Η ψήφος είναι μυστική. Η μυστικότητα της ψήφου είναι κατάκτηση της Δημοκρατίας. Γι’ αυτό το λόγο έχει ανακαλυφθεί το παραβάν με το μπλε καραβόπανο. Tο καταφύγιο της πολιτικής ελευθερίας. Το παραβάν των εκλογών το μισούσαν, με μίσος άσβεστο και σκοτεινό, οι παλιοί κομματάρχες. Καιροφυλακτούσαν απ’ έξω, μήπως και τους ξεφύγει κάποια ψήφος και προσπαθούσαν να ρίξουν λάθρα μια κλεφτή ματιά. Σήμερα, οι κομματάρχες έχουν επινοήσει πιο περίπλοκους τρόπους για να μετρούν την πίστη του πελατειακού δικτύου τους.
Η μυστικότητα της ψήφου, προφανώς, αφορά το σύνολο των πολιτών. Υπάρχει, ωστόσο, μια κατηγορία, που θα ‘πρεπε, κατά την γνώμη μου, να αισθάνεται την ηθική υποχρέωση εκούσιας παραίτησης από το δικαίωμα στην μυστικότητα της ψήφου. Είναι οι άνθρωποι που με οποιαδήποτε ιδιότητα μετέχουν στην πολιτική. Όταν έχεις προσπαθήσει να πείσεις άλλους να σε ακολουθήσουν, δεν έχεις το δικαίωμα να κρύβεις την επιλογή σου. Η ψήφος σου πρέπει να είναι διάφανη, αραχνοΰφαντη. Απεχθάνομαι την κρυψίνοια στην πολιτική δραστηριότητα. Συγκαλύπτει ιδιοτέλεια, ευθυνοφοβία, καιροσκοπισμό. Όσοι δραστηριοποιούνται στην πολιτική και επιθυμούν να απασχολούν τους άλλους με τις απόψεις τους, ιδίως οι ενίοτε λαλίστατοι και ενίοτε γριφώδεις, πρέπει να έχουν το θάρρος της γνώμης τους, να εκτίθενται, να λογοδοτούν για τις επιλογές τους. Αλλιώς δεν αξίζει να ασχολείται κανείς μαζί τους. Έτσι κι εγώ, ο τελευταίος τροχός της άμαξας, όντας ακόμα στο Πολιτικό Συμβούλιο του Ποταμιού, δεν νιώθω κανένα φόβο να δηλώσω την εκλογική επιλογή μου. Με άπειρα «ναι μεν, αλλά», «μετά φόβου Θεού, πίστεως και αγάπης», θα ψηφίσω σταθερότητα.
Με τη Νέα Δημοκρατία με χωρίζουν σαράντα πέντε χρόνια προσωπικής ιστορίας και διαδρομής. Όχι μόνο δεν την ψήφισα ποτέ, αλλά το «αντιδεξιό σύνδρομο» πάφλαζε στο αίμα μου. Ακόμα ηχούν στα αυτιά μου τα γερασμένα συνθήματα «Ο λαός δεν ξεχνά τί σημαίνει δεξιά», «Όχι στο κράτος της δεξιάς» και άλλα. Τι έπαθα τώρα; Με μια μακρινή αναλογία συμβαίνει ό,τι είχε συμβεί το 1974. Τότε, ο Κωνσταντίνος Καραμανλής στις πρώτες εκλογές μετά την δικτατορία, πήρε 55%. Δεν είχαν τρελαθεί οι Έλληνες. Το συλλογικό ένστικτο αντιλαμβανόταν μια αδήριτη αναγκαιότητα, την οποίαν εξέφρασε εκλογικά. Προς Θεού. Δεν ταυτίζω τις εποχές. Η σημερινή στιγμή δεν είναι ίδια. Όσες κι αν είναι οι αντιθέσεις με τον ΣΥΡΙΖΑ, δεν εξερχόμαστε από περίοδο δικτατορίας. Το κοινό στοιχείο των εποχών είναι ότι έχει ενεργοποιηθεί και πάλι το ένστικτο μιας νέας αδήριτης αναγκαιότητας. Ποια είναι αυτή; Η επιστροφή στην κανονικότητα. ‘Αλλωστε, οι όποιες κεντροαριστερές και κεντροδεξιές ιδεολογικές τοποθετήσεις έχουν σε μεγάλο βαθμό ρευστοποιηθεί στην πράξη. Εναλλάσσονται συνεχώς υπό την πίεση των πραγμάτων.
Αναφέρω, ως προσωπικό παράδειγμα, σε όσους σκίζουν τα ιμάτιά τους ξορκίζοντας την δεξιά, ότι το καλοκαίρι του 2012 επέλεξα να παραιτηθώ από τη Γενική Γραμματεία Αθλητισμού, αν και μου ζητούσαν να παραμείνω, γιατί δεν ήθελα να συμμετέχω στην κυβέρνηση του Αντώνη Σαμαρά. Η Φώφη Γενηματά, και αρκετοί ακόμα, που σήμερα η Ν.Δ. τους προκαλεί αλλεργική αντίδραση, δεν είχαν κανένα πρόβλημα να γίνουν Υπουργοί. Λένε πως τότε το υπαγόρευε το συμφέρον της χώρας. Εκ των υστέρων, δεν αντιλέγω, αν και τότε πίστευα το αντίθετο. Υπήρχαν, άλλωστε, αρκετοί τρόποι να στηριχτεί η κυβέρνηση Σαμαρά χωρίς συμμετοχή στο υπουργικό συμβούλιο.
Η εμπειρία εκείνης της εποχής, αλλά και της περιόδου Σημίτη, οδήγησε στο οριστικό, νομίζω, συμπέρασμα ότι η διάκριση κεντροδεξιάς και κεντροαριστεράς, αν όχι δεξιάς και αριστεράς ευρύτερα, είναι πλέον ιστορικός αταβισμός, που έχει χάσει το νόημά και την ουσία του. Το ελληνικό πολιτικό σύστημα δεν τέμνεται πια από αυτούς τους άξονες. Κοινή λογική και παραλογισμός, μεταρρυθμισμός και συντηρητισμός, λαϊκισμός και πρόοδος, είναι οι άξονες της σύγχρονης αναφοράς. Άξονες, οι οποίοι δεν αντιδιαστέλλουν μόνο τα κόμματα μεταξύ τους, αλλά και την εσωτερικότητα των ίδιων των κομμάτων. Όλων ανεξαιρέτως των κομμάτων του ευρωπαϊκού δημοκρατικού τόξου. Το Ποτάμι επιχείρησε να δείξει την αλήθεια αυτής της πτυχής. Αρχικά, έπεισε αρκετούς. Στην πορεία, η πειστικότητά του ξεθύμανε. Τι να κάνουμε; Αυτά έχει η ζωή. Πάντα υπάρχει η ελπίδα της δεύτερης ευκαιρίας και της Δευτέρας Παρουσίας.
Προφανώς η κρίση, την οποίαν ζήσαμε, δεν ήταν ευθύνη μόνο του ΣΥΡΙΖΑ. Ήταν ένα φαινόμενο πολυπαραγοντικό σε πολιτικό, κοινωνικό και οικονομικό επίπεδο. Η Νέα Δημοκρατία, ιδιαίτερα στην περίοδο της διακυβέρνησης Κώστα Καραμανλή, φέρει μεγάλη, την μεγαλύτερη ίσως, ιστορική ευθύνη για την κατάρρευση της χώρας. Γενικότερα, «ο αναμάρτητος πρώτος τον λίθον βαλέτω». Ουδείς είναι άμοιρος ευθυνών για την αιφνίδια τεκτονική δόνηση, που συντάραξε την μεταπολιτευτική ευδαιμονία. Όμως, το πολιτικό σύστημα είχε συγκεντρώσει την απαραίτητη πείρα, και εξερχόταν από την οξεία φάση της κρίσης. Πείρα είναι, λέει ένας σοφός, η αναγνώριση των λαθών που έκανες. Σε εκείνο το ιστορικό σημείο ήρθε στην εξουσία ο ΣΥΡΙΖΑ. Η χώρα μεταβλήθηκε σε ένα απέραντο φρενοκομείο. Η λογική έδωσε την θέση της στην συλλογική παράνοια. Πρόσωπα αμφίβολης ψυχικής ισορροπίας ανέλαβαν νευραλγικούς τομείς του κράτους. Η τύχη εκατομμυρίων ανθρώπων παίχτηκε στα ζάρια από μαθητευόμενους μάγους της κακιάς ώρας. Όταν σχηματιζόντουσαν οι ουρές στα ΑΤΜ με ηλικιωμένους, που λιποθυμούσαν για να φτάσουν στο περιπόθητο πενηντάρικο, ήμασταν ένα βήμα πριν την συντέλεση της μεγαλύτερης καταστροφής, που θα βίωνε ο τόπος μετά το 1922. Το κράτος είχε αποδιαρθρωθεί. Οι ναζιστικές συμμορίες ήταν έτοιμες να αδράξουν την μεγάλη ευκαιρία. Γλιτώσαμε την τελευταία στιγμή. Ένας Θεός γνωρίζει πόσες συμπτώσεις έπρεπε να συντρέξουν μαζί για να την σκαπουλάρουμε. Το θέμα δεν ήταν το πόσο αριστεροί ή πόσο δεξιοί ήταν οι Συριζαίοι. Το θέμα ήταν η απύθμενη ανικανότητα, ο ωχαδερφισμός και η περιφρόνηση του πολίτη. Οι Έλληνες, ακόμα και τώρα, δεν έχουν καταλάβει τον κίνδυνο που διέτρεξαν. Τους παρομοιάζω με μια ηλικιωμένη χελώνα, που κατοικοεδρεύει στο γειτονικό στο σπίτι μου δασάκι. Η χελώνα αυτή έρχεται στον κήπο μου για να φάει γκαζόν και να πιει νερό. Επειδή έχει γεράσει, επιχειρεί να περάσει το δρόμο και να πάει απέναντι. Τρεις φορές την έσωσα από βέβαιο θάνατο, κουβαλώντας την από την μέση του δρόμου πίσω στο δασάκι. Τι συνέβη; Η συμπαθής μου χελώνα δεν κατάλαβε ότι κινδύνεψε, δεν κατάλαβε ότι σώθηκε, δεν κατάλαβε ποιός την έσωσε, και το κυριότερο θύμωσε πολύ με αυτόν που την έσωσε, γιατί την ξεβόλεψε από την άγνοια κινδύνου.
Θα μου πείτε πως όλα αυτά πέρασαν στο παρελθόν. Ότι ήταν η ανωριμότητα των πρωτάρηδων. Ότι από το 2016 και μετά, η χώρα συνήλθε. Δεν είναι, δυστυχώς, αλήθεια. Το, ότι οι αναγκαστικοί μνημονιακοί αυτοματισμοί έφεραν μια εύθραυστη δημοσιονομική ισορροπία, είναι αληθές. Όμως, κατά τα λοιπά, το γενικό ξεχαρβάλωμα είναι άνευ προηγουμένου. Δεν έχει μείνει τίποτα όρθιο. Τίποτα στην θέση του. Η οικονομική κρίση, πάντα παρούσα για την μεσαία τάξη που ασφυκτιά, μεταλλάχτηκε σε βαθειά θεσμική κρίση. Οι θεσμοί της δημοκρατίας, και ιδίως η δικαιοσύνη, καταρρακώθηκαν. Οι επιμέρους πολιτικές είναι ασυνάρτητες. Η ευνοιοκρατία, ο φαβοριτισμός, η ρουσφετοκρατία και το σύνολο των παθογενειών, που ταλανίζουν την χώρα, παροξύνθηκαν στον έσχατο βαθμό. Η Ελλάδα δείχνει να πορεύεται μέσα σε μια χαοτική συνθήκη, στην οποία κανείς δεν μπορεί να ξέρει τί του ξημερώνει, από πού θα του ‘ρθει. Μια χώρα φοβική, ανερμάτιστη, αυτοκαταστροφική. Η αδήριτη ανάγκη, που δημιουργείται μέσα σε αυτές τις συνθήκες, μπορεί να καταγραφεί σε μία και μόνο πρόταση: «Να γίνουμε κανονική χώρα. Να επιστρέψουμε στην κανονικότητα».
Προϋπόθεση της κανονικότητας είναι η πολιτική σταθερότητα. Αν η χώρα μπει σε ανατολίτικα παζάρια, χωρίς αρχές για το σχηματισμό κυβέρνησης, αν συρθεί σε επάλληλες εκλογικές αναμετρήσεις, πατώντας τη νάρκη της απλής αναλογικής, όχι μόνο δεν θα μπούμε σε κανονικότητα αλλά θα οδηγηθούμε με μαθηματική ακρίβεια, ως χώρα Σίσυφος, στους πρόποδες του βουνού, για να ξανακουβαλήσουμε την πέτρα στην κορφή. Δυστυχώς, με τις θέσεις που παίρνει το ΚΙΝΑΛ και την δημιουργική ασάφεια, καθώς, επίσης, με την πολύπλοκη εσωτερικότητά του, η επιστροφή στην κανονικότητα, γίνεται συνώνυμη με την αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας. Δεν φαίνεται στον ορίζοντα καμία δυνατότητα σχηματισμού ουσιαστικής κυβέρνησης συνεργασίας. Το Ποτάμι θα λείψει από την επόμενη Βουλή. Για να το πούμε, λοιπόν, με το όνομά του και κατ’ επέκταση, η αυτοδυναμία της Νέας Δημοκρατίας καθίσταται αδήριτη αναγκαιότητα. Δεν βλέπω να υπάρχουν άλλες επιλογές.
Ασφαλώς, υπάρχουν τα «ναι μεν αλλά». Ασφαλώς, υπάρχουν φόβοι. Ασφαλώς, η επιστροφή στην κανονικότητα αποτελεί ελπίδα και όχι βεβαιότητα. Η Νέα Δημοκρατία έχει αρθρώσει το περίγραμμα μιας πολιτικής για την ανόρθωση του κύρους των θεσμών, την απελευθέρωση της επιχειρηματικότητας, την καταπολέμηση της γραφειοκρατίας, την ελάφρυνση των δυσβάσταχτων βαρών που επωμίζεται η μεσαία τάξη. Επί της ουσίας, δεν έχει πει λέξη για τη μεταρρύθμιση του κράτους, που ήταν και η βασική αιτία της κρίσης, έχει ένα κομματικό στρατό, που καιροφυλακτεί να καταλάβει τα χειμερινά ανάκτορα των υπουργείων, πολλά πελατειακά δίκτυα, που έχουν τάξει λαγούς με πετραχήλια, και αρκετά μπουμπούκια που μπήκαν στα ψηφοδέλτια από τις χαραμάδες του καραμανλισμού. Έχει, επίσης, πολλούς, που το «παίζουν» για λόγους ψηφοθηρικούς θερμόαιμοι υπερπατριώτες. Η παρουσία τους ως ανάχωμα στην ακροδεξιά δεν με χαλάει. Με χαλάει, όμως, πολύ η πιθανότητα μεγάλων αστοχιών στην διαχείριση των εθνικών θεμάτων με μαξιμαλισμούς και αδυναμία κατανόησης της πραγματικότητας, με κινδύνους υπό την πίεση της ανάγκης διατήρησης των εύθραυστων ισορροπιών στο εσωτερικό της Νέας Δημοκρατίας. Όπως έγινε με το Μακεδονικό σε αγαστή σύμπλευση με το ΚΙΝΑΛ. Δε μου διαφεύγει μια πρόσφατη παρατήρηση του Βαγγέλη Βενιζέλου, ότι η αυτοδύναμη Νέα Δημοκρατία μπορεί να γίνει αιχμάλωτη των αντιφάσεών της. Προς το παρόν, οι δηλώσεις προθέσεων είναι άριστες. Η πράξη, όμως, θα δείξει τι θα συμβεί.
Η ψήφος σε αυτή την ιδιόμορφη συγκυρία, και αυτό πρέπει να το ξέρει ο Κυριάκος, από ανθρώπους σαν κι εμένα και δεν είμαστε λίγοι, είναι ψήφος δανεική. Δεν είναι λευκή επιταγή. Είναι ψήφος, που δεν ζητάει ανταλλάγματα. Δεν ζητάει καν να συμφωνεί η μελλοντική κυβέρνηση με τις απόψεις μας. Η διαφωνία στη δημοκρατία, μέσα στα όρια της νομιμότητας και της κανονικότητας, είναι πλούτος. Το μόνο το οποίο ζητάει αυτή η ψήφος είναι να λειτουργήσουν οι θεσμοί και να αποκατασταθεί η αξιοπρέπεια των Ελλήνων.
Πρέπει, τέλος, να σημειώσω ότι την ψήφο αυτήν μόνο ο Κυριάκος θα μπορούσε να κερδίσει, και κανένας άλλος από τους συνυποψήφιούς του για την αρχηγία της Νέας Δημοκρατίας. Στον μέλλοντα Πρωθυπουργό δεν αναφέρεσαι με το μικρό του όνομα. Εκ πρώτης όψεως φαίνεται αγένεια. Όμως, ο Κυριάκος Μητσοτάκης έχει επάξια κερδίσει την ιδιοπροσωπία του, μέσα από την οικειότητα του μικρού του ονόματος, απέναντι στο βαρύ φορτίο ενός επωνύμου, λίαν αξιόλογου και ιστορικού, αλλά σε μεγάλο βαθμό έντονα διχαστικού. Η παρουσία του Κυριάκου Μητσοτάκη, με διάφορες επιμέρους σημαντικές τοποθετήσεις του, είναι βασική παράμετρος για να κάμψει, έστω και προσωρινά, ενόψει της αδήριτης αναγκαιότητας, τους εγγενείς φόβους και τους δισταγμούς.
Πώς τα φέρνει καμιά φορά η ζωή; Θυμήθηκα το σκωπτικό τραγουδάκι για τον Τσιριμώκο. «Η ιστορία μας αρχίζει από τα βουνά….. Κι ύστερα πήγε στο κέντρο, και μετά στην δεξιά.»