φαίνεται να απομακρύνεται για πρώτη φορά από το αλαζονικό θέσφατο «εδώ είμαστε και σε όποιον αρέσει». Πρόκειται για ένα θετικό βήμα, στην περίπτωση φυσικά που η θέση αυτή επιβεβαιωθεί και συγκεκριμενοποιηθεί στην πορεία από την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ και το συνέδριο της ΔΗΣΥ.
Είναι από καιρό φανερό ότι στη δύσκολη προσπάθεια εξόδου από την κρίση ο προοδευτικός μεταρρυθμιστικός χώρος και κυρίως η χώρα έχουν ανάγκη από έναν πραγματικά νέο και ενιαίο πολιτικό φορέα που θα συμβάλλει αποφασιστικά στο γύρισμα της σελίδας.
Δεν δικαιολογούνται φυσικά ούτε πανηγυρισμοί από όσους υποστήριξαν εξ αρχής αυτή τη θέση ούτε και επανάπαυση από τους προοδευτικούς πολίτες. Πρώτον γιατί έχει αποδειχθεί επανειλημμένα ότι από τις διακηρύξεις μέχρι την υλοποίησή τους μεσολαβεί πολύς δρόμος, δύσβατος συχνά. Και δεύτερον γιατί το θέμα της συγκρότησης της ενιαίας προοδευτικής παράταξης δεν είναι θέμα διαδικαστικών συμφωνιών, όσο κι αν οι διαδικασίες αποκτούν συνήθως και πολιτικές διαστάσεις.
Η χώρα χρειάζεται ένα τολμηρό μεταρρυθμιστικό πρόγραμμα εκσυγχρονιστικού μετασχηματισμού των κοινωνικών και οικονομικών «κεκτημένων» νοοτροπιών πολλών δεκαετιών και χρειάζεται μια κυβέρνηση αποφασισμένη να σηκώσει το πολιτικό κόστος της υλοποίησής του, μακριά από κεντροαριστερές ιδεοληψίες και πελατειακούς λαϊκισμούς.
Η «πρώτη φορά αριστερά» αποδείχτηκε χειρότερη και πιο καταστροφική ακόμα κι από τις πιο απαισιόδοξες προβλέψεις, ενώ η συντηρητική παράταξη, παρά τις μεταρρυθμιστικές της διακηρύξεις και διαθέσεις, δεν φαίνεται ικανή να ξεπεράσει τα «λείψανα» του παρελθόντος της.
Μια μεγάλη νέα και ανανεωμένη – σε ιδέες και ανθρώπους – προοδευτική παράταξη είναι αναγκαία για να μπει η Ελλάδα στο δρόμο της οικονομικής ανάπτυξης.