Στην πλειονότητά τους οι πολιτικοί, εξακολουθούν να χαϊδεύουν τ? αυτιά των ψηφοφόρων. Το θεωρούν χρήσιμο για την ώρα της κάλπης. Και μέσα από αυτό το χάιδεμα, αποφεύγουν να πουν τις αλήθειες. Και μια από αυτές, είναι πως ένα μεγάλο μέρος της ελληνικής κοινωνίας σκέφτεται και λειτουργεί σαν τον Μιχαλολιάκο και τον Κασιδιάρη. Ακούγεται τραγικό για μια χώρα με πολύ πρόσφατη την εμπειρία της δικτατορίας να έχει και τέτοια χαρακτηριστικά, αλλά δεν παύει να είναι πραγματικό. Οι πολιτικοί, ελπίζουν πως αν αποφύγουν να μιλήσουν γι? αυτή την αλήθεια, ενδεχομένως να προσεγγίσουν το εκλογικό αυτό κομμάτι. Ιδιαίτερα οι πολιτικοί της συντηρητικής παράταξης. Κάνουν λάθος, όμως. Το 2013 δεν έχει πολλά κοινά χαρακτηριστικά με τη μεταπολιτευτική περίοδο. Τότε που πολιτικοί καριέρας έκαναν ακροδεξιά ανοίγματα, ακόμα και αν δεν τα πίστευαν, προς τους συγκεκριμένους χώρους για να κερδίσουν ψήφους. Και το κατάφερναν. Το κομμάτι της Ακροδεξιάς στη χώρα μας, δεν έπαψε να υπάρχει με την πτώση της δικτατορίας. Στην πλειονότητά του, στεγαζόταν στη Ν.Δ. ή εύρισκε προσωρινά στέγη σε συγγενικά μορφώματα (π.χ. ΛΑΟΣ).
Το ερώτημα δεν είναι γιατί υπάρχουν τόσοι Ακροδεξιοί στη χώρα. Εχει απαντηθεί και στην περίοδο της χούντας. Δεν ήταν λίγοι αυτοί που συμφώνησαν τότε μαζί της. Το ερώτημα είναι γιατί εμφανίσθηκαν τώρα μέσω της νεοναζιστικής Χρυσής Αυγής. Η απάντηση συνδέεται με το ηθικό πλεονέκτημα της κοινοβουλευτικής δημοκρατίας μετά το 1974. Οταν αποκαλύφθηκαν όσα είχαν συμβεί στα εφτά χρόνια, σε συνδυασμό με την τραγωδία της Κύπρου, έφεραν τους λάτρεις της φασιστικής διακυβέρνησης σε μειονεκτική θέση. Σιώπησαν. Αλλά δεν άλλαξαν. Και τώρα που, λόγω της κρίσης, αποκαλύφθηκε η γύμνια και η παρακμή σε πολλά επίπεδα (οικονομικό, πολιτικό, αισθητικό κ.α.), οι νοσταλγοί της δικτατορίας σήκωσαν κεφάλι. Εκείνο το κεφάλι που τα προηγούμενα χρόνια ψέλλιζε μέσα από τα δόντια του «ένας Παπαδόπουλος που σας χρειάζεται», τώρα το λέει έξω από τα δόντια.
Αναμφισβήτητα το φαινόμενο «Χρυσή Αυγή», έχει και άλλες παραμέτρους. Δεν το ακολουθούν μόνο νοσταλγοί της επταετίας, αλλά και νέοι που μάλλον μικρή γνώση έχουν για όσα συνέβαιναν την περίοδο 1967-1974. Η απαξίωση μιας σειράς θεσμών (κοινοβουλευτισμός, συνδικαλισμός κ.α.), δίνει νομίζω μερικές καλές απαντήσεις γιατί εμφανίζονται νέα παιδιά με μαύρα ρούχα. Ιδιαίτερα, όταν στα παιδιά αυτά, τα ελλείμματα βιωματικής εμπειρίας για το τι σημαίνει φασισμός, δεν αντικαταστάθηκαν με γνώση. Ενας άλλος θεσμός, ο τρόπος με τον οποίο λειτουργεί το εκπαιδευτικό σύστημα, έχει παίξει τον ρόλο του.
Αυτή η εξήγηση, ότι δηλαδή δυστυχώς στην Ελλάδα υπάρχουν αρκετοί άνθρωποι που ελκύονται από τις φασιστικές ιδέες, προφανώς δεν αποκλείει μερικές ακόμα ερμηνείες για το φαινόμενο της νεοναζιστικής οργάνωσης. Η ατιμωρησία των πολιτικών, η έλλειψη κουλτούρας αποδοχής του διαφορετικού, η αναξιοπιστία του πολιτικού προσωπικού, η ίδια η οικονομική κρίση την οποία το πολιτικό σύστημα δεν φάνηκε ικανό να διαχειριστεί με επάρκεια. Ωστόσο, σε καμιά χώρα με μνημόνια δεν γιγαντώθηκαν τέτοια φαινόμενα. Και αυτό, πρέπει να μας προβληματίσει. Ολους μας, αλλά ιδιαίτερα εκείνους που δημιουργούν την πολιτική ατζέντα. Και οι οποίοι δεν είναι ικανοί και πρόθυμοι για το αυτονόητο, την ψήφιση ενός νόμου που θα μετατρέπει σε ιδιώνυμο το ρατσιστικό έγκλημα. Και μη φανταστείτε πως το σχέδιο νόμου που ετοιμάζει ο Α. Ρουπακιώτης έχει αυστηρά χαρακτηριστικά. Μια ενσωμάτωση κοινοτικής οδηγίας είναι, την οποία εδώ και χρόνια εμείς αρνούμαστε να υιοθετήσουμε…