Ο διαδικτυακός φίλος αναρτά στο μπλογκ του μια πεντάλεπτη ταινία επικαίρων, που γύρισε στην Αθήνα των αρχών του 1960, ένα διεθνές ειδησεογραφικό πρακτορείο. Οι εικόνες της παρουσιάζουν τα γνωστά τοπόσημα της πρωτεύουσας. Την πολύβουη πλατείας Ομονοίας που υποδέχεται τον επισκέπτη της με το σιντριβάνι της και την υπερυψωμένη φωτεινή επιγραφή του αφρίζοντος μεταλλικού νερού. Την πλατεία Συντάγματος, με τους ευθυγραμμισμένους στοίχους των τραπεζοκαθισμάτων, στην κάτω πλευρά της. Και βεβαίως τους μεγάλους δρόμους της, τους κατάμεστους από ένα πολύχρωμο πλήθος που αδημονεί στα σταυροδρόμια για το νεύμα του τροχονόμου, βαδίζει βιαστικό στα πεζοδρόμια, ή συνωστίζεται στη σκιά των στάσεων των λεωφορείων και των τρόλεϊ.
Κάποια στιγμή το κινηματογραφικό συνεργείο σταματά για να απαθανατίσει ένα γαϊδουράκι που, εν μέσω των λιγοστών αυτοκινήτων, ανεβαίνει τη Βασιλίσσης Όλγας κουβαλώντας υπομονετικά την πραμάτεια του νεαρού μανάβη ο οποίος το συνοδεύει.
Βλέποντας το φιλμ, ήταν φυσικό να αισθανθώ νοσταλγία. Νοσταλγία για τη χαμογελαστή πρωτεύουσα, που όπως όλη η χώρα, έχοντας βγει - μια δεκαετία μόλις - από τον πόλεμο, αντιμετώπιζε με αισιοδοξία το μέλλον της. Νοσταλγία, καθώς το φίλμ δεν με ξαναγύρισε μόνο σε μια πόλη που έχει αλλάξει πια. Με ξαναγύρισε και στην παιδική ηλικία μου, την πραγματική πατρίδα όλων, όπως είχε πει ο Ρολάν Μπαρτ· και μάλιστα στην πρωτεύουσά της: Το γλυκό, καταδεχτικό και απλόχερο ελληνικό καλοκαίρι.
Ξαφνικά όμως μια σκέψη μού χαλάει την ειδυλλιακή εικόνα. Φαντάστηκα λοιπόν έναν ταξιδιώτη από το μέλλον να προσγειώνεται με τη χρονοκάψουλά του, δίπλα στον μανάβη. Αν ο φανταστικός επισκέπτης πληροφορούσε τον μανάβη ότι σε λίγες δεκαετίες θα απολάμβανε σχεδόν όλα τα αγαθά που απολαμβάνουν οι θαμώνες του μπαρ της Μεγάλης Βρετανίας και του Ορφανίδη, κι ίσως πολύ περισσότερα που δεν ήταν τότε διαθέσιμα, τότε ίσως κι ο μανάβης να αισθανόταν νοσταλγία. Όχι όμως για το παρελθόν. Αλλά για το μέλλον που δεν έχει έλθει ακόμη. Το μέλλον που θα επεφύλασσε στις περισσότερες ελληνικές οικογένειες ένα σπίτι, ένα αυτοκίνητο, καλοκαιρινές διακοπές, προσιτά ταξίδια στο εξωτερικό, μαζί με ένα πλήθος ανέσεων και πρωτόγνωρων δυνατοτήτων για ενημέρωση, μόρφωση και επικοινωνία.
Νομίζω λοιπόν ότι συχνά η νοσταλγία μάς ωθεί να εξωραΐζουμε το παρελθόν και να γκρινιάζουμε για το παρόν. Αυτό που θα έκανε τον μανάβη της ιστορίας να εκπλήττεται από το πόσο πολλά κατάφερε, η ρημαγμένη χώρα, μέσα σε λίγες μόνον δεκαετίες, και όχι μόνον στον τομέα των ανέσεων και των ευκολιών: Αυξημένο προσδόκιμο ζωής, χαμηλή παιδική θνησιμότητα, και κυρίως ότι απολαμβάνει τη μακρότερη περίοδο αδιατάρακτου δημοκρατικού βίου στην ιστορία της, και επίσης γεωπολιτική σταθερότητα, σε μια ταραγμένη γειτονιά του κόσμου, προϊόντα και οι δυο σοφών πολιτικών επιλογών, με πρώτη και καλύτερη την ένταξη της Ελλάδας στη μεγαλύτερη και πλουσιότερη ένωση δημοκρατικών χωρών του πλανήτη.
Αναμενόμενα πράγματα θα πείτε: Χωρίς τη νοσταλγία θα ξεχνούσαμε από πού έχουμε έλθει· και χωρίς το χούι μας να συνηθίζουμε γρήγορα ό,τι έχει επιτευχθεί, και να το θεωρούμε δεδομένο, δεν θα υπήρχε κίνητρο για βελτίωση και συνεπώς πρόοδος.
Όμως συμβαίνει να ζούμε σε δύσκολους καιρούς. Σε καιρούς στους οποίους τα επιτεύγματα των δυτικών κοινωνιών – αυτά που ωθούν τους δύστυχους ανθρώπους να φτάνουν στις ευρωπαϊκές ακτές – τελούν εν κινδύνω. Διότι η οικονομική και κοινωνική ευημερία, η ειρήνη, η προστασία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, το κράτος δικαίου, ο σεβασμός της εθνικής κυριαρχίας, δεν είναι ανεξάρτητα απ’ ό,τι διακυβεύεται στον βορρά και στον νότο της της ευρωπαϊκής ηπείρου, αλλά και στο ίδιο, το εσωτερικό της. Αν οι εχθροί της φιλελεύθερης δημοκρατίας και των δυτικών αξιών πάρουν κεφάλι, τότε όλα αυτά, που κερδήθηκαν με κόπο, αίμα και ιδρώτα, θα χαθούν.
Συνεπώς; Συνεπώς ας γκρινιάζουμε όσο μας κάνει κέφι, κι ας μη σταματάμε στιγμή, να αξιώνουμε περισσότερα, απ’ όσα ήδη έχουμε επιτύχει. Φτάνει να μη ξεχνούμε πως το μέλλον, θα είναι το ίδιο ή και καλύτερο από το παρόν, μόνον αν προστατεύσουμε τις αξίες που θα το εξασφαλίσουν.