Η κίνηση της φερόμενης ως γυναίκας με το βιτριόλι να κρατήσει κοντά της ό, τι την συνέδεε με το έγκλημα, από την τηλεκάρτα και τα ρούχα, έως την περούκα με την οποία μεταμφιέστηκε, μοιάζει ανεξήγητη. Κι όμως, δεν είναι.
Θα ξεκινήσω με δύο προσωπικές εμπειρίες από την επαγγελματική μου ζωή: Η πρώτη αφορούσε αντιδικία για τεράστια ακίνητη περιουσία, όπου οι αντίδικοι επικαλέστηκαν ιδιόγραφη διαθήκη προγόνου τους, με χρόνο σύνταξης το 1972.
Επρόκειτο για διαθήκη διατυπωμένη σε μία εντυπωσιακή καθαρεύουσα, που θα ζήλευε και ο Μιστριώτης. Διαπίστωσα όμως κάτι παράδοξο: Κάποιες λέξεις οι οποίες, σύμφωνα με το πολυτονικό σύστημα του χρόνου σύνταξης, έπρεπε να φέρουν περισπωμένη, είχαν οξεία. Επί πλέον ήταν χωρίς τόνο πολλές μονοσύλλαβες λέξεις. Επρόκειτο δηλαδή για ορθογραφικά λάθη της καθαρεύουσας, αδικαιολόγητα για το γλωσσικό επίπεδο που εμφάνιζε ο συντάκτης της διαθήκης.
Άρα, μία μόνον εκδοχή υπήρχε: Να συντάχθηκε η διαθήκη από πρόσωπο εθισμένο στο μονοτονικό σύστημα γραφής. Δηλαδή να μην συντάχθηκε το 1972, αλλά να πλαστογραφήθηκε πρόσφατα.
Από την συστηματική μας έρευνα, προέκυψε «θησαυρός»: Βρέθηκαν συμβόλαια, όπου η «διαθέτις» δήλωνε ανίκανη να υπογράψει διότι ήταν αγράμματη!
Που πάει να πει πως οι πλαστογράφοι διέπραξαν το μοιραίο λάθος να μη σκεφτούν το αυτονόητο: Ότι θα ερευνούσαμε!
Η δεύτερη ήταν η δίκη της 17Ν, μετά τις συλλήψεις που ακολούθησαν την έκρηξη βόμβας στα χέρια μέλους της. Ατύχημα που οφειλόταν σε παιδαριώδες λάθος του σχετικά με τον μηχανισμό της βόμβας, παρ ότι ήταν εξαιρετικά έμπειρος, έως προικισμένος στην τεχνολογία.
Ήταν μάλιστα – και γι αυτό το λόγο - τόσο ακατανόητη η εκδοχή του «λάθους», ώστε η «εγκληματολογία των καφενείων» - η οποία, όπως κάθε αντίστοιχη «επιστήμη», αρνείται τις έννοιες του τυχαίου και του λάθους και με τον ναρκισσισμό της άγνοιας αποδέχεται ως μοναδική ερμηνεία τις συνωμοσίες - προσέφυγε σε «δαιμονικές» εξηγήσεις. Όπως ότι προκάλεσαν την έκρηξη οι Αμερικανοί με «τηλεχειρισμό»!
Χαρακτηριστική είναι επίσης – από την βιβλιογραφία - η περίπτωση κορυφαίου διαρρήκτη της Ν. Υόρκης ο οποίος, προκειμένου να μην ταυτοποιηθεί, έκλεβε μόνον μετρητά. Έτσι παρέμενε «φαντομάς» επί χρόνια.
Ώσπου μία μέρα έκλεψε τιμαλφή, τα οποία παρέδωσε στο πλησιέστερο ενεχυροδανειστήριο. Εκεί δηλαδή όπου ήξερε ότι θα πήγαινε αμέσως και η αστυνομία. Και βεβαίως συνελήφθη.
Τι συμβαίνει λοιπόν και όλα σχεδόν τα εγκλήματα συνοδεύονται από παιδαριώδη και μοιραία λάθη, που οδηγούν στην αποκάλυψη;
Μήπως, όπως υποστήριξε ο Μανώλης Λαμπρίδης, επειδή και ο πιο πωρωμένος εγκληματίας έχει μία πλευρά που δεν ταυτίζεται ολοκληρωτικά με το έγκλημα; («Η σύγκρουση με το νόμο..», εκδόσεις «ΕΡΑΣΜΟΣ»).
Οπότε, παράλληλα με τη συνειδητή επιθυμία του να διαπράξει το έγκλημα, ασυνείδητα επιδιώκει να τιμωρηθεί, ώστε να εξιλεωθεί;
Πρόκειται για σοβαρή εκδοχή που στηρίζεται και στην υπόθεση του Σ. Φρόιντ, του σημαντικότερου ανατόμου της ανθρώπινης ψυχής, ότι ακόμη και «η εγκληματική καριέρα ενός ατόμου, μπορεί να αρχίσει ως ασυνείδητη ανάγκη του για τιμωρία».
Όταν λοιπόν η φερόμενη ως δράστις του εγκλήματος με το βιτριόλι διέπραξε το λάθος να κρατήσει κοντά της όλα τα αποδεικτικά στοιχεία που οδηγούσαν στην σύλληψή της , όχι μόνον επιβεβαίωσε τις υποθέσεις που αναφέραμε για την «αναγκαιότητα» του μοιραίου λάθους, αλλά και την πρακτική εφαρμογή του: Ότι δηλαδή «η ασυνείδητη επιθυμία του εγκληματία για τιμωρία, είναι συχνά πολύ σημαντική βοήθεια για την αστυνομία…». (Τσαρλς Μπρέννερ, «Εγχειρίδιο Ψυχανάλυσης», «Πατάκης»).
Κάτι που συνεπάγεται ότι η ιδέα του «τέλειου εγκλήματος» είναι συνήθως ένας ακόμη μύθος.
Πηγή: www.tanea.gr