Ναρκέμποροι, «Ρουβίκωνες» και ακαδημαϊκή αριστεία

Γιώργος Παγουλάτος 31 Οκτ 2018

kathimerini.gr

Τα ελληνικά πανεπιστήμια ήρθαν στην επικαιρότητα για δύο διαφορετικούς λόγους. Ο ένας αφορούσε την αριστεία και τις διεθνείς διακρίσεις Ελλήνων πανεπιστημιακών. Τα δημόσια ΑΕΙ απασχολούν ερευνητές που πρωτοπορούν. Συμμετέχουν σε ανταγωνιστικά ευρωπαϊκά προγράμματα και διεθνείς συνεργασίες. Παράγουν φοιτητές που σταδιοδρομούν σε κορυφαία ιδρύματα του εξωτερικού ή καταλαμβάνουν ηγετικές θέσεις στον ιδιωτικό τομέα. Στις φωτεινές στιγμές τους, τα ελληνικά ΑΕΙ πραγματώνουν τον ρόλο της καλής δημόσιας εκπαίδευσης, ως μηχανή ανέλιξης και ευκαιριών για τα άξια παιδιά της κοινωνίας που δεν έτυχε να γεννηθούν με ένα ασημένιο κουτάλι στο στόμα.
Η άλλη αφορμή επικαιρότητας αφορούσε την αθλιότητα που περιβάλλει πολλά ΑΕΙ, και στην οποία μέλη τους αποφάσισαν να αντιδράσουν. Στη Φιλοσοφική καθηγητές και φοιτητές έφτιαξαν ανθρώπινη αλυσίδα απέναντι στους αυθαίρετους καταληψίες του «Ρουβίκωνα» – χωρίς βέβαια αποτέλεσμα. Στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο οι πρυτανικές αρχές έκλεισαν συμβολικά το ίδρυμα ως κραυγή απόγνωσης για την εξαθλίωση των τοξικομανών, του εμπορίου ναρκωτικών, της μικροεγκληματικότητας που περιβάλλει το πανεπιστήμιο. Το ΑΠΘ, επίσης, αναπέμπει κραυγές αγωνίας.
Στο κέντρο αυτής της «διαλεκτικής» στέκει η κυβέρνηση. Πολυπράγμων, συγκεντρωτική, εξουσιαστική όταν πρόκειται να ελέγξει την ακαδημαϊκή δραστηριότητα. Αιδημόνως απούσα, χαμηλοβλεπούσα και συνεσταλμένη στα δύσκολα, όταν οι συνθήκες απαιτούν να κάνει τη δουλειά της, να διασφαλίσει την ασφάλεια, τον σεβασμό του κράτους δικαίου στο εσωτερικό των ΑΕΙ ή ακόμα και στα γύρω πεζοδρόμια.
Κανείς δεν θέλει τα πανεπιστήμια πεδίο καταστολής. Απέχουμε πάρα πολύ από αυτό. Τα ΑΕΙ πρέπει να παραμείνουν χώρος απεριόριστης ελευθερίας έκφρασης – αρκεί να μην παραβιάζονται ατομικά δικαιώματα. Τα ΑΕΙ είναι ανοιχτά σε κάθε λογής συλλογικότητες (τοξικομανείς, μικροπωλητές, αναρχικούς), αλλά ο «Ρουβίκωνας» μπορεί να διαλύει a volonte όποια διάλεξη ή εκδήλωση δεν τυγχάνει της αρεσκείας του.
Η ανεκδιήγητη επιτροπή Παρασκευόπουλου προτείνει ως λύση την «ευαισθητοποίηση των φοιτητών και των εκπροσώπων τους ώστε να γίνει σαφές ότι όταν το θύμα [κλοπών] είναι συνάδελφος ή καθηγητής δεν πλήττεται η άρχουσα τάξη». Ισως ως επόμενο βήμα, οι καλοί συντάκτες του πορίσματος να κατονόμαζαν τους καθηγητές-μέλη της άρχουσας τάξης, ώστε να ξέρουν οι φοιτητές ποιους μπορούν να κλέβουν ελεύθερα. Τα είχε άλλωστε όλα προβλέψει ένας καθηγητής το ’90, σε άρθρο με τον προφητικό τίτλο: «Λυπηθείτε μας! Μας βρίζουν, μας φτύνουν, μας κλέβουν τα παπούτσια!». Σπουδαστές εισβάλλουν στο υπουργείο Παιδείας, απαιτώντας σκαιά από τον υπουργό εκλεγμένης κυβέρνησης να φύγει, διότι «από τη στιγμή αυτή το υπουργείο τελεί υπό κατάληψη». Ο δυστυχής (αλλά διόλου αθώος) κ. Γαβρόγλου ενσάρκωνε την αμηχανία του κομματικού φορέα που στην πολιτική του διαδρομή χάιδεψε, κολάκεψε και κανάκεψε κάθε εκδήλωση αμεσοδημοκρατικών προπηλακισμών και «δίκαιης» οργής, αρκεί να διέθετε αντιπολιτευτικό ή αντισυστημικό πρόσημο. Τώρα τα κοτόπουλα γύρισαν σπίτι για να κουρνιάσουν –η πραγματικότητα εκδικείται όσους υπήρξαν ανειλικρινείς απέναντί της.
Να περάσουμε σε κάτι διαφορετικό; Στην τελευταία έκθεση του WEF για την Παγκόσμια Ανταγωνιστικότητα, η Ελλάδα κατέχει αξιοπρεπή θέση σε ορισμένα κριτήρια που συγκροτούν ένα «οικοσύστημα καινοτομίας» – απαραίτητο εάν έχει την ελπίδα να αναπτύσσεται αυξάνοντας παραγωγικότητα και μισθούς. Είμαστε 30οί (επί 140) στις επιστημονικές δημοσιεύσεις και 31οι στην ποιότητα ερευνητικών ιδρυμάτων. Ομως υστερούμε δραματικά στη διαφοροποίηση εργατικού δυναμικού (123), συνεργασία πολλαπλών συμμετόχων (multi-stakeholder collaboration) (123), ανάπτυξη συνεργατικών συνασπισμών (cluster development) (127).
Οι αιτίες υστέρησης είναι ποικίλες. Ομως κύρια μεταξύ αυτών είναι η ασφυκτική γραφειοκρατία και ομοιομορφία που επιβάλλει το κράτος στα ΑΕΙ, που τρέπει σε φυγή όποιον αποτολμήσει να συνεργαστεί με αυτά. Παράδειγμα, οι ειδικοί λογαριασμοί κονδυλίων έρευνας, που χρηματοδοτούν την ερευνητική δραστηριότητα των ΑΕΙ: από 1/1/2019 οι ΕΛΚΕ εντάσσονται πλήρως στο δημόσιο λογιστικό, πολλαπλασιάζοντας την ήδη υπάρχουσα γραφειοκρατία. Αυτή η γραφειοκρατία οδηγεί την επιχειρηματικά προσανατολισμένη έρευνα, όπως οι πατέντες, εκτός πανεπιστημίου.
Σε σοβαρές χώρες τα ΑΕΙ αυτοδιοικούνται, αξιολογούνται και χρηματοδοτούνται κρατικά ανάλογα με τις επιδόσεις στους στόχους που έχουν τεθεί. Εδώ η (γλίσχρα) χρηματοδότηση παρέχεται αδιακρίτως επιδόσεων, η αξιολόγηση ελλείπει, κι ο κρατικός έλεγχος είναι σαρωτικός. Ο υπουργός Παιδείας εγκρίνει τον προϋπολογισμό και κάθε τροποποίηση, ελέγχει την εκλογή μελών ΔΕΠ, ορίζει τους εισακτέους, κάθε μεταπτυχιακό και κάθε τροποποίησή του. Οταν όμως αφορά την προστασία του πανεπιστημίου από τοξικομανείς ή τραμπούκους, εκεί ο υπουργός θυμάται την Αυτοδιοίκηση. Και αναθέτει στα πανεπιστήμια και στο «ρωμαλέο φοιτητικό κίνημα» να καθαρίσουν τις σχολές από τις σύριγγες, τη βία και την εγκληματικότητα. Ετσι, αναλαμβάνοντας αρμοδιότητες πολιτοφυλακής, συγκρουόμενο με ναρκέμπορους και νταήδες, το φοιτητικό κίνημα θα καταστεί αντάξιο της ρωμαλέας του ιστορίας, και τα ΑΕΙ θα καλπάσουν στις προκλήσεις της ακαδημαϊκής αριστείας και του παγκόσμιου ανταγωνισμού.