Να, λοιπόν, που «καήκαμε»…

Γιώργος Καρελιάς 25 Μαϊ 2017

Εχω δει πολλούς πελαγωμένους Πρωθυπουργούς και κυβερνήσεις, αλλά τέτοια εικόνα σαν την χτεσινή είναι σπάνια. Ενώ τα μαντάτα για τις λύσεις που επεξεργάζονται οι δανειστές στο ελληνικό χρέος έφταναν μαύρα, ο Αλέξης Τσίπρας έκανε το σύνηθες: άλλη μια κωλοτούμπα, μικρή αυτή τη φορά. Το πρωί, μιλώντας από το υπουργείο Περιβάλλοντος, δήλωσε έτοιμος να αποδεχθεί ακόμα και την πρόταση του δαίμονα Σόιμπλε (!). Και το βράδυ, από το βήμα της συνέλευσης των βορειοελλαδιτών βιομηχάνων, επανήλθε στα «μηνύματα» προς εταίρους «να σεβαστούν τις θυσίες του ελληνικού λαού» (εδώ).

Πέρα από ζαλάδες, κωλοτούμπες και τα παρόμοια, τι καταλαβαίνουμε από όλα αυτά; Εγώ καταλαβαίνω πόση σημασία είχε αυτό που είχε πει εδώ και… 16 μήνες ο Ευκλείδης Τσακαλώτος. Και προσοχή: Εννοούσε ότι θα «καούμε» αν η αξιολόγηση τραβούσε έως τον Μάιο-Ιούνιο του 2016. Ομως, ο ίδιος, με άνωθεν εντολές ασφαλώς, την οδήγησε έως τον Μάιο του 2017! Μπορεί ο καθένας να φαντασθεί το μέγεθος του «εγκαύματος» που έχουμε πάθει.

Αυτό είναι το τίμημα μια ακατανόητης -και εν μέρει εγκληματικής- επιλογής: να παρατείνουν συνεχώς τη «σκληρή» διαπραγμάτευση, για λόγους εσωτερικής πολιτικής, δηλαδή για προπαγανδιστικούς λόγους. Δηλαδή, για να φαίνεται ότι διαπραγματεύονται «σκληρά», ενώ η απόφαση για συμφωνία ήταν ήδη ειλημμένη (εμείς το είχαμε γράψει από πέρσι – εδώ).

Αλλά ας δεχθούμε, χάριν του διαλόγου, ότι η «σκληρή» διαπραγμάτευση έπρεπε να γίνει, για να πετύχουν καλύτερους όρους και στο πακέτο μέτρων και στο χρέος. Συνέβη αυτό; Τι δείχνει το αποτέλεσμα; Τρία πράγματα:

Πρώτον, ότι το πακέτο μέτρων, που ψηφίστηκε ήδη, ήταν(στην καλύτερη περίπτωση) ίδιο με τα προηγούμενα. Διότι υπάρχει και η άποψη ότι το «mail Χαρδούβελη» ήταν παιδική εκδρομή μπροστά στα σημερινά (εδώ). Σε κάθε περίπτωση, είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι η κυβέρνηση Τσίπρα – Καμμένου έφερε άλλο ένα Μνημόνιο, ενώ πανηγυρίζουν (ορισμένοι κατά γελοίο τρόπο) ότι τελειώνουν τα Μνημόνια! Το παραδέχονται οι νουνεχέστεροι εξ αυτών (εδώ).

Δεύτερον, ότι η διαρκής παράταση της διαπραγμάτευσης την έφερε κοντά στις γερμανικές εκλογές, με αποτέλεσμα ο Σόιμπλε να μην αποδέχεται κάτι που σε άλλο χρονικό σημείο μπορεί να αποδεχόταν (έχει κι αυτός ψηφοφόρους). Είναι, μάλιστα, ν’ απορεί κανείς για την «προσδοκία» κάποιων στην Αθήνα ότι μπορεί στο Βερολίνο να χάσουν η Μέρκελ και ο Σόιμπλε και να ‘ρθει ο Σουλτς για να μας σώσει. Ακόμα κι αν το πιστεύεις αυτό, το λες όταν διαπραγματεύεσαι με την Μέρκελ και τον Σόιμπλε; Αυτό ήταν άλλο ένα κραυγαλέο παράδειγμα απόλυτης άγνοιας, για να μην πούμε κάτι χειρότερο, των κανόνων μιας στοιχειωδώς επαρκούς διαπραγματευτικής τακτικής. Τώρα, λοιπόν, που φαίνεται ότι το «χαρτί Σουλτς» δεν υπάρχει, ο Σόιμπλε έγινε ακόμα πιο ισχυρός (όχι ότι δεν ήταν, δηλαδή…) και βλέπουμε όσα βλέπουμε. Και οι δικοί μας, πελαγωμένοι, δεν ξέρουν τι να κάνουν και εμφανίζονται το πρωί έτσι και το βράδυ γιουβέτσι.

Τρίτον, οι λύσεις που μας ετοιμάζουν για το χρέος είναι η μία χειρότερη από την άλλη. Το παραδέχεται και ο φιλικός Τύπος (περιέργως η «Αυγή» τηρεί αιδήμονα πρωτοσέλιδη σιγή), ο οποίος, όμως, μέχρι τώρα εκθείαζε τη «σκληρή» διαπραγμάτευση, την «επιτυχία» με τα «αντίμετρα» κ.α. Ολοι αυτοί είναι που λοιδορούσαν το PSI του «ενδοτικού» Βενιζέλου, τη μεγαλύτερη διαγραφή χρέους στην οικονομική Ιστορία και να δούμε τώρα πώς θα καταπιούν τη «δουλοπαροικία», που ετοιμάζονται να αποδεχθούν οι (τέως) «ανένδοτοι» Τσίπρας και συν αυτώ.

Αυτά είναι τα αποτελέσματα της άγνοιας, της κουτοπονηριάς, των αυταπατών και πάνω απ’ όλα της ανικανότητας. Ο Θεός να βάλει το χέρι του. Διότι, αν η «λύση» που θα δοθεί για το χρέος είναι μια από αυτές που περιγράφονται, με υψηλά πλεονάσματα για δεκαετίες, τότε η ρήση του Τσακαλώτου «καήκαμε» δεν θα αποδίδει ούτε το ένα δέκατο από το μέγεθος της ζημιάς που θα υποστεί η χώρα.

Ο Θεός να βάλει το χέρι του (δις), αν δεν του έχουν κόψει κι αυτό οι σημερινοί σκιτζήδες της εξουσίας, που ήρθαν για να δούμε -υποτίθεται- μια μέρα πιο άσπρη και πάμε να βυθιστούμε για χρόνια στο τέλμα της μόνιμης στασιμοχρεοκοπίας.

Ελπίζω να μην πορεύονται έχοντας ως οδηγό τη ρήση της Μαντάμ ντε Πομπαντούρ (ερωμένη του Λουδοβίκου του 15ου) «apres nous, le deluge» («μετά από εμάς, η καταστροφή»).