Αφορμή αυτού του σημειώματος ήταν ή ομιλία της Άννας Διαμαντοπούλου σε εκδήλωση του Ινστιτούτου Διπλωματίας στις 28/3/2014, με θέμα «Εκσυγχρονισμένη Παιδεία». Μου δόθηκε έτσι η αφορμή για μια σύντομη αναδρομή στις μεταρρυθμιστικές προσπάθειες από το 1982 έως σήμερα και κατάθεση της πρότασής μου.
Η πρώτη εκπαιδευτική μεταρρύθμιση πραγματοποιήθηκε το 1982 με τον νόμο 1268/82, ο οποίος ανέθεσε την συνδιοίκηση των πανεπιστημίων στους φοιτητές, διοικητικούς υπαλλήλους και καθηγητές, εισάγοντας μία παγκόσμια πρωτοτυπία, που απεδείχθη καταστροφική και εκμαυλιστική για τις επόμενες γενιές.
Η επόμενη μεταρρύθμιση είχε τη σφραγίδα του Γιώργου Σουφλιά, υπουργού παιδείας από το 1990 έως το 1993 (νόμος 2083/92) και αποτελούσε μία τομή στα πανεπιστημιακά δεδομένα. Μείωσε το ποσοστό συμμετοχής των φοιτητών στα εκλεκτορικά σώματα ανάδειξης μονομελών οργάνων (Πρύτανης, Κοσμήτορας Σχολής, Πρόεδρος Τμήματος) από 100% των μελών ΔΕΠ σε 50%, καθιέρωσε για πρώτη φορά την αξιολόγηση και θεσμοθέτησε τις μεταπτυχιακές σπουδές και τους δύο κύκλους σπουδών στις προπτυχιακές. Ο φοιτητής δεν μπορούσε να μεταβεί στο δεύτερο στάδιο προπτυχιακών σπουδών για απόκτηση του πτυχίου, εάν δεν ολοκλήρωνε επιτυχώς όλα τα μαθήματα του πρώτου διετούς κύκλου βασικών γνώσεων. Αυτός ο νόμος καταργήθηκε σε όλα τα βασικά σημεία του το Δεκέμβριο 1993 από τον υπουργό παιδείας Δ. Φατούρο. Κατήργησε τους δύο κύκλους σπουδών και την αξιολόγηση και ανέβασε τη συμμετοχή των φοιτητών στο 80% των μελών ΔΕΠ. Για την ιστορία, σημειώνω, ότι λίγες ημέρες προ των βουλευτικών εκλογών του Οκτωβρίου 1993, κατά τη διάρκεια τυχαίας συνάντησής μας στην Εθνική Πινακοθήκη, του επισήμανα τα πολύ βασικά σημεία του νόμου, τα οποία θα έπρεπε να διατηρηθούν. Όπως μου εξομολογήθηκε πολλά χρόνια αργότερα, ο τότε πρωθυπουργός του έδωσε εντολή να προβεί σε όλες τις αλλαγές, που θα του ζητούσαν οι εκπρόσωποι της ΠΑΣΠ. Έτσι άδοξα καταργήθηκαν όλες οι βασικές μεταρρυθμίσεις του νόμου 2083/92.
Η συνέχεια δόθηκε από την Μαρριέτα Γιαννάκου, υπουργό παιδείας από το 2004 έως το 2007, με τον νόμο 3549/2007. Τα κύρια σημεία του νόμου ήσαν η καθιέρωση της Αρχής Διασφάλισης Ποιότητας για τη διεξαγωγή εσωτερικής αλλά και εξωτερικής αξιολόγησης όλων των πανεπιστημιακών μονάδων, η καθολική ψηφοφορία των φοιτητών, διατηρώντας όμως επίμονα το ποσοστό της φοιτητικής ψήφου στο 80% αυτής των μελών ΔΕΠ, ασχέτως του πλήθους των ψηφισάντων, ο τερματισμός φοίτησης μετά την παρέλευση τακτού χρονικού διαστήματος και η απαγόρευση διαδοχικών πρυτανικών θητειών.
Τον Οκτώβριο 2009 ήλθε η στιγμή για ουσιαστικές και τολμηρές αλλαγές στα πανεπιστήμια. Η Α. Διαμαντοπούλου, ως υπεύθυνη παιδείας του ΠΑΣΟΚ από το 2007 έως και τον Οκτώβριο 2009, προετοίμασε το πλαίσιο των αλλαγών σε όλο το φάσμα της εκπαίδευσης. Δεν είναι στόχος μου ο απολογισμός και η άσκηση κριτικής επί όλων των πολύ σημαντικών μεταρρυθμίσεων της υπουργίας της. Θα αναφερθώ μόνο στο νόμο πλαίσιο 4009/2011, ο οποίος πραγματοποίησε το μεγάλο άλμα για τη διάρθρωση και λειτουργία των πανεπιστημίων.
(1) Η καθιέρωση του Συμβουλίου Ιδρύματος με τη συμμετοχή επιφανών επιστημόνων, αλλά και οικονομικών παραγόντων, εισήγαγε ένα θεσμό παγκοσμίως επιτυχημένο. Τα Συμβούλια επιφορτίζονται με πολλές από τις ελεγκτικές ευθύνες, που είχε έως πρότινος ο υπουργός παιδείας στους προϋπολογισμούς, ιδρύουν και εποπτεύουν τη λειτουργία νπιδ για τη διαχείριση της περιουσίας και των ερευνητικών προγραμμάτων και είναι υπεύθυνα για την τήρηση των νόμων, την προκήρυξη και την προεπιλογή των πρυτάνεων και των κοσμητόρων και την εξεύρεση πόρων για την ανάπτυξη.
(2) Η εκλογή πρυτάνεων, κοσμητόρων σχολών και προέδρων τμημάτων μόνον από το διδακτικό και ερευνητικό προσωπικό επανέφερε τους φοιτητές στο φυσικό ρόλο τους, δηλαδή αυτόν του εκπαιδευόμενου επιστήμονα.
(3) Αναίρεσε τη δυνατότητα της υβριδικής αναπαραγωγής, δηλαδή τη δυνατότητα σε εκείνους που λαμβάνουν το διδακτορικό τους από ένα πανεπιστήμιο να εξελίσσονται στο ίδιο ίδρυμα σε καθηγητικές βαθμίδες, πριν θητεύσουν για μία 3ετία τουλάχιστον σε άλλο ίδρυμα.
(4) Δίνει τη δυνατότητα στα πανεπιστήμια και ΤΕΙ, να συμπεριλάβουν στους νέους κανονισμούς λειτουργίας τη διακοπή φοίτησης, όταν διαπιστώνεται η αδυναμία επιτυχούς ολοκλήρωσης βασικών μαθημάτων, μετά από τέσσερις άκαρπες προσπάθειες (άρθρο 6, παρ. 1γ). Συγχρόνως, περιορίζει το χρόνο φοίτησης.
(5) Συνδέει την εξωτερική αξιολόγηση των πανεπιστημιακών μονάδων με την κρατική χρηματοδότηση και εισαγάγει την υποχρεωτική αξιολόγηση των καθηγητών ανά πενταετία.
(6) Καθιερώνει τη διδασκαλία μαθημάτων σε ξένη γλώσσα για την προσέλκυση ξένων σπουδαστών, ενώ εκχωρεί την αρμοδιότητα καθιέρωσης διδάκτρων στα μεταπτυχιακά προγράμματα στα Συμβούλια.
(7) Δίνει τη δυνατότητα στα πανεπιστήμια να ιδρύουν παραρτήματα σε ξένες χώρες.
(8) Θεσμοθετεί την χωροταξική αναδιάρθρωση με την συγχώνευση των πανεπιστημίων και των ΤΕΙ με προεδρικό διάταγμα. Είναι άξιο μνείας το γεγονός ότι η Δανία των 7,4 εκατομμυρίων κατοίκων, από 23 ΑΕΙ που είχε προ του 2007 σήμερα έχει 5 δημόσια πανεπιστήμια, 2 πολυτεχνεία, 2 οικονομικά πανεπιστήμια και αρκετές σχολές καλών τεχνών, με αποτέλεσμα η ποιότητά τους να έχει εκτοξευθεί προς τα άνω, ενώ η Γερμανία των 82 εκατομμυρίων κατοίκων έχει 70 δημόσια Πανεπιστήμια (Universitat) και 104 δημόσια ΤΕΙ (Fachhoschule), χωρίς να υπολογίζουμε τις ιδιωτικές επαγγελματικές σχολές. Αντίστοιχα, η Ιταλία των 61 εκατομμυρίων λειτουργεί 89 δημόσια πανεπιστήμια και ανεξάρτητες Σχολές, ενώ υπάρχουν δεκάδες επαγγελματικών σχολών.
Σε αυτό το σημείο παραθέτω μία διαπίστωση. Οι μεταρρυθμίσεις των ετών 1992 και 2007 είχαν το χαρακτηριστικό ότι τα προσχέδια συντάχθηκαν από επιτροπές πανεπιστημιακών (στις οποίες είχα την τιμή να συμμετέχω). Στη συνέχεια όμως αυτές υπεβλήθησαν στη βάσανο του κομματικού προκρούστη. Αντιθέτως, η μεταρρύθμιση του 2011 της Α. Διαμαντοπούλου, συντάχθηκε από μία μικρή ομάδα (στην οποία είχα και πάλι την τιμή να συμμετέχω) μετά όμως από διατύπωση γνώμης και υποβολή προτάσεων επιτροπής διακεκριμένων πανεπιστημιακών από μεγάλα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα του εξωτερικού, υπουργούς παιδείας χωρών της Ε.Ε. και πληθώρας καθηγητών πανεπιστημίων της χώρας. Όλων αυτών προηγήθηκε συζήτηση αρκετών μηνών στη διακομματική επιτροπή (απόντων των εκπροσώπων του ΚΚΕ και του ΣΥΡΙΖΑ) και ευρεία σύσκεψη στους Δελφούς με τον πρωθυπουργό, την υπουργό παιδείας, τους πρυτάνεις των πανεπιστημίων, τους προέδρους των ΤΕΙ και κοινωνικούς εταίρους. Προσχέδιο του νόμου, επίσης, δόθηκε προς συζήτηση σε όλα τα ΑΕΙ της χώρας στις 22-10-2010, δηλαδή δέκα μήνες προ της υποβολής του νομοσχεδίου στη Βουλή. Μία πρωτοβουλία της υπουργού, η οποία αντιμετωπίσθηκε με οργή από πρυτάνεις ορισμένων μεγάλων πανεπιστημίων, κατά τη διάρκεια της Συνόδου στο Ρέθυμνο. Ενδεχομένως να προέβλεπαν ότι κάποιες από τις προτάσεις του προσχεδίου θα ξεβόλευαν τόσο τους ίδιους όσο και τις συντεχνίες που τους στήριζαν.
Ερχόμαστε, τέλος, στο καλοκαίρι του 2012, τότε που ο νυν υπουργός παιδείας Κ. Αρβανιτόπουλος προσπάθησε να αλλάξει βασικές διατάξεις της μεταρρύθμισης του 2011. Ο νόμος 4076/2012, αλλά και πρόσφατες τροπολογίες του, έφερε ουσιώδεις αλλαγές αποδυνάμωσης του νόμου Διαμαντοπούλου, αφού
1. παρέτεινε κατά δύο έτη τη θητεία των πρυτάνεων, δίνοντας την ευκαιρία σε πολλούς εξ αυτών να υπονομεύσουν την εφαρμογή του νόμου.
2. αφαίρεσε την αρμοδιότητα των Συμβουλίων να εκλέγουν κοσμήτορες
3. κατήργησε τη διάταξη, που προέβλεπε ότι όλα τα τμήματα μιας σχολής λειτουργούν στην ίδια πόλη.
4. κατήργησε τη διεθνώς καθιερωμένη Σχολή Μεταπτυχιακών Σπουδών, η οποία θεσμοθετήθηκε για πρώτη φορά με το νόμο 4009/2011.
5. καθιέρωσε, στο όνομα της δήθεν εξυπηρέτησης των φοιτητών, διπλές εξεταστικές περιόδους, ακόμη και για μαθήματα που είχε στο παρελθόν διδαχθεί ο φοιτητής, αλλά δεν μπόρεσε να τα ολοκληρώσει επιτυχώς, μετατρέποντας τα πανεπιστήμια και τα ΤΕΙ σε εξεταστικά κέντρα και αγνοώντας την ουσία της μαθησιακής διαδικασίας.
6. κατασπατάλησε τη δυνατότητα, που έδινε ο νόμος 4009/2011, συγχώνευσης των διάσπαρτων σε 69 πόλεις πανεπιστημίων και ΤΕΙ, αφού τα 24 πανεπιστήμια συγχωνεύτηκαν σε 22, χωρίς κατάργηση των τμημάτων των δύο καταργηθέντων, τα 16 ΤΕΙ παρέμειναν 16, ενώ τα 18 μοναχικά τμήματα έγιναν 20.
7. ίδρυσε 3 νέα τμήματα, δηλαδή το έβδομο τμήμα Αρχιτεκτόνων Μηχανικών στα Ιωάννινα, ένα ακόμη τμήμα Μηχανικών Περιβάλλοντος στην Κοζάνη και ένα ακόμη Τμήμα Πληροφορικής στη Λαμία, δίπλα στο τμήμα Πληροφορικής με έμφαση στη Βιοϊατρική (!!!)
Ο λαϊκισμός και η εξυπηρέτηση μικροκομματικών συμφερόντων σε όλο το μεγαλείο του. Αντιθέτως, θα έπρεπε να είχε δοθεί έμφαση στην ποιότητα των ΑΕΙ, με διατήρηση ενός μικρού αριθμού πανεπιστημίων με κρίσιμη επιστημονική μάζα, διεθνή απήχηση και υψηλή ποιότητα, ΤΕΙ με γνωστικά αντικείμενα σε κρίσιμους για την οικονομία τεχνολογικούς κλάδους και διάσπαρτες σχολές διετούς μεταλυκειακής επαγγελματικής εκπαίδευσης. Είναι ακόμη αξιοσημείωτο το γεγονός ότι το Σεπτέμβριο 2014 θα εισαχθούν 46.735 στα πανεπιστήμια και 23.570 στα ΤΕΙ, δηλαδή το 88% εκείνων που θα διαγωνισθούν για μία θέση στην Ανώτατη Εκπαίδευση. Αριθμός πολλαπλάσιος του αναγκαίου για μία χώρα των 10,5 εκατομμυρίων κατοίκων.
Για να αρχίσουμε, όμως, θετικά την έξοδο από την κρίση και το σχεδιασμό του μέλλοντός μας, θα πρέπει άμεσα
1. Η Κυβέρνηση να σχεδιάσει όλες τις βαθμίδες της μεταλυκειακής εκπαίδευσης, έτσι ώστε να διοχετεύει το μεγαλύτερο μέρος του πληθυσμού ηλικίας 18-23 ετών σε τριετούς φοίτησης ΤΕΙ και σε διετούς φοίτησης Μεταλυκειακά Επαγγελματικά Κέντρα, ενώ θα πρέπει να τολμήσει τη δραστική μείωση του φοιτητικού πληθυσμού στα πανεπιστήμια.
2. Αξιοποιώντας όλες τις πτυχές του νόμου 4009/2011, τα Πανεπιστήμια θα πρέπει να απονέμουν πτυχία μόνον σε εκείνους που αποδεικνύονται άξιοι, θέτοντας αυστηρούς κανόνες.
3. Οι αποτυχόντες να παρακολουθήσουν επιτυχώς τα Προγράμματα Σπουδών πανεπιστημίων θα πρέπει να προωθούνται στα ΤΕΙ ή σε Επαγγελματικά Κέντρα. Η Ελλάδα χρειάζεται ικανούς και άρτια καταρτισμένους και όχι ημιμαθείς μηχανικούς, ιατρούς, νομικούς, επιστήμονες, αλλά και εξειδικευμένους τεχνολόγους, τεχνίτες και καταρτισμένο εργατικό δυναμικό.
Ολοκληρώνοντας, εκφράζω την ικανοποίησή μου για την ευρεία πλέον επικράτηση μιας άποψης, που δύσκολα εξέφραζε κάποιος στο παρελθόν. Η ωμή βία ήταν το αντίτιμο που εισπράτταμε από τις οργανωμένες -δήθεν αριστερές- συντεχνίες, όσοι διατυπώναμε δημοσίως την άποψη ότι τα πανεπιστήμια μπορούν με ένα μόνο τρόπο να αντλήσουν τους πόρους που απαιτούνται για την ανεξάρτητη και σωστή ακαδημαϊκή λειτουργία τους. Αυτός δεν είναι άλλος από το να προσφέρουν την πρωτότυπη επιστημονική γνώση, τις δεξιότητες και την καινοτόμο τεχνολογία, ως προϊόντα της έρευνας, στις επιχειρήσεις, από τις οποίες θα αντλούν πόρους και θέσεις εργασίας για τους αποφοίτους τους. Αυτό σημαίνει επιστημονική έρευνα προς όφελος της κοινωνίας και του περιβάλλοντος, αφού οι επιχειρήσεις είναι οι κατ’ εξοχήν δημιουργοί πλούτου, θέσεων εργασίας και ικανοποίησης των καλώς εννοουμένων αναγκών της κοινωνίας.