Την τελευταία πενταετία η εξωτερική πολιτική δεν αποτελούσε υψηλή προτεραιότητα για τις ελληνικές κυβερνήσεις, παρά τη διεθνή και περιφερειακή κοσμογονία. Πρόκειται άραγε αυτό να αλλάξει με τη νέα κυβέρνηση και σε ποια ακριβώς κατεύθυνση; Ο ΣΥΡΙΖΑ έχει δηλώσει σε αρκετές περιπτώσεις ότι θα επιδιώξει μια σύσφιγξη των σχέσεων με τις χώρες BRICS, και ιδιαίτερα με τη Ρωσία. Οι πρώτες συναντήσεις του πρωθυπουργού ήταν με τους πρέσβεις της Ρωσίας και της Κίνας και αυτό αποτελεί ασφαλώς ένα ενδιαφέρον μήνυμα. Οπως σημειώνεται στη «Λευκή Βίβλο για εξωτερική πολιτική, άμυνα και ασφάλεια» η ετοιμασία της οποίας μόλις ολοκληρώθηκε από το ΕΛΙΑΜΕΠ, «η Αθήνα οφείλει να προσπαθήσει να αξιοποιήσει πρόσθετα «χαρτιά» στην εξωτερική της πολιτική, αναπτύσσοντας περαιτέρω τις σχέσεις της με μη δυτικές μεγάλες δυνάμεις, χωρίς βεβαίως αυτό να γίνει σε βάρος των ελληνο-ευρωπαϊκών και ελληνο-αμερικανικών σχέσεων, ενώ η Ελλάδα -σε αντιστοιχία με το ειδικό βάρος και την επιρροή της- ίσως μπορέσει να παίξει μελλοντικά ένα χρήσιμο [συμπληρωματικό] διαμεσολαβητικό ρόλο μεταξύ Ε.Ε. και Ρωσίας». Βεβαίως, η πρώτη σχετική δοκιμασία θα είναι η ενδεχόμενη προσπάθεια διεύρυνσης των ευρωπαϊκών κυρώσεων κατά της Ρωσίας όπου η ελληνική στάση δεν αποκλείεται να είναι αρνητική. Θα συνεκτιμηθεί ασφαλώς το κόστος μιας τέτοιας διαφοροποίησης (ιδιαίτερα αν βρεθούμε χωρίς συμμάχους) σε μια χρονική στιγμή όπου το βάρος θα δοθεί στην οικονομική διαπραγμάτευση με τους εταίρους μας.
Ενα άλλο κρίσιμο ερώτημα είναι εάν υπάρχει πρόθεση ενεργότερης ελληνικής εμπλοκής στις διπλωματικές και άλλες διεργασίες εντός της Ε.Ε. και κατά πόσον η Ελλάδα θα αποτελέσει ενεργό παίκτη, παρά τις τυχόν διαφωνίες σε επιμέρους θέματα. Μια τέτοια προσπάθεια ασφαλώς θα καθησύχαζε όσους εντός και εκτός Ελλάδας τρέφουν αμφιβολίες για τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της νέας ελληνικής κυβέρνησης, ενώ σαφέστατα θα εξυπηρετούσε τα ελληνικά συμφέροντα.
Δεν θα πρέπει μάλλον να αναμένονται θεαματικές εξελίξεις στις ελληνοτουρκικές σχέσεις, το Κυπριακό, το ζήτημα της ονομασίας και την ενεργειακή διπλωματία, όπου οι θέσεις του ΣΥΡΙΖΑ δεν φαίνεται να αποκλίνουν σημαντικά από εκείνες προηγούμενων κυβερνήσεων. Ερώτημα αποτελεί το αν θα προωθηθούν θεσμικές αλλαγές στο υπουργείο Εξωτερικών (μόνιμος υφυπουργός) ή και γενικότερα (Συμβούλιο Εθνικής Ασφαλείας). Επίσης, πρόκληση θα αποτελέσει και το ζήτημα των σχέσεων με το Ισραήλ, καθώς η Ελλάδα θα υποχρεωθεί να ισορροπήσει σε μια λεπτή γραμμή μεταξύ στρατηγικών συμφερόντων από τη μια και ιστορικών δεσμών και αίσθησης δικαίου από την άλλη.
Οσον δε αφορά στο υπουργείο Εθνικής Αμυνας, η παρουσία του προέδρου των ΑΝΕΛ (παρά τις ακραίες θέσεις του σε μια σειρά άλλων θεμάτων), αλλά και του υποστρατήγου ε.α. Ν. Τόσκα, ενδέχεται να εξισορροπήσει ορισμένες ριζοσπαστικές τάσεις όσον αφορά τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ΝΑΤΟ και τις αμυντικές δαπάνες (αλλά ακόμα και σε ζητήματα εσωτερικής ασφάλειας, στο πλαίσιο των ισορροπιών εντός της νέας κυβέρνησης). Βεβαίως, ζητούμενο εδώ αποτελεί η υλοποίηση των απαραίτητων αλλαγών στη δομή δυνάμεων και η προσαρμογή της αμυντικής πολιτικής στα νέα δεδομένα. Και ασφαλώς προέχει και η σώφρων διαχείριση τυχόν κρίσεων.