Να επιβληθεί η ενίσχυση της ρευστότητας

Γιάννης Τσαμουργκέλης 04 Αυγ 2013

Στην πανηγυρική συνάντηση του πρωθυπουργού με τις διοικήσεις των «συστημικών» τραπεζών για την επιτυχή έκβαση της κεφαλαιοποίησής τους, ανακοινώθηκε ότι ζητήθηκε από τις τελευταίες να συνδράμουν ώστε να μειωθούν τα επιτόκια και να αυξηθεί η ρευστότητα στην αγορά. Εύλογα προκύπτει η σύγκριση της «πρωθυπουργικής έκκλησης» προς τους διοικητές χρεοκοπημένων τραπεζικών επιχειρήσεων που ενεργούν στους ρόλους τους με χρήματα που παρασχέθηκαν με την εγγύηση των φορολογουμένων, σε σχέση με την «πρωθυπουργική επιβολή» της μείωσης συντάξεων στους συνταξιούχους ή της μείωσης των μισθών στους εργαζομένους, που έτσι και αλλιώς φορολογούνται (και) για να διατηρούν τους τραπεζίτες στους ρόλους τους. Μήπως η κυβερνητική επιβολή (και όχι η έκκληση) δικαιολογείται απολύτως από το κοινωνικό και οικονομικό κόστος της στήριξης των τραπεζών, παράλληλα με την ευθύνη τους στη δημιουργία όσο και την αναπαραγωγή της κρίσης (βλέπε για παράδειγμα νομισματικός εκτροχιασμός από το 2001 και εντεύθεν, απρονοησία στη λήψη επαρκών προβλέψεων κατά την εκδήλωση της διεθνούς κρίσης όσο και χρηματοδότηση του ελληνικού Δημοσίου, ακόμη και μετά το 2007).

Μια τέτοια επιβολή μπορεί κάλλιστα να υποστηριχθεί με πολιτικές αποφάσεις που εμπίπτουν στην απόλυτη αρμοδιότητα της ελληνικής κυβέρνησης. Για παράδειγμα, με τον έλεγχο των επιτοκίων καταθέσεων, τουλάχιστον μέχρι του ποσού για το οποίο παρέχονται κρατικές εγγυήσεις, και τον ορισμό ανώτατου ύψους επιτοκίων καταθέσεων, ανάλογα με τον δείκτη επάρκειάς τους. Μια τέτοια παρέμβαση παράλληλα με τη σύνδεση του φορολογικού συντελεστή επί των κερδών με τη διαχρονική βελτίωση στο επιτοκιακό περιθώριο επιτυγχάνει ισχυρό κίνητρο που περιορίζει τα επιτόκια καταθέσεων και χορηγήσεων όσο και τη διαφορά μεταξύ τους, ενώ παροτρύνει τις τράπεζες να ελέγχουν τις δαπάνες λειτουργίας τους.

Στρατηγική στόχευση, ωστόσο, πρέπει να είναι η υπέρβαση του ασφυκτικού για την οικονομία ολιγοπωλιακού καθεστώτος των 4 συστημικών τραπεζών, η αύξηση του αριθμού των τραπεζικών ιδρυμάτων και του ανταγωνισμού στον κλάδο. Για παράδειγμα, με φοροαπαλλαγές για την περίοδο εγκατάστασης όσων τραπεζών προέρχονται από το εξωτερικό ή με την αναθεώρηση του πλαισίου που αφορά στη δημιουργία ιδιωτικών τραπεζικών ιδρυμάτων με τη μορφή Ανώνυμης Εταιρείας (ΠΔ/ΤΕ 2471/10.4.2001), σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, ώστε να απαιτούνται αναλογικά λιγότερα κεφάλαια από αυτά που απαιτούνται σήμερα (σημειωτέον, είναι τα ίδια ανεξαρτήτως γεωγραφικής εμβέλειας τραπεζικών δραστηριοτήτων!). Στην κατεύθυνση αυτή πρέπει, επιτέλους, να γίνει αναθεώρηση του θεσμικού πλαισίου των συνεταιριστικών τραπεζών, για να εξασφαλίζουν την καλύτερη αντιπροσώπευση των μεριδιούχων και να λειτουργούν με διαφανείς και φερέγγυους όρους τραπεζικής διοίκησης.

Ωστόσο, η αναγκαιότητα ανασχεδιασμού του τραπεζικού συστήματος για την ενίσχυση της ρευστότητας εμπίπτει στον ανασχεδιασμό του χρηματοπιστωτικού συστήματος. Ο «τραπεζοκεντρισμός» του χρηματοπιστωτικού συστήματος, η εξάρτηση της οικονομίας από τις τράπεζες και η αποδυνάμωση του ρόλου της κεφαλαιαγοράς είναι μία από τις συνισταμένες της κρίσης και του στρεβλού πελατειακού καπιταλισμού ειδικών συμφερόντων που έχει οικοδομηθεί, καθώς οι τράπεζες πολλές φορές έχουν αναδειχθεί σε χρηματοδότες του πελατειακού πολιτικού συστήματος. Απαιτείται ο απεγκλωβισμός της επιχειρηματικότητας από την απολυτότητα της τραπεζικής διαμεσολάβησης και η ενίσχυση της εναλλακτικής, απευθείας χρηματοδότησης των επενδύσεων από το αποταμιευτικό κοινό μέσω της κεφαλαιαγοράς. Η επίτευξη αυτού του στρατηγικού στόχου προϋποθέτει σημαντικές θεσμικές αλλαγές που πρέπει να αναληφθούν άμεσα, π.χ. για ενίσχυση στη διαφάνεια των επιχειρηματικών αποφάσεων και κινήσεων και στην επαρκή και αδιάλειπτη πληροφόρηση του κοινού.

Ωστόσο, καταλύτη στην επίτευξη της προτεινόμενης αναδιάρθρωσης του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποτελεί η ανάδειξη του ρόλου πραγματικής εποπτείας και ρύθμισης από τις αρμόδιες αρχές της Τράπεζας της Ελλάδος και της Επιτροπής Κεφαλαιαγοράς.