Βούρκος, βάλτος, βόρβορος, οχετός, μπόχα, υπόνομος, υπόκοσμος, πάτος, σήψη, παρακμή, ασφυξία. Το λεξιλόγιο των ημερών δηλώνει τη δυσάρεστη έκπληξη μιας κοινωνίας που κλείνει τη μύτη της για να προστατευτεί από τη δυσοσμία. Πέφτουμε πάλι από τα σύννεφα. Ο βουλευτής με το ρολόι-κάμερα, η μονταζιέρα του Λαζόπουλου, ο μεσάζων-σύμβουλος του αντιμνημονιακού πολιτικού αρχηγού που ξέρει από cds και βρέθηκε στο περιβάλλον δύο πρώην πρωθυπουργών, ποιος πήγε να παγιδέψει ποιον, ποιος ζητούσε λεφτά από ποιον, τα εσωκομματικά ξεκαθαρίσματα των “Ανεξάρτητων Ελλήνων” που αντιμετωπίζονται από τον ΣΥΡΙΖΑ ως “σοβαρές” και μια μέρα μετά “συγκλονιστικές” καταγγελίες. Μια Αριστερά που δοξάζει τον Π. Χαϊκάλη, ο οποίος έχει πάθος με την αστρολογία και πριν γίνει ηθοποιός είχε δουλέψει και σε γραφείο ντετέκτιβ. Μια Αριστερά που βουτάει στα λασπόνερα για να συναντήσει μια λαϊκιστική θρησκόληπτη εθνικιστική δεξιά που μας ψεκάζει με όλο και μεγαλύτερες δόσεις από ένα αηδιαστικό μείγμα που έχει παραχθεί στα λαγούμια παράκεντρων της εξουσίας.
Μα είναι δυνατόν να μας συμβαίνει κάτι τέτοιο; Να παρακολουθούμε μια κακοστημένη και κακοπαιγμένη πολιτική επιθεώρηση με λούμπεν αισθητική που τελικά θυμίζει τσίρκο;
Εδώ και καιρό έχει χαθεί ακόμη και η αίσθηση του γελοίου. Να, λοιπόν, που τώρα οι πρωταγωνιστές λένε τη φαιδρή ιστορία τους στα σοβαρά, κάποιες φορές σχεδόν μελοδραματικά, και όλα αυτά μεταδίδονται σαν κάτι κανονικό, τόσο που ο ΣΥΡΙΖΑ να τα αξιολογεί ως πιθανή απόδειξη των καταγγελιών του για κουμπαράδες και αποστασίες.
Είναι σίγουρα μια απόδειξη ότι ακόμη δεν έχει ολοκληρωθεί η κάθοδος, η πορεία προς τα κάτω συνεχίζεται και όσο σκάβουμε τόσο βρίσκουμε ανεξερεύνητο ακόμη βάθος και πυκνότερο σκοτάδι.
Οσα συμβαίνουν τις τελευταίες μέρες είναι χρήσιμα για μια συλλογική ενδοσκόπηση. Εντάξει, να γυρνούν την πλάτη οι πολίτες στο πολιτικό σύστημα, να το αμφισβητούν και να το αποδοκιμάζουν. Εντάξει, να αναθεματίζουν τα κόμματα και τους βουλευτές, να λένε πως δεν πιστεύουν κανέναν και τίποτα, αλλά όλοι αυτοί που βρίσκονται στο κοινοβούλιο από που ήρθαν; Μήπως είναι κυριολεκτικά αντιπροσωπευτικό το πολίτευμα; Μήπως αυτό που μας συμβαίνει είναι ότι βλέπουμε στον καθρέφτη αυτό που είμαστε όταν περάσουμε πίσω από το παραβάν;
Δεν είναι αλήθεια ότι έχει ξεθωριάσει η διαχωριστική γραμμή Αριστεράς και Δεξιάς παρά την υποχώρηση της πολιτικής στην πίεση των αγορών/χρηματοπιστωτικών κέντρων που δημιουργεί την εντύπωση της αποϊδεολογικοποίησης των αποφάσεων. Είναι, όμως, αλήθεια ότι στη χώρα μας η πιο βαθιά διαχωριστική γραμμή διέπει οριζόντια το δημοκρατικό πολιτικό σύστημα. Σε κάθε κόμμα υπάρχουν πρόσωπα που σέβονται τη διαφωνία, αυτούς που τους εξέλεξαν, το Σύνταγμα και τους νόμους, τον άλλο, τον εαυτό τους. Δεν σε τρομάζει η φυσιογνωμία τους, ο τρόπος μου μιλούν, η συμπεριφορά τους στο κοινοβούλιο ή στα τηλεοπτικά πάνελ, αναγνωρίζουν την πραγματικότητα, γνωρίζουν grosso modo τους κανόνες του ευρωπαϊκού παιχνιδιού, αναλύουν με ορθολογισμό την κατάσταση, παραδέχονται τις εθνικές αιτίες της χρεοκοπίας και αναζητούν τρόπους για να αρθούν, άλλος περισσότερο και άλλος λιγότερο αποτελεσματικά. Απέναντί τους βρίσκουν τηλε-παράγοντες, που εξυπνακίζουν και κενολογούν, μορφάζουν και φωνάζουν, άλλοτε καταγγέλλουν ανοησίες και άλλοτε τις διδάσκουν, φανατικοί και μισαλλόδοξοι, όλα για την έδρα, όλα για μια θέση στο ψηφοδέλτιο, όλα ακόμη και για πέντε λεπτά δημοσιότητας, ανάμεσά τους επαγγελματίες του αντιμνημονίου που κυκλοφορούν με εργαλεία ηχογράφησης και μαγνητοσκόπησης για παν ενδεχόμενο.
Είναι φοβερό αυτό που μας συμβαίνει και δεν έχει σχέση με την Μέρκελ, την Τρόικα και τα μνημόνια. Είναι κατάδικό μας, έχει να κάνει με τον σκληρό πυρήνα της ελληνικής συλλογικότητας όπως εκφράζεται σε συνθήκες κρίσης. Γι αυτό ας αφήσουμε τα διλήμματα για λιτότητα και αντιλιτότητα, για προοδευτική και συντηρητική διακυβέρνηση, πόσο μάλλον για το μνημόνιο και το αντιμνημόνιο, γιατί αυτά αποτελούν επόμενο στάδιο, αφού δηλαδή πρώτα κάνουμε την επιλογή μέσα ή έξω στην αρρώστια, μαζί ή χώρια με τους Ταρτούφους, κλείνοντας τη μύτη ή καθαρίζοντας την ατμόσφαιρα. Επειδή οι εκλογές μάλλον είναι κοντά, ας σταματήσουμε, τουλάχιστον, να κατεβαίνουμε τα σκαλιά και ας ανοίξουμε το παράθυρο – για να φύγει η μυρωδία του καμένου.