Νέα ευρωπαϊκή στρατηγική ασφάλειας

Θάνος Ντόκος 22 Απρ 2015

Δώδεκα χρόνια μετά την υιοθέτηση της πρώτης Ευρωπαϊκής Στρατηγικής Ασφαλείας (European Security Strategy), και ύστερα από οβιδιακές μεταμορφώσεις του περιφερειακού και παγκόσμιου περιβάλλοντος ασφαλείας, αλλά και συγκλονιστικές εξελίξεις στο εσωτερικό της Ευρωπαϊκής Ενωσης, έχει φθάσει η στιγμή για μια συνολική επανεξέταση της εν λόγω Στρατηγικής. Ακόμη και η πιο πρόσφατη Επισκόπηση του 2008, ασφαλώς, δεν μπορούσε να προβλέψει όλες τις εξελίξεις: το σχετικά γρήγορο τέλος της αμερικανικής «μονοπολικής περιόδου», την άνοδο της Κίνας και των άλλων BRICS, την ανάδυση φιλόδοξων περιφερειακών δυνάμεων, τη χρηματοπιστωτική κρίση του 2008, τις αραβικές εξεγέρσεις και την ευρεία αποσταθεροποίηση της Μέσης Ανατολής, την κρίση στην Ουκρανία και τον κίνδυνο ενός νέου Ψυχρού Πολέμου μεταξύ Δύσης και Ρωσίας, τη «σχιστολιθική επανάσταση» στον τομέα της ενέργειας και τις εξελισσόμενες συνέπειες της πληροφορικής επανάστασης.

Εκτός από την κρίση χρέους, που απειλεί τη βιωσιμότητα της Ευρωζώνης και την έλλειψη συναίνεσης για τα επόμενα βήματα της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, η Ε.Ε. έχει να αντιμετωπίσει και μια σειρά από άλλες προκλήσεις που αφορούν την ασφάλεια: τις πληθυσμιακές μετακινήσεις από τον Νότο, με κλιμακούμενες αφίξεις προσφύγων και παράτυπων μεταναστών, αλλά και τζιχαντιστών (συμπεριλαμβανομένων και Ευρωπαίων υπηκόων), ενεργειακή ασφάλεια, ενσωμάτωση μουσουλμανικών κοινοτήτων στις ευρωπαϊκές κοινωνίες, διεθνικό οργανωμένο έγκλημα, κυβερνο-απειλές, κ.λπ. Επιπλέον, καλείται να συμβάλει στις προσπάθειες αναμόρφωσης της παγκόσμιας πολιτικής και οικονομικής διακυβέρνησης, αντιμετώπισης της κλιματικής αλλαγής (μόνη πλέον από τους παγκόσμιους παίκτες), καθώς και διαχείρισης μιας σειράς εθνοτικών συγκρούσεων στην υπο-σαχαρική Αφρική. Τέλος, προσπαθεί, ως άμεσα θιγόμενη, να διαχειριστεί το ενδεχόμενο κατάρρευσης της περιφερειακής τάξης (σε σημαντικό βαθμό βασισμένης στην αποικιοκρατική Συμφωνία Σάικς-Πικό του 1916) στην περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου και Μέσης Ανατολής.

Και όλα αυτά, σε μια περίοδο εσωστρέφειας, με τη σχετική αποδυνάμωση της Γαλλίας και -ιδίως- της Βρετανίας, των δύο παραδοσιακών ευρωπαϊκών «ατμομηχανών» σε θέματα εξωτερικής πολιτικής, και με τη Γερμανία, την de facto ισχυρότερη ευρωπαϊκή δύναμη, να στερείται ακόμη της απαραίτητης στρατηγικής κουλτούρας για να παίξει τον ανάλογο ηγετικό ρόλο. Η Ευρώπη πρέπει να αποφασίσει το συντομότερο πώς θα διαχειριστεί τις σχέσεις με τη Ρωσία, πώς θα αξιοποιήσει πιο αποτελεσματικά τις σχετικά περιορισμένες στρατιωτικές της ικανότητες, σε συνεργασία και με το ΝΑΤΟ, πώς θα αναμορφώσει την Πολιτική Γειτονίας (τόσο προς Νότο όσο και προς Ανατολάς) και πώς θα συνδέσει τις εξωτερικές πολιτικές με τη Στρατηγική Εσωτερικής Ασφάλειας. Θα πρέπει, επίσης, να συζητήσει τα επόμενα βήματα εμβάθυνσης (και, σε βάθος χρόνου, διεύρυνσης) και, εν τέλει, τη στρατηγική φιλοδοξία της να συνεχίσει να διαδραματίζει έναν παγκόσμιο ρόλο. Η ενεργός συμμετοχή σε αυτές τις ευρωπαϊκές διεργασίες θα πρέπει να αποτελέσει υψηλή προτεραιότητα για την ελληνική εξωτερική πολιτική, που οφείλει να προσπαθήσει να συνδιαμορφώσει –στο μέτρο των δυνατοτήτων της– τις πολιτικές της Ενωσης σε ζητήματα άμεσου ελληνικού ενδιαφέροντος.