Η συμφωνία της κυβέρνησης Τσίπρα για το Μακεδονικό προκάλεσε ένα βαθύ διχασμό στο χώρο της ευρωπαϊκής αντιπολίτευσης, ιδίως στους χώρους που αποκαλούνται κεντροδεξιά και κεντροαριστερά. Διχασμό που εκφράστηκε πολλές φορές με ακραίο τρόπο, με κατηγορίες περί προδοτών, εθνικιστών, μειοδοτών.
Υπάρχει μια διπλή παθολογία. Όσοι υποστηρίζουν ότι καλό είναι να προχωρήσει η συμφωνία χαρακτηρίζονται αμελλητί ως πολιτικοί υποστηρικτές ή έστω συνοδοιπόροι του ΣΥΡΙΖΑ. Παράλληλα, όσοι είναι κατά της συμφωνίας χαρακτηρίζονται ως εθνικιστές, στην καλύτερη περίπτωση, ή ως de facto υποστηρικτές της Νέας Δημοκρατίας.
Πρόκειται για μια κατάσταση που είναι ασύμβατη προς τη δημοκρατική κουλτούρα του χώρου, την ανεκτικότητα, το σεβασμό προς την άλλη άποψη. Αισθάνομαι ότι ο Τσίπρας κατάφερε να μας κάνει να του μοιάσουμε.
Προσωπικά υποστηρίζω κάτι που υπερβαίνει τους ασπρόμαυρους διαχωρισμούς. Θεωρώ τη συμφωνία εύλογη και είμαι υπέρ της συμβιβαστικής επίλυσης της διαφοράς. Σίγουρα θα ήταν μια καλύτερη συμφωνία εάν ενσωμάτωνε τις επισημάνσεις Βενιζέλου για την ιθαγένεια, τη γλώσσα και τον χρονισμό της διαδικασίας. ‘Όμως, στους συμβιβασμούς δεν υπάρχει κάποιος που τα παίρνει όλα.
Το κορυφαίο ζήτημα σε αυτή την υπόθεση είναι η πολιτική διαχείρισή της από την κυβέρνηση. Η κυβέρνηση Τσίπρα ανέλαβε τη διεκπεραίωση της διαδικασίας ερήμην της αντιπολίτευσης. Πρόκειται για πρωτοφανή πολιτική ύβρι. Ας την ολοκληρώσει και όταν θα τεθεί για κύρωση στην ελληνική Βουλή θα διαμορφώσουμε την άποψή μας για την υπερψήφιση ή όχι.
Προτείνω να κάνουμε ένα κρύο ντους και να έλθουμε στα συγκαλά μας. Το κύριο πρόβλημα της χώρας είναι να φύγει, εδώ και τώρα, αυτή η άθλια κυβέρνηση. Το κύριο μέτωπο είναι ανάμεσα στους αριστεροδέξιους λαϊκιστές από τη μία πλευρά και τους υποστηρικτές της φιλελεύθερης δημοκρατίας από την άλλη. Τα υπόλοιπα είναι δευτερεύοντα.
Δεν πρέπει να παγιδευτούμε από έναν άθλιο λαϊκιστή. Δεν πρέπει να παίξουμε το παιγνίδι του.