Η απεργία της ΠΟΕΣΥ, η οποία συνεχίζεται και τείνει να εξελιχθεί σε διαρκείας, θα διδάσκεται στο μέλλον στις Σχολές Πολιτικών και Κοινωνικών Επιστημών ως ένα από τα πιο κραυγαλέα ιστορικά παραδείγματα συνάμα αδιέξοδης, συντεχνιακής και καθεστωτικής κινητοποίησης.
Παραμένει ζητούμενο μια εκ των ένδον αντίδραση από τους δημοσιογράφους που σέβονται/όμαστε το περιεχόμενο του επαγγέλματος τους/μας, να ενημερώνουμε, δηλαδή, την κοινή γνώμη. Σε ατομικό επίπεδο είναι πάρα πολλοί οι “αγανακτισμένοι” με τον κατήφορο της –συνήθως συνταξιούχου- συνδικαλιστικής ηγεσίας. Εκείνο που επείγει είναι να βρεθεί μια συλλογική και μαζική απάντηση, η οποία θα υπερβαίνει το σκόπελο της συκοφαντίας περί απεργοσπασίας και θα προτείνει καινούριο περιεχόμενο και μορφή κινητοποιήσεων αλλά και ένα νέο συνδικαλιστικό μοντέλο για το δημοσιογραφικό χώρο.
Ας δούμε, όμως, τα πράγματα με τη σειρά.
* Η κινητοποίηση είναι τυφλή, αφού είναι άδηλο εναντίον ποίου στρέφεται. Εξ ορισμού και “καταστατικά” με τις απεργίες οι εργαζόμενοι διεκδικούν από τους εργοδότες, τους οποίους “τιμωρούν” με το… κατέβασμα του διακόπτη, κάποια αιτήματα. Στη συγκεκριμένη τι διεκδικούμε από τους εργοδότες των οποίων -σε φάση κρίσης- βλάπτουμε τα “έσοδα”; Το «αγγελιόσημο» το οποίο υπείχε θέση εργοδοτικής εισφοράς καταργείται από την κυβέρνηση και όχι από τους εργοδότες ενώ η ΠΟΕΣΥ δεν διεκδικεί την αντικατάστασή του από εργοδοτική εισφορά την οποία να αρνούνται οι εργοδότες. Ως εκ τούτου, με την απεργία ο κλάδος θυμίζει το “θύμωσε ο Αγάς και ……”, αφού κατεβάζει ρολά και διακόπτες όταν μόνο λειτουργούντα και ανοιχτά Μ.Μ.Ε. θα μπορούσαν ν’ αποτελέσουν εστίες ενημέρωσης και αντίδρασης όσον αφορά τους κυβερνητικούς σχεδιασμούς και για τα δικά μας προβλήματα. Βέβαια, εκτός από τυφλή και αδιέξοδη η απεργία είναι και αυτοχειριαστική αφού, ενταφιάζει τα πιο παραδοσιακά Μ.Μ.Ε. πρωτίστως τις εφημερίδες αλλά και το ραδιόφωνο και την τηλεόραση, προς όφελος του Internet (οι εργαζόμενοι στο οποίο παραμένουν ακάλυπτοι συνδικαλιστικά), όπου η ενημέρωση συνεχίζεται, κατ’ ουσίαν, απρόσκοπτα.
* Η κινητοποίηση είναι συντεχνιακή, καθώς σε μια περίοδο πολλαπλασιασμού των… μνημονίων και ορυμαγδού μέτρων οι δημοσιογράφοι εμφανίζονται να ζητούν την απλή παράταση ενός αρχαϊκού καθεστώτος όσον αφορά το δικό τους και μόνο ασφαλιστικό καθεστώς. Το περίφημο αγγελιόσημο, ως ποσοστό επί των πάσης φύσης διαφημιστικών καταχωρήσεων, καθιερώθηκε το 1941, όταν οι δημοσιογράφοι ήταν “μια χούφτα” και η ΕΣΗΕΑ ένα κλειστό κλαμπ, ταυτόχρονα πνευματικό σωματείο, “συνδικάτο” και ταμείο. Οι καιροί άλλαξαν, η δημοσιογραφία μαζικοποιήθηκε αλλά το ασφαλιστικό και, εν πολλοίς, το συνδικαλιστικό καθεστώς δεν ακολούθησε. Εδώ και χρόνια το αγγελιόσημο είχε μπει στο στόχαστρο όχι μόνο κάποιων… νεοφιλελεύθερων εωσφόρων αλλά και των προτάσεων ορθολογικής αναδιοργάνωσης του ασφαλιστικού αλλά η συνδικαλιστική ηγεσία κοιμόταν και… ροχάλιζε. Δεν πέρασε, για παράδειγμα, από το μυαλό της, ιδιαίτερα τις εποχές των “παχέων αγελάδων”, η πρόταση αντικατάστασης της “οιωνεί εργοδοτικής εισφοράς” από κανονική εργοδοτική εισφορά. Και τώρα το μόνο που ψελλίζει απέναντι σε ένα ασφαλιστικό που τα αλλάζει, σχεδόν, όλα για όλους, είναι η διατήρηση του καθεστώτος του… 1941. Τίποτε άλλο. Διεκδικεί, δηλαδή, την εξαίρεση απ’ όλα τα υπόλοιπα κοινωνικά στρώματα. Ο ορισμός του συντεχνιασμού για να το πούμε, μάλιστα, κομψά.
* Η κινητοποίηση είναι τέλος ευθέως και απροσχημάτιστα καθεστωτική. Επέβαλε blackout στην ενημέρωση, τις ημέρες κατά τις οποίες αποκαλύφθηκε με κραυγαλέο τρόπο η μεγαλύτερη απάτη της μεταπολίτευσης, καθώς η κυβέρνηση του ΣΥΡΙΖΑ μετά από την προηγηθείσα κατάργηση των μνημονίων κ.ο.κ. και μετά από τις πρόσφατες πιρουέτες υποκλαπεισών συνομιλιών, ηρωϊκής αντίστασης και “πολιτικής διαπραγμάτευσης, έλεγε ναι σε όλα, ακόμα και στο πρωτοφανές “μνημόνιο κάβα” που, κατ’ ουσίαν, η ίδια προκάλεσε. Επέβαλε, επίσης, blackout τις ημέρες που διεξαγόταν το Συνέδριο του κόμματος της αξιωματικής αντιπολίτευσης, το οποίο εμφανίζεται ως εναλλακτική λύση στην κυβέρνηση. Με δεδομένο, λοιπόν, και το προαναφερθέν, πως απεργούμε εναντίον των εργοδοτών ενώ οι αποφάσεις είναι κυβερνητικές, είναι ηλίου φαεινότερο πως μόνος ωφελημένος –και μάλιστα; πολλαπλά- από την απουσία ενημέρωσης της κοινής γνώμης είναι η κυβέρνηση. Όσα ρητορικά σχήματα κι αν χρησιμοποιεί η ΠΟΕΣΥ είναι εύλογο η απεργία της να χαρακτηρίζεται κομματικά καθοδηγούμενη. Στην πραγματικότητα, όμως, με δεδομένη την περίοδο και τα διακυβεύματά της, πρόκειται για κάτι χειρότερο, για “καθεστωτική απεργία”.
Τα προηγούμενα δεν μπορούν να μείνουν αναπάντητα από τους ίδιους τους δημοσιογράφους. Και επειδή η παράταξη “Ενωμένοι Δημοσιογράφοι” η δημιουργία της οποίας γέννησε ελπίδες ενώ αναδείχθηκε σε πρώτη δύναμη και στις τελευταίες εκλογές έχει –δυστυχώς- εγκλωβιστεί στα καλιαρντά και την καζουιστική του αρχαϊκού δημοσιογραφικού συνδικαλισμού, η αντίδραση πρέπει, πρωτίστως, να έρθει “από τα κάτω”. Εν ολίγοις, η αγανάκτηση για τον κατήφορο της ΠΟΕΣΥ σε ατομική βάση να μετατραπεί σε συλλογική και μαζική απάντηση.
Η απάντηση πρέπει να δοθεί σε τρία επίπεδα.
α) Επί της ουσίας: Το αγγελιόσημο δεν μπορεί να καταργηθεί χωρίς να είναι σαφές από τι αντικαθίσταται. Και εφόσον αυτό είναι η εργοδοτική εισφορά πρέπει να διατυπωθεί ρητά και να διεκδικηθεί εκ των προτέρων η συναίνεση των εργοδοτών, ώστε να μην πολλαπλασιασθούν φαινόμενα άτυπης ή/και μαύρης εργασίας. Επίσης, το αγγελιόσημο δεν είναι δυνατό να καταργηθεί εδώ και τώρα ενώ η ένταξη στα νέα Ταμεία να γίνει από του χρόνου. Αυτό είναι τρελλό και απαράδεκτο. Πρέπει να διεκδικηθεί πιο ομαλή και ήπια μετάβαση. Ο ΕΔΟΕΑΠ –όπως αναφέρουν γνωρίζοντες- πρέπει να διατηρηθεί ως Ν.Π.Ι.Δ. και αυτόνομο ταμείο Υγείας, διαχωριζομένης της “επικούρησης”. Τα υπάρχοντα αποθεματικά των Ταμείων –τουλάχιστον σε ένα μεγάλο τους μέρος- πρέπει να απαιτηθεί να προικοδοτήσουν το νέο ΕΔΟΕΑΠ κι όχι να απορροφηθούν εξ ολοκλήρου από τα νέα ενιαία Υπερταμεία κύριας και επιουρικής σύνταξης.
β) Επί της διαδικασίας: Τα προηγούμενα πρέπει να διεκδικηθούν με τα Μ.Μ.Ε. ανοιχτά και λειτουργούντα. Οι κινητοποιήσεις μπορούν να περιλαμβάνουν κάποια επιμέρους bluckout σε ορισμένες κυβερνητικές δραστηριότητες αποφασιζόμενα καθ’ εκάστην. Η κινητοποίηση, όμως, πρέπει να περάσει, κυρίως, μέσα από έναν επικοινωνιακό ορυμαγδό όλων των Μ.Μ.Ε. με ουσιαστικό διάλογο για το σύνολο των μέτρων που θα εισηγηθεί η κυβέρνηση. Αντί, δηλαδή, να στερούμε από τους πολίτες την ενημέρωση να… ταράξουμε στην ενημέρωση την… κυβέρνηση.
γ) Επί των συνδικαλιστικών: Το τέλος εποχής που έρχεται πρέπει να συνδυασθεί με μια αναγέννηση-επανίδρυση του δημοσιογραφικού συνδικαλισμού. Από σωματεία-συντεχνίες με Πειθαρχικά Συμβούλια ρε ρόλο εισαγγελέων-λογοκριτών (πρόσφατο το αποκρουστικό παράδειγμα προς τούτο) να περάσουμε σε συνδικάτα που εκτός από τα συμφέροντα των μελών τους θα έχουν ευρύτερο ρόλο και θα προασπίζονται την ελευθερία του Τύπου και τη δημοσιογραφική ανεξαρτησία και ποιότητα. Από σωματεία γραφειοκρατικά ταυτισμένα με τα Ταμεία και με τους συνταξιούχους σε ρόλο συνδικαλιστών πρέπει να βαδίσουμε σε αυτόνομα [και σκέτα] συνδικάτα που δίνουν έμφαση στη συνδικαλιστική οργάνωση στους χώρους εργασίας. Όλα αυτά σημαίνουν νέο Καταστατικό, νέους Κώδικες Δεοντολογίας, κατάργηση των Πειθαρχικών και άλλων αρχαϊκών δομών κ.ο.κ. Αλλιώς, μετά και από μια ψήφιση του ασφαλιστικού και την ήττα της ακολουθούμενης συνδικαλιστικής τακτικής θα καταρρεύσουν όλα και το χειρότερο θα καταρρεύσουν επί δικαίων και αδίκων.
Όσοι συμφωνούμε στα προηγούμενα – και σε όσα επιπλέον προστεθούν μέσα από μια οργανωμένη συζήτηση- πρέπει εσπευσμένα να απαιτήσουμε οι διαφορετικές προτάσεις να τεθούν σε ψηφοφορία δια καλπής, όπως, άλλωστε, είχε συμβεί και στο σχετικά πρόσφατο παρελθόν σε επίπεδο ΕΣΗΕΑ.
Και σ’ αυτή την περίπτωση –όπως συνέβη και τότε- θα διαπιστωθεί πως το δημοσιογραφικό χώρο εκφράζουν λιγότερο οι… συνταξιούχοι της ΠΟΕΣΥ και περισσότερο οι εργαζόμενοι που αντιδρούν στην τυφλή και αυτοχειριαστική τους τακτική και, συνήθως, συκοφαντούνται ως… απεργοσπάστες.