Απέναντι στη γεωπολιτική και κλιματική κρίση, το ζήτημα της εθνικής κυριαρχίας είναι και πάλι στο προσκήνιο. Κάθε χώρα προσπαθεί να πάρει τις τύχες της στα χέρια της. Μιλάμε όμως και για ευρωπαϊκή κυριαρχία, για κυριαρχικό φεντεραλισμό ή για ομόσπονδο κυριαρχισμό. Οι όροι αυτοί είναι αντιφατικοί; Όχι απαραιτήτως, αρκεί να συμφωνήσουμε στο τι σημαίνουν. Θα πρέπει, με άλλα λόγια, να ξανασκεφτούμε το θέμα του φεντεραλισμού, που πρέπει να γίνει ένα εργαλείο στην υπηρεσία του κοινού κοινωνικού, δημοσιονομικού και περιβαλλοντικού καλού, όχι ένα μέσο περιορισμού της εξουσίας των κρατών.
Ας γυρίσουμε λίγο πίσω. Στις αρχές της, η ευρωπαϊκή ενοποίηση είχε αντλήσει μέρος της έμπνευσής της από τις συντηρητικές φεντεραλιστικές ιδέες του Χάγεκ και της σχολής του Φράιμπουργκ. Μετά την κρατική εξουσία χωρίς όρια και τις καταστροφικές επιπτώσεις του φασισμού, του μπολσεβικισμού και του ναζισμού, ο στόχος ήταν να περιοριστεί η εθνική κυριαρχία και να προωθηθεί η ανοικοδόμηση της Ευρώπης στη βάση των οικονομικών συναλλαγών. Την περίοδο 1950-1980, η Ευρώπη στηρίχθηκε επίσης σε ρεαλιστικές μορφές βιομηχανικού σχεδιασμού, κεντρικού δανεισμού και ελέγχου της ροής κεφαλαίων. Η Γαλλία, η Γερμανία και οι γείτονές τους κατάφεραν με τον τρόπο αυτό να χτίσουν τα κοινωνικά τους κράτη, επενδύοντας στην παιδεία, την υγεία, την κατοικία, τις υποδομές και την κοινωνική προστασία. Έδειξαν έτσι στον υπόλοιπο κόσμο ότι δεν είναι μόνο δυνατό, αλλά και να αναγκαίο να συνδυαστεί η οικονομική ευημερία με την κοινωνικοποίηση του πλούτου, τον σεβασμό των ατομικών δικαιωμάτων και τον έλεγχο του κράτους από τους ψηφοφόρους και τους πολίτες.
Τη δεκαετία 1980-1990, επιταχύνθηκε η μετακίνηση προς τις ελεύθερες συναλλαγές και την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων, με αποκορύφωμα τη συνθήκη του Μάαστριχτ, το 1992. Οι Γάλλοι σοσιαλιστές έπαιξαν σημαντικό ρόλο σε αυτή την εξέλιξη, ανταλλάσσοντας με τους Γερμανούς χριστιανοδημοκράτες την απελευθέρωση των ροών κεφαλαίων με το ενιαίο νόμισμα. Το στοίχημα ήταν ότι με μια Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα που θα έπαιρνε αποφάσεις με πλειοψηφία, θα άνοιγε νέος χώρος για την κοινή κυριαρχία.
Το στοίχημα κερδήθηκε μόνο κατά ένα μέρος: χωρίς τη δράση της ΕΚΤ μετά τις κρίσεις του 2008 και του 2020, είναι πιθανό οι ευρωπαϊκές χώρες να είχαν εμπλακεί σε έναν ανταγωνισμό υποτιμήσεων και να είχαν παραδοθεί στις αγορές. Το πρόβλημα είναι ότι δεν μπορεί να ρυθμιστούν όλα μέσω του νομίσματος (όπως δείχνει ο σημερινός πληθωρισμός), αλλά και ότι θεοποιήθηκαν οι αγορές. Κι αυτό, σε ένα πλαίσιο όπου ο κινεζικός και παγκόσμιος ανταγωνισμός άλλαζε τα δεδομένα και ευνοούσε τις μετεγκαταστάσεις των επιχειρήσεων.
Σε τι θα μπορούσε να μοιάζει ένας φεντεραλισμός του κοινού καλού; Μερικές απαντήσεις δίνει το Μανιφέστο για τον εκδημοκρατισμό της Ευρώπης, που προβλέπει τη δημιουργία μιας ευρωπαϊκής εθνοσυνέλευσης. Η εθνοσυνέλευση αυτή θα προκύπτει από τα εθνικά κοινοβούλια και θα μπορεί να συντάσσει έναν προϋπολογισμό επενδύσεων για το μέλλον, ο οποίος θα χρηματοδοτείται από φόρους στα κέρδη των επιχειρήσεων, τα υψηλά εισοδήματα και τις εκπομπές άνθρακα.
Η δυσκολία είναι να αναπτυχθεί στους κόλπους της ΕΕ ένας σκληρός πυρήνας που να στηρίζεται σε αυτές τις αρχές, χωρίς να αποσταθεροποιηθεί όλο το οικοδόμημα. Το εγχείρημα είναι εφικτό, εφόσον στηριχθεί στο προηγούμενο της γαλλογερμανικής Εθνοσυνέλευσης που ιδρύθηκε το 2019. Ένας τέτοιος πυρήνας θα αποτελούσε το έμβρυο μιας μελλοντικής ευρωπαϊκής κοινοβουλευτικής ένωσης, που θα μπορούσε να περιλάβει τις 27 χώρες της ΕΕ, ή ακόμη και τις 43 χώρες που βρέθηκαν την περασμένη εβδομάδα στην Πράγα.
Πηγή: Le Monde- ΑΠΕ-ΜΠΕ