Μυστικά, κασέτες και το αυγό του φιδιού

Πόπη Διαμαντάκου 13 Απρ 2014

Π??λάνα γκρίζα, συνομιλίες σκοτεινές, συμμαχίες ανίερες, αποκαλύψεις που συγκλονίζουν. Η υπόθεση που ξετυλίχθηκε με τη δημοσιοποίηση του κρυφού βίντεο «Μπαλτάκου – Κασιδιάρη», συνοδευόμενη από απειλές για περαιτέρω συγκλονισμό των πολιτών με επιπλέον βίντεο, προφανώς και έχει μεγάλη πολιτική βαρύτητα, αλλά την ίδια στιγμή δεν παύει ως μέθοδος να αποτελεί η ίδια, από τη φύση της και μόνον, ευθεία απειλή για θεσμούς και Δημοκρατία.

Δυστυχώς έχουμε ξαναζήσει παρόμοιες εποχές, έχει επαναληφθεί το φαινόμενο να γίνονται αφορμή και εντέλει να αντικαθιστούν τα πολιτικά επιχειρήματα, τον πολιτικό λόγο και τις θεσμικές διεργασίες διαφόρων ειδών υποκλοπές, οι οποίες μετατρέπουν το δημοκρατικό αφήγημα σε θρίλερ όπου οι δράκοι μετασχηματίζονται σε πρωταγωνιστές.

Κάθε φορά είναι χειρότερη από την προηγούμενη. Κάθε φορά το φαινόμενο πλησιάζει και περισσότερο τον πυρήνα των δημοκρατικών λειτουργιών, μέχρι που έφτασε στο εσωτερικό της Βουλής. Αλλωστε η Χ.Α. από τις πρώτες της στιγμές στο Κοινοβούλιο δεν έκρυψε τις προθέσεις της να χρησιμοποιήσει τη φαντασμαγορία κλεμμένων εικόνων για να πετύχει στρατηγικούς της στόχους, όταν βιντεοσκόπησε φαντεζί τσαμπουκάδες των βουλευτών της για να επιβεβαιώσει στο κοινό της ότι δεν αναγνωρίζει, ούτε σέβεται θεσμούς της Δημοκρατίας.

Γιατί σε αυτού του είδους τις υποθέσεις, πάμπολλες διεθνώς, από το Γουοτεργκέιτ, το οποίο πρώτο στην Ιστορία έβαλε τις ρίζες για πολιτική αξιοποίηση των κρυφών καρπών της τεχνολογίας των επικοινωνιών, μέχρι τα αλλεπάλληλα εγχώρια «γκέιτ» (από την «εποχή Κοσκωτά» ώς σήμερα), υπάρχει ένα σκοτεινό σημείο που είναι η επικίνδυνη αφηγηματική γοητεία τους. Σαν εφιαλτικά θριλερικά μονόπρακτα με το επιπλέον ηδονοβλεπτικό συστατικό του ριάλιτι, της κλεμμένης πραγματικότητας ενός αθέατου ώς εκείνη τη στιγμή περιβάλλοντος. Το επικίνδυνο από την κυριαρχία ενός τέτοιου υλικού στη δημόσια σφαίρα και στον δημόσιο διάλογο βρίσκεται στο ότι πρόκειται για ανίερο μείγμα ψυχολογικής επιρροής και πολιτικής απόδειξης, με συνέπεια τα συναισθηματικά υλικά να δρουν σαν καταλύτες των πολιτικών. Μήπως αυτό ακριβώς το ψυχολογικό πεδίο δεν υπήρξε ανέκαθεν το προνομιακό πεδίο του φασισμού;

Το πρόβλημα σε μια εποχή όπου η καλωδίωση έχει αναγορευτεί σε πολιτισμικό της συστατικό, παράγοντας ακαταπαύστως καταναλωτικά προϊόντα είτε με πολιτική είτε με εμπορική χροιά, δεν είναι ούτε το ποιοι παρακολουθούν ποιους ούτε ποιοι καταγράφουν ποιους, αλλά η συναίσθηση της σοβαρότητας των συνεπειών που έχει η χρήση τέτοιου υλικού. Και αυτή έχει σχέση μόνον με την ποιότητα της Δημοκρατίας και των θεσμών της, με την ωριμότητα του πολιτικού προσωπικού για τα σαφή όρια και την αντίστασή του στη δημαγωγική ευκολία των εικόνων.

Πρόβλημα δημιουργείται όταν η πολιτική και οι ασκούντες αυτή επιτρέπουν στους όρους με τους οποίους λειτουργεί η τεχνολογία, τους όρους του θεάματος, τον εντυπωσιασμό, την ταχύτητα διάδοσης και εξ αυτής την ταχύτητα του αποτελέσματος να αντικαταστήσουν την επίπονη, συστηματική και απαιτητική για τους ίδιους και τους πολίτες διαδικασία να ορθώσουν πολιτικό ανάστημα σε φαινόμενα σαν αυτό της Χ.Α.

Οτιδήποτε άλλο, οποιαδήποτε υποχώρηση σε μεθόδους που προσβάλλουν Δημοκρατία και πολίτες, θεωρώντας τους είτε «παραπλανημένα πρόβατα» είτε «τηλεθεατές δρακουλιάρικων θριλεροριάλιτι», οι οποίοι αποβάλλουν με televoting τους «παίκτες» που δεν παράγουν τρομολαγνικό θέαμα, διαμορφώνουν τις ιδανικές συνθήκες επώασης για το «αυγό του φιδιού». Αλλωστε, φαινόμενα σαν αυτό της Χ.Α. και των μεθόδων της κάθε άλλο παρά αιφνιδίως μπορεί ποτέ να προκύψουν.

Μπορεί να μην τα δημιουργεί ακριβώς, αλλά τα ευνοεί και τα προωθεί η σταδιακή υποχώρηση της πολιτικής στα επικοινωνιακά πυροτεχνήματα και η καλλιέργεια της αντίληψης ότι στις σκιές, οι οποίες δημιουργούνται πίσω από τη φαντασμαγορία της σκηνής, μπορούν να διαμορφωθούν συνθήκες ευνοϊκές για προσωπικές ή κομματικές ατζέντες. Μόνον ως επικοινωνιακός πρωτογονισμός μπορεί να χαρακτηριστεί -λίαν επιεικώς- κάτι τέτοιο, από τον οποίο δείχνει ότι εξακολουθεί να πάσχει ο τόπος.

Οσο για τα πλήγματα της «επικοινωνιακής» βαρβαρότητας, είναι κάθε φορά και πιο σκληρά, καθώς η διάβρωση ευαίσθητων δημοκρατικών αρχών κρύβεται μέσα στην επικοινωνιακή θολούρα για να αποκαλυφθεί κατόπιν σαν «έκπληξη» – πέφτουμε διαρκώς από τα σύννεφα. Με άλλα λόγια, όσο προφανές κι αν είναι στις μιντιακές Δημοκρατίες ότι ο δρόμος προς την εξουσία, η κατάληψη και η διατήρησή της είναι συνυφασμένα με την επικοινωνιακή διαχείριση κρίσεων και μεγάλων προβλημάτων, όταν αυτή υπερβαίνει τα συνταγματικά όρια και διαμορφώνει απίθανες θεωρίες για «παρασυρμένους» ψηφοφόρους -και αποδέχεται κάτι σαν το «ακαταλόγιστο» της ψήφου- ή αντιμετωπίζει το Σύνταγμα σαν ζυμάρι που φέρνει στα μέτρα της, αφήνει τη Δημοκρατία ακάλυπτη στους εχθρούς της.