Διέσχιζα τη Σαρρή, όταν ένα τζιπ ήρθε καταπάνω μου, ανάποδα στο δρόμο. Κοκάλωσα, όπως και το αυτοκίνητο. «Πού πάτε;» τόλμησα να πω και έδειξα το απαγορευτικό σήμα, ακριβώς μπροστά μας. Ο οδηγός, τυπικός εκπρόσωπος της γενιάς του Πολυτεχνείου, με αισθητική «ο φαλακρός με τις μπούκλες», άνοιξε το παράθυρο και «επιχειρηματολόγησε», επί λέξει: «Για στάσου, γιατί είμαι κι εγώ Έλληνας πολίτης – και μάλλον σοβαρός, θα έλεγα (sic). Πώς το βλέπεις (εξαιρετική φραστική προσέγγιση); Να κάνω οοόλη τη βόλτα, για να πάω λίγα μέτρα πιο κάτω;». «Όχι, να παραβιάζει όποιος θέλει ελεύθερα τα σήματα…», απάντησα. Ήθελα να του πω κι άλλα, για το πώς, νοοτροπίες που δίδαξε η γενιά του, σαν κι αυτή που ξεδίπλωσε, έπαιξαν σοβαρό ρόλο στην αμεριμνησία αυτής της κοινωνίας και κατ’ επέκταση οδήγησαν στην κρίση, αλλά δεν με άφησε. Έφυγε θυμωμένος, να μην πω «αγανακτισμένος».
.
Το τελευταίο δεκαήμερο της προεκλογικής περιόδου έδειξε, με δύο κινήσεις, πόσο ρηχά οδεύουμε στο αυτοκαταστροφικό μας Ματ. Και οι δύο, με κοινό παρανομαστή τους «θυμωμένους».
.
Η πρώτη ήταν η πλήρης και επίσημη μετατόπιση της Νέας Δημοκρατίας από το κέντρο του πολιτικού φάσματος, που το εκχώρησε όλο, στους αδύναμους να το εκμεταλλευτούν, αντιπάλους. Ο Αντώνης Σαμαράς, θορυβημένος από την απώλεια ψήφων προς τα (ακρο)δεξιά του, όρισε την ατζέντα, όπως ακριβώς θα έκανε ο Σαρκοζί για να αντιμετωπίσει τη Λεπέν: Μετανάστες, κουκούλες, ασφάλεια, αστυνομία, μισθοί στρατιωτικών. Μη διστάζοντας να παραπλανήσει ενσυνείδητα, εξαγγέλλοντας την κατάργηση του νόμου για την ιθαγένεια, που είναι η ελάχιστη υποχρέωση μας προς τα (χωρίς πατρίδα και υπηκοότητα) παιδιά των μεταναστών – και καμία σχέση δεν έχει με την παράνομη μετανάστευση, στο ξέφραγο αμπέλι της οποίας έχει συμβάλει ο ίδιος τα μέγιστα. Ποντάροντας ότι το κοινό του αρνείται να παραδεχτεί, ότι όποιος υπερθεματίζει στην υπεράσπιση της ασφάλειας και της «εθνικής ταυτότητας και ακεραιότητας», συνήθως είναι αυτός που προκαλεί τις παταγώδεις αποτυχίες και υποχωρήσεις, ακριβώς λόγω υποκρισίας και ανικανότητας. Όπως έγινε και με το Ιστορικό Κέντρο της Αθήνας, που πέρασε τις χειρότερες στιγμές του, μεταξύ 2007-2009, όταν ο ίδιος ήταν ένας αμέριμνος υπουργός Πολιτισμού. Όπως έγινε και με το Μακεδονικό και την ονομασία της γειτονικής χώρας. Όπως έγινε και με την τραγωδία της Κύπρου – και με πάμπολλες ακόμα στιγμές της ιστορίας. Γιατί «μειοδότες» είναι αυτοί που δεν φροντίζουν την επίλυση των προβλημάτων, τον εκσυγχρονισμό, τους θεσμούς, την ισχυροποίηση της οικονομίας – κι όχι όσοι αρνούνται τις πατριωτικές κορώνες.
.
Αλλά πώς μη συρρικνώσει το μικροπολιτικό του μαγαζάκι, ένας άνθρωπος που δεν διστάζει – ανερυθρίαστα – να ξεχάσει τη διόγκωση του ελλείμματος και του χρέους στην τελευταία διετία της διακυβέρνησης Καραμανλή και αποδίδει όλη την κρίση στους λανθασμένους χειρισμούς Παπανδρέου; Και πώς να του απαντήσει κανείς ότι, ακόμα και με όλες τις ευθύνες να βαραίνουν τον προηγούμενο πρωθυπουργό και τον Γιώργο Παπακωνσταντίνου, τρέμει κανείς στην ιδέα πόσο χειρότερα θα ήταν τα πράγματα, αν στη θέση τους ήταν ο Καραμανλής, ο Αλογοσκούφης, η Ντόρα, ο Σουφλιάς, ο Παπαθανασίου, ο Βενιζέλος, ο Παπουτσής ή ακόμα χειρότερα ο ίδιος. Και πώς να του θυμίσει ότι φαντάζει πολύ λίγος, όταν ξεχνάει ότι η κυβέρνηση Παπαδήμου, που κουτοπόνηρα μισο-στήριξε, κατάφερε κάτι που θα ήταν αδιανόητο για τα μέτρα του: Να ολοκληρώσει το νέο δανεισμό και το PSI – και να βάλει και μερικές χειροπέδες σε Ψωμιάδηδες, Κουρήδες και Άκηδες. Και πώς να ανεχτεί κανείς τις ψευτομαγκιές του «δεν θα συνεργαστώ», όταν είναι ολοφάνερο ότι θα υποχρεωθεί από τους δανειστές – ας ελπίσουμε και με τον εξισορροπητικό παράγοντα ενός τρίτου, λιγότερου λαϊκίστικου κόμματος. Κι όλα αυτά, για να κερδίσει μερικές δεκάδες ή εκατοντάδες χιλιάδες (ντοπαρισμένους «αντιμνημονιακά» από τον ίδιο) «θυμωμένους» οπαδούς της πιο λαϊκής (ακρο)δεξιάς.
.
Η δεύτερη κίνηση ήταν μια τεράστια γκάφα ή ένα απαράδεκτο κλείσιμο του ματιού στην ακροδεξιά: Η χωρίς προετοιμασία και συναίνεση, εκ του ασφαλούς και «χαβαλετζίδικη», πρόταση για «αριστερή διακυβέρνηση», με πρωθυπουργό την Αλέκα Παπαρήγα (ή ακόμα χειρότερα, αμετροεπώς, με τον ίδιο τον Αλέξη Τσίπρα), έδειξε όχι μόνο το ανώριμο, αλλά και το καιροσκοπικό του συγκεκριμένου πολιτικού σχήματος, υπό την παρούσα ηγεσία. Στοχεύοντας στο θυμικό του μονίμως απογοητευμένου αριστερού, που επιθυμεί να δει ενωμένη την αριστερή εκπροσώπηση (τελείως διαφορετική κλίμακα από τη διακυβέρνηση), η κίνηση αυτή του εντυπωσιασμού, δεν δίστασε να «συνομιλήσει» με τη χειρότερη μορφή συνωμοσιολογικής πολιτικής έκφρασης της απέναντι όχθης. Ανομολόγητο για ένα κόμμα που τίμησε, μετά από μερικές μέρες, τα θύματα του ναζισμού στην Καισαριανή. Και εκτρωματικό στη σύλληψη του: Ακόμα και το προηγούμενο της συμμετοχής του ΛΑΟΣ στην κυβέρνηση Παπαδήμου, που εξυπηρέτησε την ανάγκη της Νέας Δημοκρατίας να μοιραστεί το «μνημονιακό κόστος», με την ανοχή του ΠΑΣΟΚ, δεν μπορεί να αποτελέσει επιχείρημα, όταν η προσέγγιση εγκαινιάζεται από ένα κόμμα που θέλει να αποκαλείται αριστερό. Όπως η Δημοκρατική Αριστερά έπρεπε να θέσει ως όρο μη συμμετοχής της στην κυβέρνηση Παπαδήμου την παρουσία των ακροδεξιών, έτσι και ο ΣΥΡΙΖΑ θα έπρεπε να αρνηθεί, πάση θυσία, οποιαδήποτε στήριξη από τους Καμμένους – ακόμα και να είχε την ευκαιρία να κυβερνήσει. Πόσο μάλλον, να την προκαλέσει.
.
Κι όλα αυτά, για μια ακόμα χούφτα δεκάδων χιλιάδων ψήφων, από τις τάξεις των «θυμωμένων». Ώστε να ενισχυθούν οι προσδοκίες του «ραδιο-αρβύλα», ότι ο Καμμένος ή ο ΣΥΡΙΖΑ θα βγουν τρίτο κόμμα.
.
Μόνο που κάποια στιγμή πρέπει να θυμώσουμε, εμείς οι υπόλοιποι, με τους «θυμωμένους». Και να καταδικάσουμε, με τον πιο ηχηρό τρόπο, όχι μόνο αυτούς που φλερτάρουν ή ανέχονται τον φασισμό. Όχι μόνο αυτούς, στα μικρά και κυρίως στα μεγάλα κόμματα, που εκπροσωπούν τον λαϊκισμό. Αλλά και αυτούς, που παίζουν με την τύχη μας, συνομιλώντας με τους χωρίς ντροπή πρωταθλητές του αρριβισμού και του «Πατρίς-Θρησκεία-Καπηλεία», αυτούς που πιστεύουν ότι πρέπει να αντικαταστήσουμε τους αποτυχημένους «σοβαρούς» ή τους διεφθαρμένους με τα σούργελα, αυτούς που θα έπρεπε να είναι στο περιθώριο της πολιτικής, πρωταγωνιστές μόνο στην αντιδραστική νεφελίμ πραγματικότητα τους.
.
.
Ο Προκόπης Δούκας είναι δημοσιογράφος και blogger. Το κείμενο αυτό είναι αναδημοσίευση από το www.prokopisdoukas.blogspot.com