Είμαι από εκείνους που πιστεύουν ότι το καλύτερο που θα μπορούσαν να κάνουν οι εταίροι και δανειστές μας είναι να σιωπήσουν από τώρα έως τις 17 Ιουνίου. Δεν θα το κάνουν γιατί η Ε.Ε. δεν έχει μια ενιαία φωνή και γιατί ο κάθε ξένος ηγέτης και αξιωματούχος έχει το δικό του «κοινό» στο οποίο πρέπει να μιλήσει για την ελληνική κρίση. Τα διλήμματα έχουν πλέον γίνει αρκετά καθαρά στον ελληνικό λαό και από εδώ και πέρα είναι θέμα των Ελλήνων πολιτικών να πουν την αλήθεια. Κανένας λαός δεν μπορεί να αποφασίσει για την τύχη του έχοντας ένα πιστόλι στον κρόταφο. Γιατί και έτσι να αποφασίσει, ο στιγμιαίος τρόμος δεν θα τον κάνει ανεκτικό ή λογικό κατά την ταραχώδη περίοδο που θα ακολουθήσει, όποιος και αν κερδίσει. Εχω, όμως, δύο ενστάσεις στο πώς αντιμετωπίζουμε τις δηλώσεις τύπου Λαγκάρντ. Πολλές φορές αντιδρούμε ως λαός με έναν οπαδικό σχεδόν φανατισμό που φτάνει τα όρια του χουλιγκανισμού. Το κάναμε σε πολλές περιπτώσεις στο παρελθόν βρίζοντας προσωπικά τους ξένους, στοχοποιώντας χώρες και άτομα. Ποτέ, μα ποτέ δεν βγήκαμε κερδισμένοι από αυτή την τακτική. Μπορεί να μας εκτονώνει, να μας κάνει να νιώθουμε καλύτερα με τη λογική ότι «τους τα είπα εγώ ένα χεράκι». Δεν δουλέυει όμως έτσι το πράγμα στις διεθνείς σχέσεις, όπου αυτό που μετράει είναι οι συμμαχίες που διαθέτεις, η συγκυρία συμφερόντων και ισχύος των συνομιλητών σου. Οσες, λοιπόν, βρισιές και αν γράφουμε στο Διαδίκτυο, ο αντίκτυπος θα είναι περιορισμένος και πολλές φορές αρνητικός. Αυτό είναι το πρόβλημα με αυτόν τον μάγκικο ψευτοπατριωτισμό εσωτερικής κατανάλωσης. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος δεν κέρδισε, ό,τι κέρδισε, στη Διάσκεψη των Παρισίων με ψευτοτσαμπουκάδες, ούτε ο Κωνσταντίνος Καραμανλής μας έβαλε στην ΕΟΚ με αυτή την τακτική. Ηταν ενδοτικοί ή προδότες; Κάθε άλλο, ήξεραν όμως να κερδίζουν την εκτίμηση και την εμπιστοσύνη των ισχυρών ξένων που μπορούσαν να επηρεάσουν τα συμφέροντα της πατρίδας τους. Οι πραγματικές «μαγκιές» του έθνους γράφτηκαν, άλλωστε, με αίμα από τους προγόνους μας που πολεμούσαν επί δέκα και πλέον χρόνια, όχι από οπαδούς της αυτάρεσκης χουλιγκανικής διαμαρτυρίας…
Και κάτι ακόμη. Βρίσαμε την, όντως αψυχολόγητη, κ. Λαγκάρντ, αλλά μήπως έχει πολύ άδικο για το ότι δεν πληρώνουμε φόρους; Και δεν μιλάμε για μεγαλοφοροφυγάδες μόνο σε μια χώρα που καλώς ή κακώς οι μεγάλες εταιρείες δεν φοροδιαφεύγουν. Μιλάμε για τον «αγανακτισμένο» κηπουρό που ουδέποτε έδωσε απόδειξη και τον εστιάτορα στα νησιά που δίνει ένα χαρτί με το περίφημο «κλάσμα»: τόσα με απόδειξη, τόσα χωρίς. Ολα αυτά δεν είναι βαθιές παθογένειες της δικής μας κοινωνίας; Ο ελληνικός λαός έχει υποφέρει και δοκιμάζεται σκληρά. Οσοι όμως τον οδηγούν στη γλυκειά παρακμή της θυματοποίησης και της αίσθησης πως «όλοι τον κυνηγάνε», δεν προσφέρουν στην υπόθεση της επιβίωσης ενός ιστορικού έθνους. Για να πάμε μπροστά πρέπει να διορθώσουμε τα δικά μας λάθη, να πείσουμε ότι είμαστε αξιόπιστοι ως κράτος και ως χώρα και μετά να διεκδικήσουμε με απεριόριστο τσαμπουκά ό,τι χρειάζεται για να σταθούμε στα πόδια μας.