Στο δεκαήμερο 14-25 Ιουνίου θα πραγματοποιηθούν πολλές και σημαντικές συναντήσεις, για τα εθνικά μας συμφέροντα.
1. Την Δευτέρα 14 Ιουνίου ο Ερντογάν συναντιέται με τον Μπάιντεν στις Βρυξέλλες, ένα από τα θέματα είναι η επίλυση της κρίσης στην Λιβύη, το μισό υπουργικό συμβούλιο της Τουρκίας ήταν χθες στην Λιβύη. Ο Έλληνας Πρωθυπουργός δεν θα συναντηθεί με τον Μπάιντεν, έμεινε με το θερμό τηλεφώνημά του, την ημέρα της εθνικής μας γιορτής.
2. Στις 23η Ιουνίου ο Ερντογάν στο Βερολίνο θα συναντήσει τον Πούτιν, όπου θα πραγματοποιηθεί η Σύνοδος υπό την αιγίδα του ΟΗΕ για την επίλυση της Λιβυκής κρίσης, η Τουρκία συμμετέχει, εμείς όχι.
3. Μια ημέρα μετά, στις 24-25 Ιουνίου στις Βρυξέλλες, πραγματοποιείται η Σύνοδος Κορυφής της ΕΕ με ένα από τα βασικά θέματα τις σχέσεις ΕΕ-Τουρκίας, εκεί ο Έλληνας Πρωθυπουργός θα είναι παρόν, όμως αυτή την φορά η συζήτηση δεν γίνεται για τις κυρώσεις στην Τουρκία, αλλά για την θετική ατζέντα που θέλει η Τουρκία.
Γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, γιατί το εσωτερικό αφήγημα της κυβέρνησης, όπως αναπαράγεται και από την πλειοψηφία των ΜΜΕ, πατά σε μια εικονική πραγματικότητα και δεν επιβεβαιώνεται από τις εξελίξεις;
Μέχρι πότε θα μπορεί η ελληνική κυβέρνηση, η όποια ελληνική κυβέρνηση, να κρύβει την πραγματικότητα;
Οι λόγοι που συμβαίνουν είναι απλοί και ευδιάκριτοι, αντανακλούν μεγάλες παγκόσμιες και περιφερειακές αλλαγές, όπως:
1.Την αλλαγή των περιοχών οικονομικής και γεωπολιτικής ισχύος. Η Μέση Ανατολή, έχει υποχωρήσει γεωπολιτικά, γιατί αφενός μεν οι ΗΠΑ και οι σύμμαχοί τους έχουν απεξαρτηθεί από τους υδρογονάνθρακες της περιοχής σε μεγάλο βαθμό, πολύ περισσότερο που οι επιπτώσεις της κλιματικής αλλαγής οδηγούν στην εγκατάλειψη των υδρογονανθράκων, αφετέρου, ειδικά οι ΗΠΑ, έχουν αντιληφθεί ότι η Κίνα και η Νοτιοανατολική Ασία ευρύτερα, είναι το πεδίο των οικονομικών και γεωπολιτικών συγκρούσεων και συμμαχιών, του παρόντος και του ορατού μέλλοντος.
2. Η Ρωσία παραμένει υπερδύναμη, λόγω των πυρηνικών της όπλων και των πλούσιων κοιτασμάτων σε υδρογονάνθρακες και μέταλλα, οικονομικά όμως είναι καχεκτική και δεν προβλέπεται μεσοπρόθεσμα να ξεπεράσει την καχεξία της. Ο γεωπολιτικός της ρόλος είναι σημαντικός, τον αξιοποιεί όμως περισσότερο για εσωτερική προπαγάνδα και για την διατήρηση των κεκτημένων που της απέμειναν μετά την διάλυση της Σοβιετικής Ένωσης και την κατάρρευση των καθεστώτων της Ανατολικής Ευρώπης. Αυτό που ενδιαφέρει την Δύση είναι να μην συμμαχήσει στρατηγικά με την Κίνα και περάσει ουσιαστικά στην επιρροή της. Αυτός ο φόβος της Δύσης γεννά και την αμφισημία στην αντιμετώπισή της.
3. Η ισχυροποίηση της Τουρκίας σε πολλούς τομείς είναι εμφανής, με κάθε τρόπο δείχνει ότι δεν χωρά στα δύο κοστούμια που τις φόρεσαν οι δυτικές δυνάμεις, αυτό της Συνθήκης της Λοζάνης και εκείνο του Ψυχρού πολέμου.
Τα τελευταία δέκα χρόνια δεν εκδηλώνει τον δομικό εθνικισμό της μόνο με συνοριακές τριβές και συγκρούσεις, διεκδικεί και σε ένα βαθμό το έχει πετύχει, οικονομικό και γεωπολιτικό ρόλο στην ευρύτερη περιοχή της Ανατολικής Μεσογείου, της Μαύρης θάλασσας και του Καυκάσου, στην Βόρεια και Βορειοανατολική Αφρική. Εκμεταλλεύεται, τα κενά που αφήνει η αλλαγή προτεραιοτήτων των ΗΠΑ και των περισσότερων χωρών της ΕΕ για την περιοχή, όπως και τις επιλογές της Κίνας και της Ρωσίας.
Από την άλλη, η αναθεωρητική και επεκτατική πολιτική της Τουρκίας προκαλεί τριβές με τις γειτονικές της χώρες, με τις ΗΠΑ και μερικές Ευρωπαϊκές, όπως η Γαλλία, που επίσης επιδιώκει να αποκτήσει και πάλι ζώνες επιρροής στην περιοχή, ανάλογες με αυτές που κέρδισε μετά τον Πρώτο Παγκόσμιο πόλεμο και έχασε μετά τον Δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο και τις Αραβικές εξεγέρσεις που ακολούθησαν.
Τριβές έχει και με την Μόσχα, για τους ίδιους λόγους, αλλά ελεγχόμενες, γιατί αναπτύσσει ταυτόχρονα και στρατηγικές συνεργασίες μαζί της, που ενοχλούν την Δύση.
Είναι βέβαιο, ότι στα επόμενα χρόνια η Τουρκία θα εξομαλύνει τις σχέσεις της με τις Δυτικές χώρες με αμοιβαίους συμβιβασμούς. Οι Δυτικές δυνάμεις θα δεχτούν ένα ενισχυμένο ρόλο της Άγκυρας στις ζώνες συμφερόντων που διεκδικεί, με πολλές de facto πραγματικότητες που έχει δημιουργήσει μέχρι τώρα η Τουρκία να τις κατοχυρώνει και de jure. Η Τουρκία από την δική της πλευρά θα περιορίσει τις φιλοδοξίες της να γίνει αυτόνομη περιφερειακή υπερδύναμη και θα αποδεχθεί να αναβάλλει κάποιες από τις αναθεωρητικές στοχεύεις της.
Η Ελλάδα σε αυτό το μεταβαλλόμενο γεωπολιτικό και γεωοικονομικό πεδίο πρέπει να απαντήσει σε δυο κρίσιμα ερωτήματα:
1. Ποια είναι τα όρια των συμβιβασμών με την Τουρκία και ποια είναι η καλύτερη συγκυρία, για να τους πετύχει.
2. Ποιο ρόλο θέλει και μπορεί να παίξει στην ευρύτερη περιοχή, με ποια Δυτικά συμφέροντα θα ταυτιστεί και ποιες περιφερειακές συμμαχίες και σε ποιο βαθμό θα συγκροτήσει.
Απαντήσεις σε αυτά τα δύο ερωτήματα είχε η χώρα μας, σε ένα βαθμό, από την αρχή της Μεταπολίτευσης, τις οποίες διαφοροποιούσε, ανάλογα με την εξέλιξη των περιφερειακών συσχετισμών, τις επιλογές των Δυτικών χωρών και τις προτεραιότητες της Τουρκίας. Οι αποφάσεις στο Ελσίνκι του 1999, για την ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, και την εξάρτηση του ανοίγματος του ενταξιακού διαλόγου της Τουρκίας με την ΕΕ το 2004 με την πρόοδο στην επίλυση του Κυπριακού και των Ελληνοτουρκικών διαφορών, ήταν η κορύφωση μιας σωστής εθνικής στρατηγικής που αντανακλούσε τα πραγματικά δεδομένα της εποχής.
Η χώρα μας άλλαξε την στρατηγική της, όσον αφορά το δεύτερο μέρος της απόφασης του Ελσίνκι, στο Συμβούλιο Κορυφής της ΕΕ τον Δεκέμβρη του 2004.
Από το Ελσίνκι έμεινε η ένταξη της Κύπρου στην ΕΕ, η ποιο μεγάλη εθνική επιτυχία μετά την ενσωμάτωση των Δωδεκανήσων το 1948, παρ ότι η Τουρκία είχε απειλήσει με cassus belli, αν η Κύπρος έμπαινε στην ΕΕ, χωρίς να έχει συμφωνηθεί και η λύση του Κυπριακού προβλήματος.
Από τότε μέχρι τώρα, ειδικά τα τελευταία χρόνια, τα δεδομένα έχουν αλλάξει πολύ, τα δύο βασικά ερωτήματα όμως παραμένουν και απαιτούν νέες απαντήσεις.
Οι απαντήσεις θα καθορίσουν και την Νέα Εθνική Στρατηγική. Η κυβέρνηση πρωτίστως, αλλά και τα κόμματα της αντιπολίτευσης, πρέπει να δώσουν νέες αναλύσεις και προτάσεις, που θα διαμορφώσουν και την Νέα Εθνική Στρατηγική. Η ανάγκη είναι επιτακτική και δεν επιτρέπει σε κανέναν να την αγνοεί, γιατί το τίμημα για τα εθνικά συμφέροντα που θα καταβάλλει η χώρα τα επόμενα χρόνια θα είναι πολύ μεγάλο και δεν δικαιολογούνται κομματικά και προσωπικά παιχνίδια.