Στο μυαλό όλων σχεδόν των Ελλήνων δεν υπάρχει, αυτή τη στιγμή, παρά μία σκέψη: πώς θα καταφέρουμε να βγούμε μια ώρα αρχύτερα, αν είναι δυνατόν, από την κρίση. Να σταματήσουμε την ατέλειωτη αυτή κατηφόρα, να ισορροπήσουμε σε κάποιο σημείο και να προσπαθήσουμε να ανακάμψουμε.
Αυτό που οι περισσότεροι δεν έχουμε συνειδητοποιήσει, είναι ότι η πιο βασική προϋπόθεση για να ξεπεράσουμε με επιτυχία τη σημερινή κατάσταση και να βγούμε από τ’ αδιέξοδο, είναι να γίνουμε μια… κανονική χώρα! Ότι, ακόμα κι αν μας χαρίσουν όλα μας τα χρέη, για να μας βοηθήσουν να κάνουμε μια καινούργια αρχή, πάλι, σε μερικά χρόνια, θα βρεθούμε στο ίδιο σημείο.
Σε μια κανονική χώρα, το κράτος είναι αξιόπιστο. Η πολιτεία θεσμοθετεί με νόμους και καθορίζει δημοκρατικά το πλαίσιο των υποχρεώσεων και των δικαιωμάτων των πολιτών. Παρακολουθεί, ελέγχει και εξασφαλίζει την εφαρμογή τους.
Ένα πελατειακό και αναξιόπιστο κράτος σαν το δικό μας, που απαξιώνει από μόνο του τους νόμους που ψηφίζει και αδιαφορεί για την υλοποίησή τους, που δεν θέλει να περιορίσει τη φοροδιαφυγή και τη διαπλοκή, δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του.
Σε μια κανονική χώρα, οι δημόσιοι οργανισμοί και υπηρεσίες λειτουργούν έτσι, ώστε να εξυπηρετούν όσο γίνεται καλύτερα τους πολίτες, να τους παρέχουν τα κοινωνικά αγαθά που δικαιούνται, να συμβάλλουν στη βελτίωση του βιοτικού τους επιπέδου.
Ένα Δημόσιο, που στελεχώθηκε με γνώμονα κομματικά και εκλογικά συμφέροντα, σαν το δικό μας και που οι όποιες φιλότιμες και αξιόλογες προσπάθειες έγιναν -και γίνονται- θάβονται μέσα στο γενικότερο κλίμα απραξίας και διαφθοράς, δεν μπορεί να παίξει το ρόλο του.
Σε μια κανονική χώρα, οι πολίτες επιλέγουν το επάγγελμά τους, με βάση τις δυνατότητες και τα προσόντα τους, χωρίς να εμποδίζονται από το άβατο δεκάδων, καλά οχυρωμένων, συντεχνιακών συμφερόντων.
Σε μια κανονική χώρα, οι πολίτες εκπληρώνουν τις υποχρεώσεις τους και ταυτόχρονα διεκδικούν καλύτερες συνθήκες για τη ζωή τους, προσπαθώντας να αλλάξουν δημοκρατικά τους συσχετισμούς υπέρ των απόψεων και των συμφερόντων τους.
Δεν επιδιώκουν να επιβάλουν τη θέλησή τους αγνοώντας την κοινωνία και το γενικό συμφέρον του τόπου.
Σε μια κανονική χώρα, προεκλογικά, τα κόμματα που διεκδικούν τη λαϊκή ψήφο παρουσιάζουν τα προγράμματα τους και προσπαθούν να πείσουν τους ψηφοφόρους για την αξιοπιστία και την αποτελεσματικότητά τους.
Διαμορφώνονται κεντροαριστερές και κεντροδεξιές πολιτικές, προοδευτικές και συντηρητικές επιλογές που αντιπαρατίθενται και, τελικά, αναμετρώνται στην κάλπη.
Οι έκτακτες καταστάσεις αντιμετωπίζονται σαν τέτοιες και δεν μπορεί να αποτελούν τη βάση για μια μόνιμη παραμόρφωση του πολιτικού χάρτη της χώρας,
Στην Ελλάδα της μεγαλύτερης μεταπολιτευτικής γενικευμένης κρίσης, δεν φαίνεται ότι θα δούμε προεκλογικά, ουσιαστικές, πολιτικές και προγραμματικές αντιπαραθέσεις.
Θα μείνουμε μάλλον στις γνωστές μας συνταγολογίες, δοσολογίες και ισοδυναμολογίες, πασπαλισμένες με αρκετό λαϊκισμό για το μυστήριο του /της εκατομμυριούχου βουλευτή και της επιστροφής στην αγαπημένη μας δραχμούλα…
Απερχόμενοι και επερχόμενοι σωτήρες, φαίνονται έτοιμοι να συνεργαστούν και μετεκλογικά για «το καλό του τόπου», για την έξοδο από την κρίση.
Λες και δεν είναι ζωτικής σημασίας το αν θα βγούμε από την κρίση σε μια ευρωπαϊκή, αναπτυξιακή, προοδευτική κατεύθυνση ή αν θα επικρατήσουν συντηρητικές επιλογές, ο εθνικιστικός απομονωτισμός και η κοινωνική διάλυση!
Λες και δεν πήραμε είδηση, στη διάρκεια της αναγκαστικής αυτής τελευταίας περιόδου, τι θα σημάνει για τον τόπο η συνέχιση της συγκυβέρνησης με τη σημερινή ακροδεξιά Δεξιά, τη στιγμή, μάλιστα, που απ’ ό,τι φαίνεται, θα έχει μετεκλογικά και το πάνω χέρι στη νέα Βουλή…
Οι πολιτικές δυνάμεις που αναγνωρίζουν τον εαυτό τους στο γενικότερο κεντροαριστερό προοδευτικό χώρο, δεν πρέπει να επιτρέψουν να γίνει η κυβέρνηση που θα προκύψει από τις ερχόμενες εκλογές, υπόθεση ενός οποιουδήποτε αθροίσματος 151 βουλευτών.
Η προγραμματική σύγκλιση της Κεντροαριστεράς είναι στρατηγικής σημασίας για τις μετεκλογικές και τις γενικότερες μελλοντικές εξελίξεις. Οι διεργασίες που έχουν ξεκινήσει στο ΠΑΣΟΚ, αλλά και η ύπαρξη της ΔΗΜΑΡ, σαν μιας υπεύθυνης, ευρωπαϊκής και -υπό προϋποθέσεις-κυβερνώσας αριστεράς, μπορεί να διευκολύνουν μια τέτοια προσπάθεια, αρκεί να γίνει με ειλικρίνεια και τόλμη απ’ όλες τις πλευρές και -κυρίως- να γίνει υπόθεση των προοδευτικών και δυναμικών κομματιών της κοινωνίας.
Θα είναι κρίμα να χαθεί ακόμα μια ευκαιρία, σε μια τόσο κρίσιμη για τη χώρα μας καμπή!