Καθ’ όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, ο δικομματισμός λειτούργησε ως παράγοντας πολιτικής σταθεροποίησης, παρά τις πολιτικές και ιδεολογικές διαφορές μεταξύ των δύο κομμάτων εξουσίας. Ακόμα και στις περιπτώσεις όπου οι συγκρούσεις ήσαν προφανώς προσχηματικές, ή εξέπιπταν σε «αριστερούς» και «δεξιούς» λαϊκισμούς, το δίπολο έδινε λύσεις και σταθερότητα στο σύστημα.
Η κρίση τα άλλαξε όλα, καθώς οι ευθύνες είναι κοινές και αδιαίρετες. Η διάλυση μάλιστα των κοινωνικών συμμαχιών που στήριζαν και τους δύο πολυσυλλεκτικούς κομματικούς μηχανισμούς, αποσυνθέτει το ΠΑΣΟΚ και τη ΝΔ και επιτείνει την αναξιοπιστία τους.
Το ερώτημα που κυριαρχεί, ενόψει των επερχόμενων εκλογών, είναι εάν το δικομματικό σύστημα θα αντέξει και πόσο. Το ότι έχουμε μπει σε μία μεταβατική φάση μετασχηματισμού του, είναι προφανές. Όπως επίσης είναι σαφές ότι η πορεία αυτή θα συνεχιστεί και μετά τις εκλογές, χωρίς φυσικά κάτι τέτοιο να συνεπάγεται ότι επήλθε η διάλυση του πολιτικού συστήματος και επίκειται η εξαφάνιση του δικομματισμού.
Υπάρχει ωστόσο και κάτι επιπλέον, που αποδυναμώνει τη λειτουργία, τόσο του ΠΑΣΟΚ, όσο και της ΝΔ: Η έλλειψη ουσιαστικών διαφοροποιήσεων και η συνυπογραφή της δανειακής σύμβασης εγκλωβίζει τους δύο πολιτικούς αρχηγούς και περιορίζει σημαντικά την αξιοπιστία των προεκλογικών διαφοροποιήσεων που θα επιχειρήσουν… Με μια κουβέντα, μία ολόκληρη πολιτική περίοδος πλησιάζει στο τέλος της και μία νέα περίοδος μετάβασης ανοίγει.
Παρ’ όλα αυτά, στο δρόμο προς τις κάλπες και προ του φόβου που θα διακινηθεί περί πολιτικής αποσταθεροποίησης της χώρας, αξίζει να επισημανθεί ότι δεν πρόκειται να βρεθούμε ούτε μπροστά σε μια βίαιη και απότομη κατάρρευση του δικομματισμού, ούτε σε πολιτικό κενό. Κίνδυνος ακυβερνησίας -παρά τη συρρίκνωση του δικομματισμού- δεν υπάρχει, καθώς ΝΔ και ΠΑΣΟΚ θα συνεργαστούν μετεκλογικά, στη βάση της δανειακής σύμβασης και των δεσμεύσεων που απορρέουν από αυτήν, πράγμα για το οποίο Σαμαράς και Βενιζέλος έχουν ήδη δεσμευθεί και εγγυηθεί προσωπικά.
Παράλληλα ωστόσο με τη διακυβέρνηση της χώρας και τις μετατοπίσεις που θα τη συνοδεύσουν, θα συνεχίσει να προχωρά η ανασύνθεση του πολιτικού συστήματος στο νέο πλαίσιο που θα δημιουργήσουν οι κάλπες και η αυθεντικότερη πολιτική – εκλογική αποτύπωση των μεταμνημονιακών ισορροπιών, εξέλιξη που θα επηρεάσει θετικά τη στάση των Ευρωπαίων έναντι της Ελλάδας, στη βάση μιας πιο ρεαλιστικής προσέγγισης του ελληνικού προβλήματος.
Αν μάλιστα η νέα αυτή τροπή συνοδευτεί από τη διαμόρφωση ενός νέου πλέγματος εφαρμόσιμων πολιτικών, που θα ανακόψουν την τάση κατάρρευσης της οικονομίας και της κοινωνίας, μπορούμε να μιλάμε για μια ανατρεπτική διαδικασία με κοινωνική βάση και ορίζοντα υπέρβασης, που θα θέσει το πλαίσιο για μια άλλη, προοδευτικού χαρακτήρα αυτή τη φορά, σταθεροποίηση της χώρας.
.
Ο Παναγιώτης Παναγιώτου είναι δημοσιογράφος