Τα αποτελέσµατα των εκλογών στην Γαλλία αποδεικνύουν αυτό που ίσως δεν θέλουµε να ομολογήσουμε: ότι στην Ευρώπη ενισχύονται οι δυνάµεις της οπισθοδρόµησης που κινούνται στην αντίθετη κατεύθυνση από αυτή που οι περισσότεροι ίσως Έλληνες θέλουµε. Και ότι ο ευρωσκεπτικισµός, η ξενοφοβία, η περιχαράκωση σε εθνικές πολιτικές και ο περιορισµός της κοινοτικής αλληλεγγύης υπαγορεύουν όλο και περισσότερο την πολιτική ατζέντα.
Κάτω από αυτές τις συνθήκες δεν είναι καθόλου παράξενο το ότι πέντε χρόνια µετά το ξέσπασµα της κρίσης έχουν γίνει µικρά µόνο βήµατα προς την κατεύθυνση της οικονοµικής ολοκλήρωσης. Η Ευρώπη µπορεί να έχει περισσότερα όπλα για να αµυνθεί σε µια νέα επίθεση των αγορών αλλά έχει κάνει ελάχιστα για να κατοχυρώσει την ανάπτυξη και την αντιµετώπιση της ανεργίας.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες το να περιµένει κανείς δραµατικές κινήσεις για την εξάλειψη του µεγαλύτερου µέρους του ελληνικού χρέους απλώς δεν είναι ρεαλιστικό. Το αντίθετο είναι περισσότερο πιθανό – να εξωθηθεί δηλαδή η Ελλάδα εκτός ευρώ – αν οδηγηθούµε σε ανοικτή ρήξη µε τους εταίρους. Όχι γιατί είναι προσφορότερο οικονοµικά. Θα είναι παράλογο για όλους. Οι αποφάσεις ωστόσο λαµβάνονται µε πολιτικά κριτήρια κι η ιστορία της Ευρώπης είναι γεµάτη «παραλογισµούς».
Άλλωστε σχεδιάζοντας την πολιτική µας είναι ανάγκη να κατανοούµε και την οπτική των άλλων. Κι αν εµείς πιστεύουµε, όχι άδικα, ότι η ύφεση στην οποία έχουµε µπει οφείλεται στην κολοβή αλληλεγγύη των ευρωπαίων, για την πλειονότητα των ευρωπαίων πολιτών το αντίθετο ισχύει.πιστεύουν δηλαδή ότι έχουν κάνει πάρα πολλά για την Ελλάδα ρισκάροντας τα χρήµατα των δικών τους φορολογουµένων.
Την µαταιότητα αυτών των προσδοκιών φαίνεται ότι την αναγνωρίζει πλέον και ο ΣΥΡΙΖΑ. Ο οποίος στο δίληµµα που προκύπτει προσπάθησε να απαντήσει µε την γνωστή τακτική του πετάω την µπάλα στην εξέδρα : θα κάνουµε δηµοψήφισµα! Πράγµα που σε απλά ελληνικά όµως σηµαίνει να πάµε στη δραχµή. Γιατί τι άλλο θα υποστηρίξει η αριστερά αν βρεθεί µπροστά σε αδιέξοδο και στην αδυναµία της εφαρµογής της πολιτικής της; Να αποδεχθούµε τον «εκβιασµό» της Μέρκελ; Να αποδεχθούµε τις µνηµονιακές υποχρεώσεις και το σύνολο του χρέους; Όχι βέβαια.
Πρόκειται για µια τυχοδιωκτική πολιτική κατ αρχήν για την οικονοµία καθώς θα καταδικάσει τη χώρα στον φαύλο κύκλο του στασιµοπληθωρισµού για πολλά χρόνια. Κυρίως όµως θα βάλει σε κίνδυνο την ίδια την λειτουργία του δηµοκρατικού πολιτεύµατος σε µια περίοδο βαρύτατων κλυδωνισµών σε µια σειρά χωρών στον ευρύτερο περίγυρο.
Θα βγάλουµε µόνοι µας τα µάτια µας; Η εναλλακτική λύση θα είναι να αποδεχθούµε µια συµβιβαστική πρόταση ουσιαστικής ελάφρυνσης του χρέους µέσα από την µείωση των επιτοκίων, την παράταση της λήξης των οµολόγων και την επιµήκυνση της περιόδου χάριτος. Μόνο πως ούτε η λύση αυτή µας απαλλάσσει από το µεγάλο κοινωνικό κόστος της παρατεινόµενης ανεργίας.
Η περίφηµη παραγωγική ανασυγκρότηση της οικονοµίας προϋποθέτει χρόνο και επενδύσεις -και δεν είναι καθόλου βέβαιο ότι πολιτικά ενδεχομένως και κοινωνικά θα υπάρχει ο αναγκαίος χρόνος. Μπροστά σε αυτά τα δεδοµένα η µόνη δυνατή απάντηση της Κεντροαριστεράς δεν µπορεί παρά να είναι µια ταχύτατη και αποφασιστική πολιτική µεταρρυθµίσεων µε σαφείς και θαρραλέες ιεραρχήσεις και αναπτυξιακή στόχευση.
Μόνο έτσι θα πάρουµε τις τύχες της χώρας στα χέρια µας και θα µπορέσουµε να σταθούµε στα πόδια µας σαν ισότιµο µέλος µέσα στην Ευρώπη. Το να συρόµαστε σε µεταρρυθµίσεις, συχνά κακοσχεδιασµένες και µε το πρόσχηµα ότι µας επιβάλλονται, οδηγεί σε αδιέξοδο. Πολιτικό γιατί δηµιουργεί την εντύπωση ότι ακολουθούµε εντολές. Και οικονοµικό γιατί βέβαια όσο καθυστερούν οι µεταρρυθµίσεις τόσο πιο αναιµική θα είναι η ανάπτυξη.
Μεταρρυθµίσεις λοιπόν σε δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη θα πρέπει να έχει στόχο την εφαρµογή µιας αποτελεσµατικής κοινωνικής πολιτικής µε την καθιέρωση του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος- πολιτική που θα έπρεπε πιλοτικά να έχει ήδη ξεκινήσει. Πρόκειται για µια δαπάνη δύο περίπου δισεκατοµµυρίων η οποία ωστόσο είναι εκ των ων ουκ άνευ. Όχι µόνο γιατί µια κοινωνία δεν µπορεί να ανέχεται εκατοντάδες χιλιάδες πολίτες να ζούνε κάτω από το απόλυτο όριο της φτώχειας. Αλλά και γιατί χωρίς την διασφάλιση στοιχειώδους κοινωνικής συνοχής οι µεταρρυθµίσεις δεν έχουν µέλλον. Άλλωστε η Ελλάδα είναι σήµερα η µοναδική σχεδόν χώρα της Ευρώπης που δεν έχει εισάγει τον θεσµό του ελάχιστου εγγυηµένου εισοδήµατος!
Η δεύτερη θα πρέπει να έχει στόχο την ενίσχυση της παραγωγής, της καινοτοµίας, των επενδύσεων και της απασχόλησης. Το πλέγµα των µέτρων είναι φυσικά πολύ µεγάλο. Ορισµένα µε το ένα ή τον άλλο τρόπο ήδη προωθούνται: η κατάργηση κλειστών επαγγελµάτων, ο περιορισµός, για ορισµένες τουλάχιστον επιχειρηµατικές δραστηριότητες, της γραφειοκρατίας, η µείωση του µη µισθολογικού κόστους.
Η κυβέρνηση ωστόσο έχει αποτύχει να πείσει ότι ακολουθεί ένα ολοκληρωµένο σχέδιο παραγωγικής ανασυγκρότησης και συχνά µοιάζει να δίνει αποσπασµατικές και σε ορισµένες περιπτώσεις ακατανόητες µάχες µε συντεχνίες ή µε οµάδες εργαζοµένων που επιλέχθηκαν χωρίς σαφή κριτήρια.
Σε κρίσιµους τοµείς άλλωστε υπάρχουν σοβαρές καθυστερήσεις. Αντί για ένα απλό και σταθερό φορολογικό σύστηµα ανακοινώνονται ρυθµίσεις που είτε ανατρέπονται είτε αποδεικνύονται ανεφάρµοστες ενώ παρά την ανακεφαλαιοποίηση οι τράπεζες εξακολουθούν να έχουν πρόβληµα ρευστότητας και να οδηγούν µικρές και µεγάλες επιχειρήσεις σε αδιέξοδο. Όσο για την καινοτοµία παραµένουµε ουραγοί. Προφανώς µια κυβέρνηση δεν µπορεί παρά να υπολογίζει µαζί µε το αναπτυξιακό όφελος και το κοινωνικό κόστος κάθε µέτρου. Τα πραγµατικά δεδοµένα και οι περιορισµοί της διοίκησης άλλωστε συχνά δεν αφήνουν πολλά περιθώρια για µεταρρυθµίσεις. Ακριβώς για τους λόγους αυτούς ωστόσο χρειάζεται σαφής ιεράρχηση των στόχων και επιτάχυνση των αλλαγών. Καθώς βγαίνουµε από την ύφεση οι πολίτες ζητούν δικαίως περισσότερα.