Σε κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες, σαν κι αυτήν, σωστό είναι να προσπαθήσουμε να σταθούμε με ειλικρίνεια μπροστά στα γεγονότα, αφήνοντας κατά μέρος τις όποιες κομματικές ή προσωπικές σκοπιμότητες που μόνον κακό έχουν κάνει όπου και όποτε υπερίσχυσαν.
Κατά την γνώμη μου, η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν ήταν έτοιμη και δεν αντιμετώπισε ποτέ στα σοβαρά το ενδεχόμενο να συμμετάσχει στην εκ του μηδενός συγκρότηση ενός νέου πολιτικού μεταρρυθμιστικού φορέα, μιας ενιαίας προοδευτικής παράταξης. Για λόγους συναισθηματικούς, για λόγους επιβίωσης και αυτοσυντήρησης και για λόγους πολιτικούς πιστεύω.
Συναισθηματκά γιατί δεν θέλησε να παραδεχθεί ότι το μεγάλο και ιστορικό αυτό κόμμα, που κυβέρνησε τη χώρα για πολλά και καθοριστικά χρόνια, κλείνει πια τον κύκλο του προσμετρώντας θετικά και αρνητικά πεπραγμένα στον απολογισμό του.
Μαζί με τον κύκλο αυτόν δεν μπορεί παρά να κλείσει και ο κύκλος της διατήρησης ενός μηχανισμού που δεν μπορεί πεισματικά να πασχίζει να επιβιώσει στην Ελλάδα της κρίσης και της νέας μετά την κρίση εποχής.
Αλλά και σε πολιτικό επίπεδο η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ φαίνεται να τρέφει την μεγάλη αυταπάτη πως το πρώην εκλογικό της ακροατήριο ετοιμάζεται να επιστρέψει, απογοητευμένο από την καταρρακωμένη ελπίδα του ΣΥΡΙΖΑ. Δεν υπάρχει τίποτα πιο λαθεμένο από μια τέτοια εκτίμηση. Το εκλογικό κοινό του ΣΥΡΙΖΑ είναι έτοιμο, στην μεγάλη πλειοψηφία του, να στραφεί σε όποιον – σκέφτομαι και την χειρότερη ακόμη εκδοχή – του υποσχεθεί ότι θα υλοποιήσει τις πιο ακραίες λαϊκίστικες υποσχέσεις των «δεν πληρώνω» εποχών.
Διατηρώ ακόμα την ελπίδα ότι η ηγεσία του ΠΑΣΟΚ δεν θέλει να γίνει ο νέος ΣΥΡΙΖΑ.
Η γνώμη αυτή, για τους λόγους που οδήγησαν την ηγεσία του ΠΑΣΟΚ στην διακοπή του διαλόγου, δεν αποτελεί καταγγελία ή κατηγορία. Είναι μια καθαρά πολιτική εκτίμηση που διατυπώνεται με κάθε σεβασμό στο δικαίωμα να αποφασίζει κανείς για το μέλλον του.
Η ενσταση που διατυπώνεται αφορά στην αναζήτηση προσχημάτων ή στην προσπάθεια αξιοποίησης – υπαρκτών – λαθών της άλλης πλευράς που δεν χρειαζόταν. Αφού από την αρχή αποκλειόταν το ενδεχόμενο ενός νέου ενιαίου φορέα, έπρεπε να ειπωθεί καθαρά πως ο στόχος ήταν στην ουσία η διεύρυνση της Δημοκρατικής συμπαράταξης υπό την σημερινή, αναβαπτισμένη έστω, ηγεσία της.
Δεν υπάρχει καμιά αμφιβολία ότι η συμμετοχή όλων των πολιτικών δυνάμεων και προσωπικοτήτων του προοδευτικού – μεταρρυθμιστικού χώρου θα έδινε μεγαλύτερη ώθηση στο νέο εγχείρημα. Όπως ακριβώς δημιούργησε μια αισιόδοξη αίσθηση και η κατάθεση του κοινού πορίσματος, για πρώτη φορά στην ιστορία παρόμοιων προσπαθειών.
Το γεγονός αυτό ωστόσο, δεν μπορεί να οδηγήσει σε μια γενικότερη αναδίπλωση και υποχώρηση από τον μεγάλο στόχο. Και ο μεγάλος στόχος δεν είναι άλλος από την συγκρότηση μιας νέας ισχυρής μεταρρυθμιστικής παράταξης.
Την στιγμή που οικοδομείται καθημερινά το επικίνδυνο λαϊκίστικο μπλοκ Τσίπρα-Καμμένου-Λεβέντη, με την ενεργητική ανοχή της Καραμανλικής δεξιάς, η κοινωνία έχει ανάγκη ν’ ακουμπήσει σε μια δύναμη αφιερωμένη στον ριζικό μετασχηματισμό της Ελλάδας σε μια σύγχρονη ευρωπαϊκή χώρα.
Η πορεία της εκ του μηδενός συγκρότησης ενός νέου κόμματος πρέπει να συνεχιστεί χωρίς καθυστέρησεις και πισωγυρίσματα. Μεταρρυθμιστκές δυνάμεις της κεντροαριστεράς και της σοσιαλδημοκρατίας, του προοδευτικού και φιλελεύθερου κέντρου, κόμματα, κινήσεις, κοινωνικές οργανώσεις, δίκτυα πολιτών και προοδευτικές προσωπικότητες που πήραν μέρος στην επεξεργασία του κοινού πορίσματος, αλλά και άλλες που δεν συμμετείχαν στη φάση αυτή, δυνάμεις που διαβλέπουν ότι η διαιώνιση της προσκόλλησης στον απομονωτισμό δεν συμβάλλει στην αντίσταση στον λαϊκισμό και στον εκσυχρονισμό της χώρας, πρέπει να υλοποιήσουν άμεσα την κοινή αρχική εξαγγελία της συγκρότησης το ενιαίου φορέα.
Όσο δεν υπάρχει η πολυτέλεια να κλείσει καμιά απολύτως πόρτα, άλλο τόσο κι ακόμη περισσότερο δεν μπορεί να μπει σε δεύτερη μοίρα η απαλλαγή της χώρας από τον θανάσιμο εναγκαλισμό του λαϊκισμού κι από την ανάγκη να μπει το συντομότερο δυνατό στον δρόμο προς την ανάπτυξη.