Η συμπεριφορά της ελληνικής κυβέρνησης είναι απογοητευτική. Είχε μια μεγάλη ευκαιρία να αγωνιστεί για περισσότερη δημοκρατία, στο επίπεδο της Ευρωζώνης, και να ωθήσει τις μακροοικονομικές πολιτικές προς μια κατεύθυνση κοινωνικής δικαιοσύνης. Αντίθετα, σε ό,τι αφορά τη δημοκρατία, συνέχισαν το παιχνίδι πίσω από κλειστές πόρτες αντί να μεταφέρουν τη συζήτηση εκεί όπου ανήκει, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Αυτό είναι το μοναδικό πεδίο στο οποίο θα μπορούσαν αποτελεσματικά να αποδομήσουν τη μέθοδο της τρόικας, που καθορίζεται από το παζάρι μεταξύ υπουργών, το κρύψιμό τους πίσω από τεχνοκράτες και τη μηδενική ανάληψη ευθύνης. Επιπλέον, αυτό το σώμα (το Ευρωκοινοβούλιο δηλαδή), μετά από πρωτοβουλία κάποιων ευρωβουλευτών, τον Μάρτιο του 2014 πραγματοποίησε τη μόνη δημόσια και ειλικρινή αξιολόγηση του έργου της τρόικας. Ως προς την κοινωνική δικαιοσύνη, αντί να κοιτάξουν το μέλλον και να γίνουν οι πρωτοπόροι της κρίσιμης μάχης εναντίον των ανισοτήτων και της φτώχειας (χτίζοντας ένα αποτελεσματικό, αξιόπιστο σχέδιο για την καταπολέμηση της φοροδιαφυγής, της οικονομικής απάτης και της διαφθοράς, για παράδειγμα), ανάλωσαν την ενέργεια και την αξιοπιστία τους διεκδικώντας τις γερμανικές πολεμικές επανορθώσεις με ακατάλληλους εθνικιστικούς τόνους.
Για να επιτευχθεί συμβιβασμός μεταξύ της ελληνικής κυβέρνησης και των πιστωτών θα πρέπει όλες οι πλευρές πρέπει να κάνουν προσπάθειες. Οι κυβερνήσεις της Ευρωζώνης και οι ευρωπαϊκοί θεσμοί πρέπει να παραδεχτούν ότι οι διαδικασίες που ακολουθήθηκαν στο αποκορύφωμα της αναταραχής, το 2010, όταν η Ευρωζώνη δεν είχε εργαλεία διαχείρισης κρίσης, δεν είναι βιώσιμες από άποψη δημοκρατικότητας. Πρέπει επίσης να αναγνωρίσουν ότι έγιναν σοβαρά λάθη στον επιμερισμό των βαρών της προσαρμογής, με ένα μέρος του ελληνικού λαού να υποφέρει τώρα.
Η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει να σταματήσει να συμπεριφέρεται σαν το αποτέλεσμα των ελληνικών εκλογών (ένα μεταξύ 19 κρατών-μελών) να της δίνει το δικαίωμα να εκφοβίζει όλες τις άλλες δημοκρατικά εκλεγμένες κυβερνήσεις. Πρέπει επίσης να προχωρήσει σε μεταρρυθμίσεις, για να μπει τέλος στα άδικα προνόμια τα οποία απολαμβάνουν ακόμη κάποιες ομάδες. Πριν από την κρίση η χώρα ζούσε πάνω από τις δυνατότητές της. Ακόμη και Έλληνες πανεπιστημιακοί παραδέχονται ότι «η πολιτική δανεισμού χρησιμοποιήθηκε ως υποκατάστατο μιας πολιτικής αναδιανομής και άμβλυνσης των ανισοτήτων» (μελέτη: «Ελλάδα – Αλληλεγγύη και προσαρμογή σε περίοδο κρίσης», Γιαννίτσης και Ζωγραφάκης, Μάρτιος 2015, για το το γερμανικό ίδρυμα αριστερού προσανατολισμού Hans B?ckler).
Η πρωτοβουλία που ανέλαβα συνίσταται στη μεταφορά της τρέχουσας συζήτησης, έστω εν μέρει, στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο. Το 2012 έγραψα ένα βιβλίο μαζί με τον Μάριο Μόντι για τη δημοκρατία στην Ευρώπη («Democracy in Europe»). Ήμουν ένα από τα μέλη του Ευρωκοινοβουλίου που ξεκίνησαν την αναφορά για την τρόικα το 2014. Εξακολουθώ να πιστεύω ότι η Ευρωζώνη δεν μπορεί να διοικείται με διπλωματικές διαπραγματεύσεις ανάμεσα σε κράτη και θεσμούς πίσω από κλειστές πόρτες. Οι πολίτες θέλουν να καταλάβουν, γιατί διακυβεύεται το μέλλον τους. Θέλουν οι διαπραγματευτές τους να λογοδοτούν σε αυτούς τους οποίους αντιπροσωπεύουν.
Οι υπουργοί υποτίθεται ότι είναι υπεύθυνοι για τις πράξεις τους, αλλά καθένας τους χωριστά λογοδοτεί στο δικό του εθνικό Κοινοβούλιο. Ποιος έχει την ευθύνη για το κοινό συμφέρον; Ποιος μπορεί να ελέγξει την Κομισιόν και την ΕΚΤ; Ποιος είναι ο εταίρος του ΔΝΤ, καθώς η Ευρωζώνη δεν εκπροσωπείται ως Ευρωζώνη στο ΔΝΤ; Τρεις μήνες μετά τις ελληνικές εκλογές βρισκόμαστε στην ομίχλη. Για να μην πω σε ένα χάος.
Αν η ελληνική κυβέρνηση υποστήριζε αυτή την πρωτοβουλία, να γίνει μια ανοιχτή συζήτηση στο ευρωκοινοβούλιο για το ελληνικό ζήτημα, θα ήταν μια καταπληκτική ώθηση και η απόφαση θα οριστικοποιούνταν πολύ γρήγορα. Οι τωρινοί κανόνες αναφέρονται σε έναν «οικονομικού περιεχομένου διάλογο» μεταξύ υπουργών των κρατών-μελών. Αρκετοί πρωθυπουργοί κάνουν ομιλίες στην Ολομέλεια: Τον Φεβρουάριο του 2012 ο Μάριο Μόντι εξήγησε τι έκανε στην Ιταλία. Ο Γιώργος Παπανδρέου ήρθε ενώπιον της ειδικής επιτροπής CRIS τον Μάρτιο του 2010. Ήταν πολύ χρήσιμο.
Ο εθνικισμός και ο ευρωσκεπτικισμός ανεβαίνουν γιατί οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν λένε στους ψηφοφόρους την αλήθεια για το πώς ο κόσμος αλλάζει. Σχεδόν σε όλα τα κράτη-μέλη η πολιτική αντιπαράθεση εστιάζει στα εθνικά θέματα, χωρίς να λαμβάνονται υπ’ όψιν η παγκοσμιοποίηση και η ευρωπαϊκή αλληλεξάρτηση. Η Γερμανία, η Γαλλία και η Ελλάδα έχουν κοινά συμφέροντα, όχι μόνο μακροπρόθεσμα αλλά και βραχυπρόθεσμα. Οι καμπάνιες για τις εθνικές εκλογές δεν λαμβάνουν υπ’ όψιν τη διεθνή αλληλεξάρτηση και έπειτα οι πολίτες ανακαλύπτουν ότι η κυβέρνησή τους δεν είναι παντοδύναμη. Η πρόκληση για τη γενιά μας είναι να δημιουργήσει μια ευρωπαϊκή δημοκρατία όπως έκανε ο Κλεισθένης στην Ελλάδα αιώνες πριν.