«Να τα πούμε»

Αγγελική Σπανού 21 Ιαν 2014

Συναντιούνται τυχαία σε εστιατόρια και καφέ, σε σπίτια και πολιτιστικούς χώρους, σε εκδηλώσεις και ημερίδες, και προτείνουν ο ένας στον άλλο να τα πούνε -το συντομότερο. Με την ευκαιρία αλληλοσυγχαίρονται για το τελευταίο άρθρο ή συνέντευξή τους και κάνουν κάποια συγκεκριμένη παρατήρηση, οριακά κριτική, για να δείξουν ότι όχι απλώς διάβασαν το κείμενο αλλά πραγματικά εντρύφησαν. Και μέχρι να αποχαιρετιστούν, έτσι στα γρήγορα, ανταλλάσσουν και κάποια σχόλια για τις τελευταίες εξελίξεις, πάντα με την αγωνία για την εθνική μοίρα και με έκφραση απογοήτευσης για την περιρρέουσα ατμόσφαιρα που βαραίνει.

Σε κάποιες περιπτώσεις “τα λένε” πράγματι. Βρίσκονται μετά από λίγο καιρό, συμφωνούν ότι κάτι πρέπει να γίνει επειγόντως, διαφωνούν ως προς το τι πρέπει να γίνει, συνήθως δεν ξέρουν ακριβώς τι προτιμούν ή αποφεύγουν να πουν αυτό που πραγματικά θέλουν και η συζήτηση δεν καταλήγει κάπου πέρα από την αμοιβαία υπόσχεση “να τα ξαναπούνε”.

Είναι ένα τρέιλερ από το κουραστικό σίριαλ “η ανασυγκρότηση της Κεντροαριστεράς” που αποκτά διαρκώς νέα επεισόδια, τα οποία όμως μοιάζουν πολύ με τα παλιά, με αποτέλεσμα να μπερδεύεσαι μήπως βλέπεις επανάληψη. Και είναι η μεταφορά μιας περιγραφής που έκανε ένα από τα πρόσωπα που μετέχουν σε αυτές τις ζυμώσεις/διεργασίες απαντώντας στη σχετική ερώτηση με τη φράση: “Είμαστε η Κεντροαριστερά του “να τα πούμε”.

Στο μεταξύ, όσο παρακολουθούμε το σίριαλ, χάνεται χρόνος, ενώ δεν υπάρχει καιρός. Το πρόγραμμα προσαρμογής έχει πλήρως εκτροχιαστεί, δεν υλοποιείται καμία μνημονιακή δέσμευση (ούτε καν η πρώτη λίστα της διαθεσιμότητας -του Σεπτεμβρίου- δεν είναι ολοκληρωμένη), η κάλυψη του δημοσιονομικού κενού 2014-2015 παραμένει σε εκκρεμότητα, ασφαλώς και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα έως το 2017, η Τρόικα καθυστερεί να επιστρέψει ακριβώς επειδή δεν έχει γίνει τίποτα από τα συμφωνημένα και η κυβέρνηση διαφημίζει μέσω διαρρών επερχόμενη σύγκρουση με τους πιστωτές που μπορεί να φέρει ακόμη και πρόωρες εκλογές την άνοιξη.

Η σύγκρουση ΝΔ-ΣΥΡΙΖΑ κινείται στις ατραπούς της ακραίας πόλωσης και του πολιτικού αναχρονισμού, με τελευταίο κρούσμα οπισθοδρόμησης το αίτημα της Συγγρού προς τον Α. Τσίπρα να ξεκαθαρίσει επίσημα σε ποιο Θεό πιστεύει. Δικαστικές αποφάσεις, όπως συνέβη με την ετυμηγορία του ΣτΕ για τις περικοπές μισθών των ενστόλων, ενισχύουν την αντιμνημονιακή εξαλλοσύνη, η οποία πια είναι διακομματική. Και την ίδια ώρα η κατάσταση στην πραγματική οικονομία επιδεινώνεται διαρκώς -ποια τράπεζα θα δώσει ποιο δάνειο σε ποια εταιρεία όταν υπάρχει κλίμα πως όλα τα δάνεια είναι ύποπτα μέχρι αποδείξεως του εναντίου και όταν η αξιωματική αντιπολίτευση παίζει με την ποινικοποίηση κάθε υπογραφής που μπαίνει πριν να γίνουν εκλογές.

Η ιδέα που κατασκευάζεται από την κυβέρνηση και από την αντιπολίτευση είναι ότι ήρθε η ώρα να τελειώνουμε με τα μνημόνια και την Τρόικα, να μας μειώσουν το χρέος ως οφείλουν για να βγούμε στις αγορές και να αρχίσει η ανάκαμψη η οποία θα βοηθηθεί και με ένα αναπτυξιακό πακέτο από τους εταίρους το οποίο επίσης δικαιούμαστε. Τίποτα από όλα αυτά δεν έχει λογική βάση, αλλά αυτή η θεωρία έχει εμπεδωθεί τόσο πολύ που είναι πια η μοναδική εθνική βεβαιότητα: Αρκετά μας έκαναν, ας μας αφήσουν πια στην ησυχία μας. Και αυτό, το να μας αφήσουν στην ησυχία μας, μπορεί πράγματι να συμβεί, μόνο που δεν θα είναι οπωσδήποτε κάτι ευχάριστο για την κοινωνική πλειοψηφία, μπορεί να είναι κάτι εξαιρετικά τραυματικό. Ο χρόνος είναι εξαιρετικά λίγος και οι απαιτήσεις τεράστιες. Πρέπει να γίνουν πάρα πολλά πάρα πολύ γρήγορα και κυρίως πρέπει να βρουν χώρο έκφρασης και δράσης οι δημιουργικές δυνάμεις της ελληνικής κοινωνίας ώστε να αλλάξουν οι κανόνες ενός παιχνιδιού που αργά ή γρήγορα μπορεί να εξελιχθεί σε χορό του θανάτου. Γι αυτό έχει τεράστια σημασία να υπάρξει μεγάλη και ισχυρή Κεντροαριστερά, που όμως δεν θα προκύψει με τις υποσχέσεις “να τα πούμε”.

Τα λένε και τα ξαναλένε. Είναι πρώην υπουργοί, βουλευτές και πρώην βουλευτές, κομματικά στελέχη, άλλοτε ή ακόμη, ακαδημαϊκοί με έντονο ενδιαφέρον για τα κοινά, πρόσωπα που δημοσιολογούν χωρίς να έχουν ασχοληθεί επαγγελματικά με την πολιτική, διανοούμενοι και αυτοπροσδιοριζόμενοι ως διανοούμενοι, άνθρωποι που έχουν εργαστεί σε κέντρα αποφάσεων ή κινούνται ακόμη κάπου εκεί, μέλη κινήσεων και ομάδων που φτιάχτηκαν τα τελευταία χρόνια, παθιασμένοι χρήστες των social media που πολιτικολογούν στο Facebook, είναι ένας ολόκληρος κόσμος που ασχολείται με την προσπάθεια να δημιουργηθεί ο περίφημος τρίτος πόλος.

Βρίσκονται και ξαναβρίσκονται, μετέχουν σε μια ζύμωση χωρίς τέλος, και άκρη δεν βρίσκουν. Ενας λόγος είναι ότι οι κομματικοί μηχανισμοί δίνουν λυσσαλέα μάχη συντήρησης των κατεστημένων δομών και νοοτροπιών, άλλος λόγος είναι ότι υπερχειλίζουν προσωπικοί εγωισμοί, φιλοδοξίες, προσωπικές αντιπάθειες, ακόμη και φοβίες. Ολοι συμφωνούν, θεωρητικά, ότι επείγει η σύγκλιση δυνάμεων αλλά στην πράξη συμβαίνει κατακερματισμός, εμφανίζονται νέα κόμματα, αυτονομούνται πρόσωπα, αναπτύσσονται φυγόκεντρες τάσεις. Ολοι ξέρουν ότι ο διπολισμός σκληραίνει κι αυτό θα φέρει τρομακτική πίεση για τον ενδιάμεσο χώρο, μεταξύ ΝΔ και ΣΥΡΙΖΑ, αλλά δεν βρίσκεται τρόπος να συναντηθούν κάπου όσοι κινούνται στην περιοχή συναινώντας σε ένα στοιχειώδες σχέδιο για την άρση του αδιεξόδου. Ολοι αντιλαμβάνονται ότι η κατάσταση είναι κρίσιμη και υπάρχει ο φοβερός κίνδυνος να αδειάσουν οι εταίροι/πιστωτές τη χώρα, επειδή εκπέμπει μήνυμα αυτοκαταστροφής, αλλά δεν βρίσκεται ο τρόπος να ξεπεραστεί η διαδικαστική φλυαρία, σχετικά με τη μέθοδο με την οποία θα οργανωθεί η δημιουργία ενός νέου φορέα, και να βρεθεί γρήγορα ένας κοινός τόπος για όλους όσοι δεν θέλουν το δίλημμα των επόμενων εκλογών να είναι ανάμεσα στην Ευρώπη του Σαμαρά και στην Ευρώπη του Τσίπρα.

Σε κάθε περίπτωση, αν φτάσουμε αναγκαστικά στην επικράτηση της μιας ή της άλλης επιλογής μέσα σε μια πολιτική έρημο στην οποία θα κυριαρχούν ακραίοι και λαϊκιστές, οι Κεντροαριστεροί του “να τα πούμε” δεν θα έχουν και πολλά να πούνε, γιατί κανείς δεν θα τους ακούει, ακόμη και αν τότε αποφασίσουν να μην “τα λένε” πια μεταξύ τους.