Την Κυριακή που μας πέρασε πήγαν/με ανέλπιστα πολλοί στην ψηφοφορία για την εκλογή επικεφαλής του «νέου φορέα».
Έγραφα την προηγούμενη βδομάδα ότι αν γίνει αυτό θα φανεί «… πως αυτός ο χώρος συνεχίζει να υπάρχει παρά την κρίση του (..) πως είναι πολλοί οι πολίτες αυτής της χώρας που θέλουν να αναγεννηθεί η πολύχρωμη προοδευτική παράταξη (..) πως είμαστε πολλοί οι προοδευτικοί πολίτες που επιθυμούμε να έρθει το τέλος του συριζανελικού κατήφορου …”. Τελικά έγινε. Και οι αντιδράσεις από τον κυβερνητικό χώρο επιβεβαίωσαν τα προαναφερθέντα και έδειξαν πως το μήνυμα από το “κύμα ήρεμης αγανάκτησης” ελήφθη.
Βέβαια, για να πούμε όλη την αλήθεια δεν πήγαν/με και… όλοι. Κάποιοι έλειψαν και κυρίως η κατανομή των 211 χιλιάδων ήταν ετεροβαρής εις βάρος των νεώτερων και παραγωγικών ηλικιών, οι οποίες κυριαρχούν σε πολιτικούς φορείς με μέλλον και προοπτική. Αυτή η ηλικιακή κατανομή, άλλωστε, έδωσε την αφορμή σε αρκετούς να εκτιμήσουν πως η μεγάλη συμμετοχή προκλήθηκε από την επίκληση μιας ορισμένης πλευράς πως “μπήκαν στην πόλη οι οχτροί”.
Η υπερβολική αυτή εκτίμηση, βέβαια, οφείλεται και στη διάψευση της πρόβλεψης πως η μεγάλη συμμετοχή θα ευνοούσε τις εξω-πασοκικές υποψηφιότητες των κ.κ. Θεοδωράκη και Καμίνη. Μόνο που το τελευταίο συνέβη, κυρίως, λόγω προβλημάτων και αδυναμιών της όλης διαδικασίας αλλά και των ίδιων των υποψηφίων.
Ανεξαρτήτως όλων αυτών πάντως η εικόνα που διαμορφώθηκε ενόψει του δεύτερου γύρου είναι μιας “ενδοπασοκικής” σύγκρουσης. Η εικόνα αυτή, ιδιαίτερα αν ενισχυθεί περαιτέρω, θα μειώσει τη σημασία της μεγάλης συμμετοχής της πρώτης Κυριακής.
Και τώρα τι λοιπόν;
Ο κίνδυνος να κατακρημνισθεί η συμμετοχή στο δεύτερο γύρο είναι μεγάλος. Προκύπτει από την εύλογη απογοήτευση όσων ψήφισαν υποψηφιότητες που αποκλείσθηκαν, από την εικόνα της “ενδοπασοκικής” μάχης, από τα όσα δραματικά συνέβησαν αυτή την εβδομάδα στην Αττική και από τις απαράδεκτες αποφάσεις της επιτροπής Αλιβιζάτου που –εξαιτίας του προηγουμένου- επέβαλε σιωπητήριο, ακύρωσε το debate αλλ’ όχι και τις εκλογές.
Ο κίνδυνος αυτός πρέπει να αποφευχθεί.
Και θα αποφευχθεί αν πάμε –ξανά- όλοι.
Από κει και πέρα νομίζω πως η επιλογή αυτή τη φορά είναι σχετικά εύκολη. Άλλωστε, όσοι αποφάσισαν/με να συμμετάσχουν/με στη διαδικασία γνώριζαν/με πως είναι διαδικασία δύο γύρων. Επιπλέον, οι ψηφοφόροι των «αποκλεισθέντων» από τον δεύτερο γύρο δεν έχουν/με θητεύσει στο «τι Πλαστήρας τι Παπάγος». Γνωρίζουν/με να επιλέγουν/με με τη λογική του «μη χείρον».
Αντιλαμβάνονται/όμαστε έτσι ποια υποψηφιότητα από τις δύο (έστω κι αν δεν τις χωρίζει… άβυσσος) μπορεί, έστω και μερικά, να διευρύνει τα θετικά του πρώτου γύρου και να αντιμετωπίσει τα αρνητικά και ποιά όχι.
Είναι, για παράδειγμα, προφανές πως η επικράτηση της σημερινής προέδρου του ΠΑΣΟΚ και επικεφαλής της ΔΗΣΥΜ, καθώς και του γνωστού team εμφανών και αφανών υποστηρικτών της, θα εμπεδώσει καταλυτικά την εικόνα «μια από τα ίδια», η οποία, μεσοπρόθεσμα, θα εξατμίσει τις εντυπώσεις που δημιούργησε η μεγάλη συμμετοχή στον πρώτο γύρο. Και στέκομαι μόνο σ’ αυτό χωρίς να επεκτείνομαι σε άλλα προφανή.
Αντίθετα μια εκλογή του Ν. Ανδρουλάκη, παρά τα όποια ελλείμματά του, μπορεί να δημιουργήσει την εικόνα μιας –έστω «εσωτερικής»- αλλαγής στο χώρο, να συνδυασθεί με ευρύτερη και όχι γνωστή από μακρινό παρελθόν ηγετική ομάδα, να οδηγήσει σε θετικές «αναταράξεις» το ευρύτερο πολιτικό σύστημα ενώ μεσοπρόθεσμα μπορεί να επιδράσει θετικά και στο μείζον πρόβλημα της ηλικιακής κατανομής[1].
Ας πάμε, λοιπόν ξανά όλοι την Κυριακή κι ας επιλέξουμε, έστω χωρίς ενθουσιασμό αλλά μετά λόγου γνώσεως, το «μη χείρον».
Στο κάτω-κάτω δεν τελειώνει εδώ η ιστορία. Θα υπάρξει και επόμενη (της εκλογής) μέρα.
Και τα κρίσιμα που δεν πολυσυζητήθηκαν στην όλη διαδικασία είναι μπροστά μας. Μ’ αυτά θα μετρηθούν/με όλοι/ες.
[1] Για αρκετούς, βέβαια, ίσως να αρκεί ως λόγος υπερψήφισης η επιθυμία αντίδρασης στο απαράδεκτο σιωπητήριο που επιβλήθηκε μεταξύ πρώτου και δεύτερου γύρου.