Ξαναγράφω, μετά από ένα χρόνο, για τον Ν. Θέμελη, για να δείξω κάποιες επίκαιρες παραμέτρους του έργου του και να επισημάνω -κατά τη γνώμη μου- παραλείψεις της επίσημης κριτικής αναφορικά μ’ αυτό.
Ο συγγραφέας αποτελεί μια ξεχωριστή περίπτωση, ανάμεσα σε λίγες άλλες, στα πεζογραφικά δρώμενα της τελευταίας εικοσαετίας. Η έξοχη πεζογραφία, την οποία τόσο συμπυκνωμένα σε χρονική διάρκεια διακόνησε, υπήρξε ταυτόχρονα δομημένη ιστοριογραφία, προσπάθεια ανάδειξης ψυχοδυναμικών γειτνιάσεων, αλλά και συγκρούσεων ανάμεσα στους λογής ήρωές του και εμπεριστατωμένος υπαινιγμός της κατάρριψης καθηλωτικών στερεοτύπων της ελληνικής κοινωνίας. Τα βιβλία του, υπήρξαν πρωτοφανώς ευπώλητα, και παραμένουν, ωστόσο το ουσιώδες είναι αλλού. Έγκειται στην προκύπτουσα επικαιρότητα των προσωπικών θέσεων του συγγραφέα αναφορικά με το έλλειμμα Διαφωτισμού, που διαχρονικά ταλανίζει την ελληνική κοινωνία, στην ασυγκρότητη καπιταλιστική διάρθρωση των δομών, στην απουσία στοιχειώδους μεταρρυθμιστικού – αναπτυξιακού περιγράμματος και στις διαστροφικές ψυχοσυναισθηματικές τερατογενέσεις ανάμεσα στους ανθρώπους -αποτέλεσμα και των παραπάνω- που άκοπα στη συνέχεια καταλήγουν αρχικά στη μισαλλοδοξία και ύστερα στις νεοναζιστικές υστερίες.
Στον Θέμελη, βλέπει κανείς τη μετάβαση, από τις προπολιτικές Οθωμανικές δομές της καθ’ ημάς Ανατολής, στην οργάνωση και την προκοπή, στα πλαίσια μιας φιλελεύθερης συλλογικότητας, την αποδοχή της ετερότητας και τη συμφιλίωση των διαφορετικών. Δυστυχώς, το έργο του Θέμελη και ο ίδιος, δεν ευτύχησαν της αναγνώρισης που τους έπρεπε. Παρότι εκσυγχρονιστής, το κόμμα που τον φιλοξένησε για κάποια χρόνια, ήταν αυστηρά προσηλωμένο περισσότερο σε έναν μεσσιανικό λαϊκισμό, παρά στην αυστηρή, έστω και προτεσταντική εκδοχή της Σ/δημοκρατίας και ως γνωστόν, γράμματα και λαϊκισμός δεν έχουν την καλύτερη των σχέσεων. Κατά τούτο ατύχησε ο Θέμελης σε σχέση με άλλους μείζονες συγγραφείς του χώρου της Αριστεράς ή της Δεξιάς. Δεν προβλήθηκε από την παράταξή του, αφού τα χαρακτηριστικά του ενός και της άλλης, διέφεραν τόσο.
Ακόμα περιμένω από την επίσημη κριτική, σε όποια εκδοχή της, να ξεκινήσει μιαν έντιμη λογοτεχνική αποτίμηση του πεζογράφου.
Κλείνοντας αυτό το σύντομο σημείωμα, νομίζω πως το επίμετρο του Θέμελη, σήμερα, θα ήταν η φράση του Ντι Λαμπεντούζα από τον Γατόπαρδο: «Για να μείνουν τα πράγματα ως έχουν, πρέπει όλα, μα όλα, ν’ αλλάξουν!»