Η ανακοίνωση της συμφωνίας στην οποία κατέληξαν οι πρωθυπουργοί της Ελλάδας και της ΠΓΔΜ – ακόμη… – Αλέξης Τσίπρας και Ζόραν Ζάεφ, αρχικά με επιλεκτικές διαρροές και στη συνέχεια με «νον πέιπερ» και τέλος με τηλεοπτικό διάγγελμα, το απόγευμα της Τρίτης (12.06.2018) αναπόφευκτα προκάλεσε ποικίλες αντιδράσεις. Από πανηγυρικές ιαχές περί μεγάλης νίκης, έως κατεδαφιστικές κορώνες περί προδοσίας και δεν συμμαζεύεται.
Στο ενδιάμεσο, διατυπώθηκαν σχόλια και παρατηρήσεις για σημεία της συμφωνίας όπως είχαν γίνει γνωστά από τις ανακοινώσεις και στα οποία ήταν εμφανής ένας προβληματισμός για αδύνατα, ασαφή, ή και αρνητικά σημεία της συμφωνίας που μπορούσαν να προκαλέσουν προβλήματα στην ελληνική πλευρά.
Σε ένα τέτοιο πρώτο προβληματισμό, σχολίασα στο λογαριασμό μου στο face book ως ασαφή ή και αρνητικά κάποια σημεία της συμφωνίας, όπως ότι η συμφωνία δεν είναι τελική, καθώς για την ολοκλήρωσή της απαιτούνται σοβαρές, πολύπλοκες και μακροχρόνιες διαδικασίες στις οποίες απαιτείται να προβεί η κυβέρνηση των Σκοπίων ώστε να την κυρώσει και επίσημα η ελληνική πλευρά.
Στο μεταξύ όμως, η Ελλάδα μετά την υπογραφή της συμφωνίας από τους δυο πρωθυπουργούς θα αναμένει την κύρωση της συμφωνίας από το κοινοβούλιο της ΠΓΔΜ και χωρίς να έχει καν ξεκινήσει η διαδικασία των αλλαγών που πρέπει βάσει της συμφωνίας να κάνει το γειτονικό κράτος, οφείλει να ενημερώσει «χωρίς καθυστέρηση» τον Πρόεδρο της Ε. Ε. και τον Γενικό Γραμματέα του ΝΑΤΟ ότι υποστηρίζει την ένταξη της «Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας», όπως πλέον θα είναι το συμφωνημένο νέο όνομα, στους δυο αυτούς Οργανισμούς.
Σημείωνα επ’ αυτού:
«… Η ίδια η διαδικασία που από τις επιλεκτικές διαρροές προκύπτει, είναι που καθιστά τη ‘’συμφωνία’’, συμφωνία υπό αίρεση: αν την αναπέμψει ο Πρόεδρος της ΠΓΔΜ, αν την εγκρίνει η βουλή τους, αν υπάρξουν αλλαγές στο Σύνταγμα, αν εγκριθεί σε δημοψήφισμα οπότε ΜΠΟΡΕΙ να έρθει και στην ελληνική βουλή για επικύρωση… Δηλαδή, το ’19 και βλέπουμε… Στο μεταξύ η ελληνική κυβέρνηση θα έχει υπογράψει ένα προσύμφωνο το οποίο θα την δεσμεύει να δηλώσει στο ΝΑΤΟ και την Ε. Ε. ότι δεν έχει αντιρρήσεις να ξεκινήσουν οι διαδικασίες ένταξης της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας, η οποία όμως θα τελεί υπό την αίρεση της τελικής συμφωνίας, όταν θα έχουν τελειώσει οι διαδικασίες (σημ. Επικύρωση της συμφωνίας σε Δημοψήφισμα, αλλαγή Συντάγματος, ολοκλήρωση νομικών διαδικασιών κλπ) που απαιτούνται. Σε κάνα δυο χρόνια, δηλαδή και αν…».
Το σημείο αυτό προκάλεσε αντιδράσεις από την πλευρά καλού φίλου, ο οποίος με κάλεσε να δηλώσω «ποια άλλη λύση θα πρότεινα»…
Ευτυχώς, λίγη ώρα μετά την ανάρτηση του σχολίου, ο Ευάγγελος Βενιζέλος κλήθηκε – στα πλαίσια της διήμερης εκδήλωσης που διοργάνωσε και πριν ξεκινήσει τον προγραμματισμένο διάλογο του με τον Διονύση Σαββόπουλου – να σχολιάσει τη συμφωνία. Και για …καλή μου τύχη (!), το πρώτο στο οποίο αναφέρθηκε ήταν το χρονοδιάγραμμα, οπότε και παρέπεμψα τον καλό φίλο στον καθηγητή Βενιζέλο, ο οποίος εξήγησε επακριβώς τα προβλήματα που δημιουργούνται ή και μπορεί να δημιουργηθούν στην πορεία από το γεγονός ότι προηγείται η ανακοίνωση της συμφωνίας πριν την ολοκλήρωση της.
Αντιγράφω από το χθεσινό ρεπορτάζ Protagon.gr:
«Ο κ. Βενιζέλος επέστησε την προσοχή των κυβερνώντων στα έννομα αποτελέσματα και τις νομικές δεσμεύσεις που πιθανώς προκύψουν από τη διακρατική συμφωνία, καλώντας μάλιστα τους συμβούλους του Πρωθυπουργού να μελετήσουν για μία ακόμη φορά πολύ προσεκτικά τη Σύμβαση της Βιέννης για το Δίκαιο των Συνθηκών. Και στο σημείο αυτό υπογράμμισε πως είναι προφανές ότι η Βουλή των Ελλήνων θα επιληφθεί εκ των υστέρων και αφού θα έχουν συντελεστεί όλα τα καθοριστικά γεγονότα. «Άρα», τόνισε, «πρέπει να είμαστε απολύτως κατοχυρωμένοι και ασφαλείς».
Υπήρξαν και άλλα σημεία του σχολίου μου που προκάλεσαν αντίδραση, όπως η γλώσσα και η εθνικότητα, που συνοδεύτηκε από την διατύπωση της απορίας πώς αυτά μπορούν να με κάνουν ‘’τόσο αρνητικό’’ απέναντι στην συμφωνία.
Σ’ αυτό το σχόλιο η απάντηση μου ήταν η εξής:
«Κατ’ αρχάς αδυνατώ να αντιληφθώ πώς χαρακτηρίζομαι συλλήβδην «τόσο αρνητικός» επειδή σχολίασα αρνητικά κάποια σημεία της συμφωνίας. Με αυτή τη λογική, κάποιος που θέλει να λυθεί αυτό το θέμα – και ας μη το μπερδεύουμε με το Κυπριακό και τις ευκαιρίες που έχουν χαθεί, είναι άλλης τάξης πρόβλημα – θα πρέπει να πανηγυρίζει όταν ανακοινώνεται μια λύση (για να μη πω «κάτι σαν λύση» και προκαλέσω νέες αντιδράσεις) και να μη κάνει κανένα σχόλιο, καμία κριτική, όταν πιστεύει ότι αυτό που προτείνεται ως λύση έχει αρνητικές πλευρές που αργά ή γρήγορα θα τις βρούμε μπροστά μας;
Εγραψα, λοιπόν, ότι «με αυτά που ανακοινώθηκαν ο Τσίπρας αποδέχτηκε ότι η γλώσσα των κατοίκων της Δημοκρατίας της Βόρειας Μακεδονίας και η εθνικότητα, θα είναι «Μακεδονική», με αστερίσκους τους οποίους βέβαια ουδείς διαβάζει με αποτέλεσμα οι γείτονες να αποκαλούνται πλέον «Μακεδόνες» «και με τη βούλα την ελληνική», όπως σημείωνα χαρακτηριστικά.
Ε, λοιπόν, όποιος διάβασε σήμερα (Τετάρτη 13.06) σχόλια – όχι τις κραυγές περί προδοσίας κλπ. – θα διαπιστώσει ότι σε αυτά τα δυο σημεία συγκεντρώνεται κατά κύριο λόγο η κριτική (Τα Νέα, Καθημερινή, αναλυτές, σχολιαστές) στη συμφωνία και πάντα με την επιφύλαξη ότι δεν ήταν ακόμη γνωστό το ακριβές κείμενο της συμφωνίας.
Εγραψα επίσης ότι παραπέμπονται προς συζήτηση στο μέλλον τα εμπορικά σήματα και οι εμπορικές χρήσεις, «άρα θα δούμε τι θα μπορούμε κι εμείς να λέμε και να χρησιμοποιούμε…»
Γράφει λοιπόν, για τα θέματα της γλώσσας, της εθνικότητας και των σημάτων το έγκυρο και μετριοπαθές Protagon.gr:
«Στα αρνητικά επίσης, ο κίνδυνος να χαθούν στο πέρασμα του χρόνου όλοι οι αστερίσκοι. Τόσο αυτός για το ότι η «μακεδονική» γλώσσα είναι σλαβικής προέλευσης και η διευκρίνιση ότι η εθνότητα των «μακεδόνων πολιτών» της γειτονικής χώρας δεν έχει καμία σχέση με τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και τον Μέγα Αλέξανδρο. Γιατί μπορεί η υπηκοότητα να ορίζεται ως «πολίτες της Βόρειας Μακεδονίας» («citizen of the Republic of North Macedonia»), κατά το παράδειγμα των ΗΠΑ, όμως, όπου οι πολίτες λέγονται Αμερικανοί, είναι πασιφανές ότι οι πολίτες της γειτονικής χώρας λέγονταν, λέγονται και θα λέγονται Μακεδόνες. Ομοίως μπορεί να υπάρχει σαφής διατύπωση ότι η γλώσσα ανήκει στην οικογένεια των Νότιων Σλαβικών γλωσσών, καθώς και η ρητή καταγραφή ότι η γλώσσα αυτή διαχωρίζεται από τον αρχαίο ελληνικό πολιτισμό και την ελληνική-μακεδονική γλωσσική κληρονομιά, στην πορεία του χρόνου ωστόσο θα μείνει απλά ότι στη «Βόρεια Μακεδονία μιλούν μακεδονικά» (όπως άλλωστε ήδη αναγράφεται στις σχετικές καταχωρήσεις για την Πρώην Γιουγκοσλαβική Δημοκρατία της Μακεδονίας). Ανοιχτό προς διευθέτηση παραμένει τέλος, το θέμα των εμπορικών σημάτων καθώς, όπως προβλέπεται στο κείμενο, καθιερώνεται ομάδα εργασίας ειδικών η οποία από το 2019 και μέσα σε τρία χρόνια θα πρέπει να διευθετήσει θέματα εμπορικών σημάτων. Μέχρι τότε όμως παραμένει αβέβαιο τι θα ισχύει για τα προϊόντα της Μακεδονίας».
Μετά τη δημοσίευση του κειμένου της Συμφωνίας μαθαίνουμε ότι τα προβλήματα με τα εμπορικά σήματα παραπέμπονται προς επίλυση στις «επιχειρηματικές κοινότητες» των δυο κρατών! Δεν ξέρω τι ακριβώς λένε σ’ αυτές τις περιπτώσεις, εμένα μου έρχεται αυθόρμητα, το «Τώρα, Σωθήκαμε», από τη στιγμή που επιβεβαιώθηκε αυτό που από μήνες ήταν γνωστό και αναμενόμενο. (Να θυμίσω απλώς το διάλογο που είχε ο Τσίπρας με δημοσιογράφο της ΠΓΔΜ σε μια συνέντευξη που του «αποκάλυπτε» ότι στην επόμενη Σύνοδο θα τον αποκαλεί «βορειομακεδόνα»)!!
Δέχτηκα, τέλος, και μια μομφή, ότι «υπεκφεύγω» να πάρω θέση στο θέμα του ονόματος, γιατί έγραψα ότι «το πώς θα λέγεται το γειτονικό κράτος ουδόλως με απασχολεί, ούτε και με αφορά» Και πρόσθετα: «Και βέβαια δεν τρέφω και καμία αυταπάτη: «Μακεδονία θα το λένε όλοι, όπως Μακεδονία το λένε και τώρα».
Πού είναι όμως η υπεκφυγή; Στο fb έγραφα, σε φίλους απευθυνόμουν που γνωρίζουν ή υποθέτω ότι γνωρίζουν πως πάντα υποστήριζα την ανάγκη να κλείσει η εκκρεμότητα του ονόματος, όπως βέβαια γνώριζα και το υποστήριζα ότι η νέα ονομασία με γεωγραφικό προσδιορισμό κλπ θα είχε ως ένα εκ των συστατικών της και τον όρο «Μακεδονία». Με αυτή την έννοια λοιπόν, πράγματι «ουδόλως με απασχολεί και δεν με αφορά».
Με απασχολούν, όμως, τα από εκεί και πέρα, τα οποία και σχολιάζω, όπως χρόνια ολόκληρα κάνω αυτή τη δουλειά, χωρίς να καταφεύγω είτε σε πανηγυρισμούς, είτε σε αφορισμούς, όπως συμβαίνει συνήθως – κι όπως συνέβη και τώρα με την ανακοίνωση της κατ’ αρχήν συμφωνίας ή «ημιτελούς συμφωνίας», όπως την χαρακτήρισα προχθές και χθες είδα να τη χαρακτηρίζουν έτσι και σοβαροί αναλυτές.
Ωστόσο, στην κριτική που δέχτηκα υπάρχει κι ένα σημείο το οποίο θεωρώ απαράδεκτο και το οποίο θέλω να το επισημάνω.
Μου αποδόθηκε η μομφή, ότι ο λόγος για τον οποίο κάνω κριτική, «δεν βρίσκεται στην Συμφωνία – που είναι ένα καλό προϊόν ενός αναγκαίου συμβιβασμού – αλλά στο γεγονός ότι την προωθεί ο ΣΥΡΙΖΑ»!
Πιστεύω ότι με αυτή τη λογική εισάγεται μια άλλης μορφής «πολιτικής τρομοκρατίας», που καταλήγει στον αφοπλισμό κάθε κριτικής διάθεσης.
Όπως δεν δέχομαι να χαρακτηρίζεται ένα επικριτικό σχόλιο ως κινούμενο από αντισύριζα κίνητρα, όπως μου αποδόθηκε, έτσι δεν δέχομαι και να αποφεύγεται μια κριτική τοποθέτηση, γιατί μπορεί να θεωρηθεί ότι «ταυτίζεται», «συμπλέει» ή «εξυπηρετεί» εν τέλει τη Ν. Δ. και τον Μητσοτάκη.
Οι καλές εξηγήσεις, πιστεύω, δεν βοηθούν απλώς στην κατανόηση, αλλά αποτελούν ένα στέρεο έδαφος για ένα εποικοδομητικό διάλογο που είναι απαραίτητος στις μέρες μας και στις ακόμη πιο άγριες που αναμένονται.