Τον Ιούλιο του 2010, σε κλίμα μεγάλης πολιτικής έντασης καταθέσαμε τους άξονες για την αλλαγή στα πανεπιστήμια. Τριάντα μήνες μετά, θα ήθελα να δώσω μια αίσθηση αισιοδοξίας που προκύπτει από το αποτέλεσμα της συλλογικής και συναινετικής προσπάθειας για τη μεταρρύθμιση της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης. Μιας προσπάθειας που αποδεικνύει ότι οι μεταρρυθμίσεις προχωρούν όταν υπάρχει πρόταση που απαντά στην εθνική ανάγκη, συσπειρώνοντας ομάδες αποφασισμένων πολιτών που αγωνιούν και αγωνίζονται για το κοινό καλό, που γνωρίζουν το πρόβλημα, που επιδιώκουν συναίνεση και συμμαχίες και όχι μεγέθυνση διαφορών και συγκρούσεων.
Στις 3 Σεπτεμβρίου 2011, 255 βουλευτές ψήφισαν τον νόμο για τα ΑΕΙ. Στις 16 Δεκεμβρίου 2011 εξελέγησαν τα δύο πρώτα Συμβούλια Ιδρύματος στα ΤΕΙ Σερρών και Καλαμάτας. Στις 12 Δεκεμβρίου 2012, με τις εκλογές στο Εθνικό Μετσόβιο Πολυτεχνείο, όλα τα ΑΕΙ της χώρας έχουν πλέον εκλέξει τα Συμβούλιά τους.
Μέρα με τη μέρα υλοποιείται μία αλλαγή που φέρνει αξιοκρατία και εξωστρέφεια, νέο αίμα με τη συμμετοχή Ελλήνων που διαπρέπουν στην Ελλάδα και στο εξωτερικό, κοινωνικό απολογισμό, και την ορατή πλέον προοπτική για σύνδεση των ΑΕΙ μας με την οικονομία και το εξαιρετικά σημαντικό για τους φοιτητές, την αγορά εργασίας. Μια αλλαγή που υλοποιεί τη σαφή πια εντολή του Ελληνα πολίτη για το τέλος του κομματισμού, των πελατειακών σχέσεων και του καθεστώτος της τυραννίας των μειοψηφιών στα πανεπιστήμια. Μια αλλαγή που διαψεύδει κατηγορηματικά τον πρόεδρο του ΣΥΡΙΖΑ ο οποίος στις 31.7.2012 υποσχέθηκε την κατάργηση του νόμου λόγω της «πλήρους αναντιστοιχίας μεταξύ των κομμάτων που ψήφισαν τον νόμο αυτό και της ακαδημαϊκής κοινότητας, που σύσσωμη απέρριψε τον νόμο». Οι ακαδημαϊκοί συμμετείχαν με ποσοστά κατά μέσον όρο 78% σε πανεπιστήμια και ΤΕΙ. Η αρχή έγινε… ακόμη και αν δεν είναι το ήμισυ του παντός είναι κάτι σημαντικό. Ή όχι;
Είναι εντυπωσιακό και αξιέπαινο: Η συντριπτική πλειοψηφία των Ελλήνων ακαδημαϊκών, παρά τις τεράστιες οικονομικές δυσκολίες και τις ανατροπές στην προσωπική τους ζωή, ανεξάρτητα από τον βαθμό συμφωνίας ή διαφωνίας με το σύνολο της μεταρρύθμισης, ήταν παρόντες σε μια ιστορικής σημασίας υπέρβαση. Αξιοποιώντας πολιτικές και μέσα που παρέχει ο νέος νόμος 4009, όπως η ταξινομική ψήφος (που αντιπαρέρχεται τον κομματισμό και τις ομαδοποιήσεις), και τη μετέπειτα εισαγωγή της ηλεκτρονικής ψηφοφορίας, (που αντιμετωπίζει τη βία των καταλήψεων) έσπασαν την ομηρία χρόνων, απελευθέρωσαν τις ποιοτικές ακαδημαϊκές δυνάμεις και έδωσαν ένα μήνυμα αισιοδοξίας, δείχνοντας στις υγιείς δυνάμεις σε όλους τους χώρους της κοινωνίας τον δρόμο προς τη μεταρρύθμιση.
Και όλα αυτά, ενώ η αλλαγή στα ΑΕΙ (με όλο τον συμβολισμό που εκπέμπει σε κάθε κοινωνία διαχρονικά) έγινε η αιχμή του δόρατος δυνάμεων που φαντασιώνονται ότι εκφράζουν το σύνολο των καθηγητών, των φοιτητών, του λαού(!) και δεν δίστασαν να καταφύγουν στη βία για να επιβάλουν τις απόψεις τους. Μια επανάληψη της βίαιης αντίστασης σε κάθε μεταρρυθμιστική προσπάθεια, που πολεμά να μεταθέσει την πανθομολογούμενα αναγκαία αλλαγή στις ελληνικές καλένδες, που συνθλίβει την πολιτική εκσυγχρονισμού, διασώζει όμως τους πολιτικούς που μιλούν στρόγγυλα και αρεστά, και δεν πράττουν, δεν θίγουν τα βαθιά κακώς κείμενα.
Η μεταρρύθμιση των ΑΕΙ ήταν μία εθνική δική μας υπόθεση, δεν είχε καμία σχέση με διεθνή επιτροπεία, δεν υπαγορεύτηκε από κάποιον τρίτο, δεν αναμείχθηκε σε αυτήν καμία τρόικα.
Παρά την αναμενόμενη πολεμική και τις συγκρούσεις αποδεικνύεται το αναγκαίο της πολιτικής. Οσο παράταιρο και αν ακούγεται σήμερα, η μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ ήταν η επιβεβαίωση ότι η τεκμηριωμένη, συναινετική, οραματική πολιτική, που αντιπαρέρχεται τον κομματισμό, τη λογική του πολιτικού κόστους, τον λαϊκισμό και «το άσ’ τα για τους άλλους» δίνει ουσιαστικές απαντήσεις στην επίλυση των προβλημάτων της κοινωνίας. Πιστεύω ακράδαντα ότι η μεταρρύθμιση στα ΑΕΙ θα έχει πολλαπλές και πολλαπλασιαστικές επιπτώσεις στα χρόνια που έρχονται τόσο στην κοινωνία όσο και στην οικονομία, αλλάζοντας στρεβλές νοοτροπίες δεκαετιών και παραδίδοντας το ελληνικό δημόσιο πανεπιστήμιο στις ποιοτικές, εξωστρεφείς, διεθνώς ανταγωνιστικές δυνάμεις του.
Η μεταρρύθμιση ήρθε ως συναινετική επιτυχία, παρότι η Τριτοβάθμια Εκπαίδευση έχει διαχρονικά αποτελέσει τον πλέον διχαστικό και συγκρουσιακό χώρο της Μεταπολίτευσης. Τι χρειάστηκε γι’ αυτό;
Ξεκάθαρη αποτίμηση, χωρίς ιδεοληπτικές ωραιοποιήσεις, της δραματικής κατάστασης στην οποία είχε περιέλθει η λειτουργία της Τριτοβάθμιας Εκπαίδευσης.
Καταλάβαμε, οι περισσότεροι, ότι η μονοκομματική πολιτική για τις θεμελιώδεις αλλαγές δεν έχει περιθώρια επιτυχίας.
Συμφωνήσαμε για το τι δημόσιο πανεπιστήμιο θέλουμε, και τι αυτό πρέπει να προσφέρει στους φοιτητές του, στη χώρα, στο έθνος και πώς θα το πετύχουμε. Σκληρή δουλειά ουσίας! Κινητοποίηση των κατά τεκμήριο ποιοτικών επιστημονικών και ακαδημαϊκών δυνάμεών μας, εντός και εκτός της χώρας. Μελέτες, τεκμηρίωση, διεθνής εμπειρία, οδήγησαν σ’ ένα τελικό σχέδιο ριζοσπαστικής αλλαγής των ΑΕΙ.
Πρώτη απ’ όλους εγώ γνωρίζω πως και λάθη έγιναν στην προετοιμασία του ακαδημαϊκού χώρου, και αδυναμίες θα αναδειχθούν στην πορεία υλοποίησής της, και το ότι η κρίση δημιουργούσε επιπρόσθετες δυσκολίες.
Ηταν όμως πεποίθησή μου ότι κάθε αναβολή της αναγκαίας μεταρρυθμιστικής παρέμβασης θα είχε πολλαπλάσιο κόστος, για την κοινωνία, την οικονομία της χώρας μας, και βέβαια για τις γενιές που έρχονται.
Είναι στο χέρι μας, βήμα βήμα να βγούμε από την κρίση με ένα δικό μας σχέδιο. Με μια εκ θεμελίων φορολογική αναμόρφωση, με μια ανατρεπτική αλλά δίκαιη πολιτική στη διοίκηση, στο κοινωνικό κράτος, στη δικαιοσύνη, με έναν νέο εκλογικό νόμο, ένα λιτό και ουσιαστικό Σύνταγμα, μία σαφή δυναμική και πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική. Κυρίως όμως, μία ανάπτυξη βασισμένη στον τόπο, τους ανθρώπους και τα πλεονεκτήματά τους.
Ταυτόχρονα, με ένα πολιτικό σύστημα που θα βασίζεται σε κόμματα που εννοούν αυτό που υπόσχονται και πράττουν αυτό που λέγουν, που προάγουν και υπερασπίζονται το κοινό συμφέρον και όχι αυτό των συντεχνιών και των «ημετέρων».
Για να γίνουν όμως αυτά, τα τόσο αναγκαία και τόσο αυτονόητα, χρειάζεται αυτογνωσία και αλλαγή υποδείγματος σε όλα τα επίπεδα, αρχίζοντας ο καθένας από τον εαυτό του.
Τον περασμένο Μάρτιο έγραφα ότι η μεταπολίτευση έκλεισε τον κύκλο της και η Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία είναι προ των πυλών. Εκτοτε παρατηρώ καθημερινά, μαζί με όλους, ότι από τη μια ψηφίζονται όσα συμφωνούνται με τους εταίρους, από την άλλη υπάρχει παλινδρόμηση σε μεθόδους του χειρότερου παρελθόντος.
Προσωποκεντρική εξουσία, εκλογολογία, υποσχεσιολογία, διανομή των ιματίων της εξουσίας. Η κυβέρνηση κρατά ζωντανό το χθες, ενώ η αντιπολίτευση ξεθάβει το προχθές. Τελικά, η μεταπολίτευση επιμένει.
Αποδεικνύεται ότι δεν αρκούν εκλογές και νέα κυβέρνηση, ούτε απλά νέα πρόσωπα. Αντί για το επαναλαμβανόμενο εθνικό μοιραίο λάθος του διχασμού, αυτή τη φορά στη βάση «μνημόνιο – αντιμνημόνιο», χρειάζεται να εξαφανίσουμε οριστικά τις αθλιότητες του παρελθόντος, να αλλάξουμε στα μικρά και στα μεγάλα και να δώσουμε τον αγώνα της αναγέννησης, εμείς, οι Ελληνες για την Ελλάδα. Να υπερβούμε το αιώνιο σύνδρομο του Ναυαρίνου. Τότε θα ανοίξει ο δρόμος για την Δ΄ Ελληνική Δημοκρατία.
* Η κ. Αννα Διαμαντοπούλου είναι πρώην υπουργός.