«Να ξανασκεφτούμε την Τουρκία» («ελλείματα» εξωτερικής πολιτικής)

Παναγιώτης Ιωακειμίδης 29 Αυγ 2021

Οι δραματικές εξελίξεις στο Αφγανιστάν με την κατάληψη της εξουσίας από τους Ταλιμπάν διαμορφώνουν οπωσδήποτε ένα νέο γεωπολιτικό περιβάλλον. Η Δύση και ειδικότερα οι ΗΠΑ υπέστησαν μια ταπεινωτική ήττα μετά από εικοσαετή στρατιωτική παρουσία στη χώρα με στόχο την εξουδετέρωση της τρομοκρατίας (Αλ Κάιντα, κλπ.) και την οικοδόμηση ενός νέου δημοκρατικού συστήματος. Κίνα και Ρωσία πανηγυρίζουν καθώς βγαίνουν ωφελημένες πολλαπλώς από τις εξελίξεις. Αλλά μια άλλη χώρα που επίσης φαίνεται να βγαίνει ωφελημένη είναι η Τουρκία. Άγκυρα και Ταλιμπάν αναφέρονται σε «αδελφική μεταξύ τους σχέση». Και στη βάση αυτή η Τουρκία διεκδικεί ένα νέο γεωπολιτικό ρόλο: αυτό της «χώρας – γέφυρας» ανάμεσα στο Αφγανιστάν/ Ταλιμπάν και τη Δύση, κάτι που Ουάσιγκτον και Βρυξέλλες φαίνεται να ενθαρρύνουν (άλλωστε υπάρχει και η διάσταση του προσφυγικού/ μεταναστευτικού). Έτσι η Τουρκία (με Πακιστάν και Ιράν) δεν αποκλείεται να καταστεί ο πλέον προνομιακός συνομιλιτής των Ταλιμπάν και κρίσιμος παράγων στην ευρύτερη περιοχή.

Αυτές όμως οι εξελίξεις θα πρέπει να οδηγήσουν την Ελλάδα «να ξανασκεφθεί» την εξωτερική της πολιτική. Και πρώτα απ΄ όλα να ξανασκεφτεί το ζήτημα Τουρκία Να το σκεφτεί λαμβάνοντας υπόψη και τη πρόσφατη στρατιωτική συμφωνία με Β. Μακεδονία , την διαφαινόμενη εξομάλυνση των σχέσεων της με τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα( ΗΑΕ) αλλά και τα νέα δεδομένα συνεργασίας που υπαγορεύει η κλιματική κρίση (πυρκαγιές), ο νέος ρόλος των ΗΠΑ αλλά και οι κοινές προκλήσεις που αντιμετωπίζουν( πυρκαγιές, προσφυγικό) και που θα είναι ολοένα και περισσότερες ,κ.λπ .Ίσως τελικά η μία χωρα να έχει ανάγκη την άλλη περισσότερο απ? ο,τι νομίζουμε.Αλλα σε κάθε περίπτωση δεν ειναι δυνατόν η Τουρκία να αναλαμβανει νέους ρόλους, να ενισχύει την παρουσία της ως περιφρειακή δύναμη και η Ελλάδα να μην επανεξετάζει κάποιες βασικές «παραμέτρους» της πολιτικής της.

Αλλά θα πρέπει να σκεφθεί και κάποια άλλα συναφή «ελλείμματα» της εξωτερικής πολιτικής που ακουμπάνε και στη διάδραση της πολιτικής με την κοινωνία. Ως πρώτο έλλειμμα θα κατέγραφα την απουσία μιας ολοκληρωμένης συνεκτικής Στρατηγικής Εθνικής Ασφάλειας. Αλλά με σημαντική καθυστέρηση, η Ελλάδα φαίνεται ότι θα αποκτήσει επιτέλους Στρατηγική Εθνικής Ασφάλειας (η οποία θα εκπονηθεί με ευθύνη του Συμβούλου Εθνικής Ασφαλείας, καθηγητή Θ. Ντόκου). Θα ακολουθήσει έτσι το παράδειγμα άλλων αναπτυγμένων χωρών, μεγάλων ή μικρών, και κυρίως αυτό της Ευρωπαϊκής Ένωσης (ΕΕ). Η τελευταία εκπόνησε τη σχετική της στρατηγική το 2016 (A Global Strategy for the European Union?s Foreign and Security Policy). Παράλληλα επεξεργάζεται την περίοδο αυτή τη «Στρατηγική Πυξίδα» (Strategic Compass) για την καλύτερη προετοιμασία της στην αντιμετώπιση μελλοντικών κρίσεων και τη δημιουργία κοινής στρατηγικής κουλτούρας. Προφανώς τα κείμενα αυτά θα ληφθούν υπόψη για την Ελληνική Στρατηγική η οποία θα πρέπει να αποτελέσει ένα μελλοντικό οδηγό για την Ελληνική εξωτερική πολιτική. Θα καλυφθεί έτσι ένα βασικό δομικό «έλλειμμα». Ωστόσο θα πρέπει να εξετασθούν τρείς τουλάχιστον άλλες πτυχές/ελλείμματα :

Πρώτον, ο θεσμικός-ουσιαστικός, όχι τυπικός- τρόπος διαμόρφωσης της εξωτερικής πολιτικής. Πριν είκοσι περίπου χρόνια (1999) έγραψα ένα δοκίμιο σε αγγλική έκδοση βιβλίου με τίτλο «The Model of Foreign Policy-Making in Greece: Personalities versus Institutions”- «Το Πρότυπο Διαμόρφωσης Εξωτερικής Πολιτικής στην Ελλάδα: Προσωπικότητες έναντι Θεσμών». Στο άρθρο αυτό επισήμανα τεκμηριωμένα την κυριαρχία των προσωπικοτήτων (εκάστοτε ΥΠΕΞ, κλπ.) στη διαμόρφωση της εξωτερικής πολιτικής και τον σχετικά υποβαθμισμένο ρόλο των θεσμών και απρόσωπων διαδικασιών (συλλογικών οργάνων, διπλωματικής υπηρεσίας, κ.α.). Αλλά όσο ικανοί κι αν είναι οι ΥΠΕΞ (που κατά κανόνα είναι) χρειάζεται η θεσμική μνήμη και θεσμικός ρόλος. Από τότε και μέχρι σήμερα αρκετά έχουν αλλάξει πρός το καλύτερο . Αλλά παραμένει ένα ερώτημα, εάν και κατά πόσο ακολουθείται μια θεσμικά δομημένη διαδικασία διαμόρφωσης πολιτικής με όλα τα σχετικά στάδια (προετοιμασία, υιοθέτηση, εφαρμογή, παρακολούθηση) και με όλες τις σχετικές προϋποθέσεις και κριτήρια;. Και κυρίως ποιά κουλτούρα επικρατεί, αυτή της επίλυσης των προβλημάτων( problem-solving) ή απλώς της διαχείρισης τους ;Υπάρχει ένα σημαντικό ζήτημα επικρατούσας κουλτούρας για το ΥΠΕΞ.

Δεύτερον, η βασική συναίνεση γύρω από τα θέματα εξωτερικής πολιτικής είναι μια απόλυτα επιθυμητή κατάσταση (πολυ περισσότερο η εθνική ενότητα που θα πρέπει να ειναι αρραγής στην υπεράσπιση της εθνικής κυριαρχίας) . Αλλά όχι και μια τυφλή συναίνεση σε ένα παρονομαστή που ουσιαστικά ακυρώνει τη δημοκρατική αντιπαράθεση επιχειρημάτων πάνω στις κεντρικές επιλογές και στόχους της εξωτερικής πολιτικής. Γιατί αυτή τη στιγμή αυτό το πρότυπο συναίνεσης εν πολλοίς επικρατεί ανάμεσα στις πολιτικές δυνάμεις. Διαφωνούν σε επιμέρους χειρισμούς αλλά μέχρι εκεί. Δεν προσφέρουν ριζικές εναλλακτικές προτάσεις και ιδέες. Έτσι το λεγόμενο Συμβούλιο Εξωτερικής Πολιτικής τελειώνει πάντα «σε κλίμα συναίνεσης». Ναι αλλά το Συμβούλιο έγινε για ουσιαστικό διάλογο , αντιπαράθεση επιχειρημάτων και κατάθεση προτάσεων και όχι για να καταγράφει συναινέσεις, γνήσιες ή πλαστές. Αυτό το φαινόμενο της συναίνεσης δεν παρουσιάζεται σε καμιά απολύτως δημοκρατική χώρα. Ο Τζο Μπάιντεν έχει φθάσει μέχρι του σημείου να πει ότι «προωθεί μια ταξική πολιτική για τη μεσαία τάξη» (βλέπε λόγο του στο State Department, 4 Φεβρουαρίου 2021). Κανένας δεν θα ήθελε μια τέτοια πολιτική σε μια χώρα στην οποία διακυβεύονται ύψιστα αγαθά. Ένας υψηλός βαθμός συναίνεσης είναι αναγκαίος αλλά όχι όμως τέτοιος που να μην επιτρέπει την έκφραση διαφορετικής εναλλακτικής άποψης . Θα είχε ενδιαφέρον αν υπήρχε και στην Ελλάδα θεσμοποιημένη ( στον Οργανισμό του ΥΠΕΞ) διαδικασία τύπου Dissent Channel που υπάρχει στις ΗΠΑ και άλλες χώρες και που επιτρέπει στους διπλωμάτες να εκφράζουν τη ριζική διαφωνία τους και εναλλακτικές προτάσεις για επιλογές της εξωτερικής πολιτικής χωρίς τιμωρητικές συνέπειες( διαφωνία και προτάσεις πέρα από τις τρέχουσες γραφειοκρατικής μορφής).

Τρίτον, το περίφημο «δίλημμα των φυλακισμένων» διδάσκει ότι επιτυγχάνονται άριστα ( optimum) , καλύτερα αποτελέσματα πολιτικής εάν μεταξύ των εμπλεκομένων μερών υπάρχει εμπιστοσύνη (trust), επικοινωνία, ανταλλαγή πληροφοριών, κλπ. Το ερώτημα είναι εάν θέλουμε τα καλύτερα δυνατά αποτελέσματα και για π.χ. τις ελληνοτουρκικές σχέσεις, πόσο φροντίζουμε για την εκπλήρωση των προϋποθέσεων αυτών με την αποκατάσταση της εμπιστοσύνης; Η πρόσφατη «ελληνοτουρκική θετική ατζέντα» ειναι ένα καλό βήμα (και) πρός τη κατεύθυνση αυτή. Αλλά ο λόγος που εκπέμπεται λ.χ. από σημαντική μερίδα του επικοινωνιακού σύστηματος όχι μόνο δεν συμβάλλει αναλογικά στην δημιουργία και εμπέδωση εμπιστοσύνης αλλά μάλλον προς το αντίθετο- την κλονίζει .Αυτό ειναι ένα θεμελιακό έλλειμμα για τη Ελλάδα όπως επεσήμανε πρόσφατα σε συνέντευξη του και ο Φράνσις Φουκουγιάμα( ΝΕΑ,10/7) .

Πηγή: www.tovima.gr