Μυς ή όρος;

Κώστας Μποτόπουλος 27 Αυγ 2014

Η κυβερνητική κρίση στη Γαλλία –αλλά και, για τους ίδιους λόγους, από άλλο πολιτικό χώρο, στην Αυστρία- θα αποβεί άραγε συγκυριακό γεγονός ή θα αποτελέσει τη θρυαλλίδα για μια πολιτική σύγκρουση γύρω από τον τρόπο αντιμετώπισης της κρίσης; Υπό άλλες συνθήκες, το πρώτο θα ήταν το πιθανότερο –δεν είναι δα και η πρώτη φορά που οι προσωπικές φιλοδοξίες πατούν πάνω σε πραγματικές ή προσχηματικές ιδεολογικές διαφορές για να δημιουργήσουν ξαφνικές αναστατώσεις που καταλαγιάζουν με το επόμενο μοίρασμα της κυβερνητικής τράπουλας.  Όμως, όπως είναι τα πράγματα σήμερα στην Ευρωπαϊκή Ένωση, είναι πιθανό, και κατά τη γνώμη μου ευκταίο, να έχει έρθει, ή να επισπευσθεί, η ώρα του ξεκαθαρίσματος.

.

Η γαλλική περίπτωση βοηθά αλλά και αποπροσανατολίζει. Βοηθά, γιατί η χώρα είναι μεγάλη και κρίσιμη και γιατί διοικείται από μια σοσιαλδημοκρατική κυβέρνηση –δυο δεδομένα που αναβιβάζουν το πρόβλημα της Γαλλίας σε πρόβλημα της Ευρώπης και της κυβερνητικής Αριστεράς, εκεί δηλαδή όπου ανήκει (γιατί η αναγκαία αλλαγή πορείας θα έρθει από όλη την Ευρώπη ή δεν θα έρθει ποτέ και θα προωθηθεί από την Αριστερά της ευθύνης ή θα κουκουλωθεί από τη Δεξιά). Αποπροσανατολίζει, γιατί οφείλεται και περιστρέφεται σε μεγάλο βαθμό γύρω από τα πρόσωπα και τις ιδιαιτερότητες του γαλλικού πολιτικού συστήματος και του ίδιου του σοσιαλιστικού κόμματος: τον προεδρικό, δηλαδή προσωποκεντρικό, χαρακτήρα του πολιτεύματος και τις προσωπικές αδυναμίες του Προέδρου Ολάντ, την προϊούσα αποδυνάμωση της Γαλλίας σε σχέση με τη Γερμανία στον ευρωπαϊκό συσχετισμό πολιτικών και οικονομικών δυνάμεων, τη συγκρότηση του σοσιαλιστικού κόμματος ως κόμματος προυχόντων-αρχηγών ομάδων και τη συνύπαρξή τους εντός της κυβέρνησης, την επιλογή να δοθούν σημαντικές κυβερνητικές θέσεις στους βασικές υποστηρικτές της «αριστερής τάσης» με την ελπίδα ενσωμάτωσης αλλά επακόλουθο την αυτονόμηση τους. Ο πειρασμός είναι μεγάλος να προσπεράσει κανείς την ουσία μένοντας στις προεδρικές ανεπάρκειες, την πρωθυπουργική πονηριά (ο Βαλς είναι ο «υπηρέτης» του Προέδρου αλλά και ο μεγαλύτερος εσωτερικός ανταγωνιστής του, υποστηριζόμενος, εξάλλου, από τους ως χτες Υπουργούς που προκάλεσαν την κρίση), το αυτοκρατορικό ύφος και την αχαλίνωτη φιλοδοξία πολιτικών τύπου Μοντεμπούρ.

.

Όμως η ουσία είναι, όπως πάντα αλλά περισσότερο από ποτέ, αυτή που μετράει –άρα η μετάβαση από την περιπτωσιολογία στο κεντρικό πολιτικό ζήτημα καθίσταται άμεσα αναγκαία.  Το ερώτημα που τίθεται είναι, σε πρακτικό επίπεδο, τι μας δίδαξε ως τώρα η κρίση και πως μπορούμε να ξεφύγουμε (ας το πω για μια ακόμα φορά: πανευρωπαϊκά) από το φαύλο κύκλο της. Πολιτικά θα μπορούσε να τεθεί με τους ακόλουθους όρους: μάς δείχνουν άραγε τα γεγονότα  ότι αν συνεχίσουμε, για να το πω κομψά, να βάζουμε πρώτη τη λιτότητα εντός του ζεύγους «δημοσιονομική εξυγίανση-ανάπτυξη για μια νέα αρχή», η νέα αρχή δεν θα έρθει ποτέ, γιατί η ύφεση θα κατασπαράξει κάθε πόρο αλλά και κάθε περιθώριο πολιτικής δράσης; Κι αν συμφωνούμε ότι δεν μπορούμε να συνεχίσουμε έτσι, όπως συμφωνούν πια όλοι οι ειδικοί αλλά και παγκόσμιοι παίκτες του βεληνεκούς του ΔΝΤ και του κυρίου Ντράγκι, ποια είναι τα κατάλληλα μέσα για τη μετάβαση σε μια άλλη πολιτική πράξη χωρίς να εκμηδενιστεί ό,τι επιτεύχθηκε, έστω και στρεβλά, ως τώρα, με μεγάλες θυσίες, ιδίως στις χώρες υπό Μνημόνιο; Γιατί αυτή η σύνθεση και η πραγμάτωση της είναι το δύσκολο, καθώς στα λόγια δεν υπάρχει κανείς που θα διαφωνήσει ότι η «ανάπτυξη» είναι καλύτερη από τη «λιτότητα» και η ευτυχία των λαών από τη μιζέρια τους.

.

Υπάρχουν τρεις νέες οικονομικές και άλλες τόσες πολιτικές εξελίξεις που συνηγορούν υπέρ της μετάβασης, από σήμερα κιόλας, σε μια άλλη ισορροπία υπέρ των κοινών πρωτοβουλιών, των επενδύσεων και του ξεσφίγματος της «ιδεολογικής λιτότητας» χωρίς επιστροφή στη σπατάλη, τον άκριτο δανεισμό και το δημοσιονομικό εκτροχιασμό. Οικονομικές: η εξάπλωση και διαιώνιση της ύφεσης, η απειλή του αποπληθωρισμού, η διεθνής αστάθεια, όπως ιδίως εκφράζεται μέσα από την όξυνση των γεωπολιτικών εντάσεων, την αμφιθυμία και αναβλητικότητα των ΗΠΑ, την προς τα κάτω στασιμότητα των αναπτυσσόμενων δυνάμεων, την αποτυχία των «Αμπε-νόμικς» στην Ιαπωνία. Πολιτικές: η εξάντληση της υπομονής αλλά και της δυνατότητας περαιτέρω απώλειας αγοραστικής δύναμης από τα μεσαία στρώματα της Ευρώπης, η άνοδος της ακροδεξιάς και, σημαντικότερο ίσως όλων, η διάσπαση της παντοδυναμίας του «στρατοπέδου Μέρκελ».

.

Αυτό το τελευταίο, απότοκο όλων των προηγουμένων (των επιστημονικών διαπιστώσεων, της λαϊκής πίεσης, του αποτελέσματος των ευρωεκλογών, της εξάπλωσης της ύφεσης και σε πρώην «ανέγγιχτους»), δεν πρέπει να υποτιμάται: όταν χώρες σαν την Αυστρία, στην οποία η συγκυβερνώσα Δεξιά έδιωξε τον αρχηγό της και Υπουργό Οικονομίας για «υπερβολική λιτότητα», τη Φινλανδία, όπου γίνεται λόγος για «επενδύσεις γιατί χανόμαστε», και, κυρίως, όταν πρόσωπα σαν τον νέο Πρόεδρο της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, που χρωστά την εκλογή του στη στήριξη της κυρίας Μέρκελ, μιλούν πια επίσημα για αλλαγή πορείας, η αλλαγή αυτή δεν μπορεί να μην αποτελεί τον πρωταρχικό στόχο της Αριστεράς της ευθύνης. Όχι για να εμφανιστεί ως ιδεολογική της δικαίωση, αλλά για να υπηρετήσει το βασικό της στόχο που, στη θεωρία τουλάχιστον, είναι η κοινωνική ευημερία.